Συμπληρώνονται δύο χρόνια από την αποτρόπαια επίθεση των τρομοκρατών της Χαμάς σε ισραηλινό έδαφος και τη σφαγή 1.200 ισραηλινών πολιτών καθώς και την αρπαγή 251 ομήρων. Οι σκηνές φρίκης από την εν λόγω “επιχείρηση”, που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, καταδεικνύουν το βαθύ μίσος των τρομοκρατών προς οτιδήποτε σχετίζεται με το Ισραήλ, μια και δολοφονούσαν αδιακρίτως, κατά βάση, αμάχους.
Σε πρώτη ανάγνωση, έχουμε την απόλυτη αποτυχία του κράτους του Ισραήλ να προστατέψει τους πολίτες του και μάλιστα διαθέτοντας ίσως το πιο εξελιγμένο δίκτυο συλλογής πληροφοριών στον κόσμο. Φυσικά, διακινείται και σενάριο ότι το Ισραήλ γνώριζε, αλλά δεν έκανε τίποτα, προκειμένου να έχει αιτιολογία για να αναλάβει ένοπλη δράση στη Γάζα. Η υπόθεση αυτή, που ασφαλώς δεν αποδεικνύεται, ενδεχομένως και να έχει βάση μόνον εάν υποθέσει κάποιος ότι το Ισραήλ γνώριζε για κάποια επικείμενη ενέργεια, αλλά όχι για την έκταση και τη σφοδρότητά της. Ανάλογη υπόθεση μπορεί να κάνει κάποιος και για το Ιράν, που αποτελεί τον βασικό σπόνσορα της σουνιτικής Χαμάς: Πιθανόν να ήταν ενήμερο αλλά όχι πλήρως.
Οι λόγοι που οδήγησαν στην – με τέτοια σφοδρότητα – τρομοκρατική επίθεση είναι πολλοί και έχουν αφετηρία τη δεκαετία του ‘80. Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή, το Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης (Χαράκατ αλ-Μουκάουαματ αλ-Ισλαμίγια – حركة المقاومة الإسلامية) ή Χαμάς (حماس), που – πέραν του αρκτικόλεξου – σημαίνει και “ζήλος”, ιδρύθηκε στη Γάζα το 1987, ως τμήμα της ευρύτερης Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Αποτελούσε ένα κοινωνικό δίκτυο με πολιτικό και στρατιωτικό βραχίονα (τις Ταξιαρχίες αλ-Κασάμ), σε απόλυτη αναλογία με την σιιτική Χιζμπαλλά (حزب الله, ‘Παράταξη του Θεού’) που δρα στο Λίβανο. Το πρώτο Καταστατικό (1988) είχε ισλαμιστικό και αντισιωνιστικό περιεχόμενο, όμως το δεύτερο (2017) έθεσε ως πρώτιστο στόχο την εξαφάνιση του Ισραήλ, μη αναγνωρίζοντάς το ως κρατική οντότητα, και – φυσικά – στοχεύοντας στην ίδρυση παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα προ του πολέμου του 1967 (Γάζα, Δυτική Οχθη, Ανατολική Ιερουσαλήμ και Υψίπεδα του Γκολάν).
Τη δεκαετία του ‘80, το Ισραήλ στήριξε τη δράση της Χαμάς στη Γάζα, και ο στρατός κατοχής συνέδραμε στο έργο της. Δεν μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι “το Ισραήλ δημιούργησε τη Χαμάς”, όμως εκτιμάται ότι αυτή η στήριξη έγινε στο πλαίσιο της δημιουργίας του αντίπαλου δέους στην εθνικιστική (όχι ισλαμιστική) Φατάχ (فتح) του Γιάσερ Αραφάτ, που ιδρύθηκε τη δεκαετία του ‘60 και απετέλεσε τη βάση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (μετέπειτα Παλαιστινιακή Αρχή). Μετά τις συμφωνίες του Όσλο (1993) η Χαμάς στράφηκε κατά της Φατάχ και μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2006, όπου επικράτησε και μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία στη Γάζα, πολέμησε μαζί της (2007). Οι σφοδρές εμφύλιες συγκρούσεις και η παύση της Κυβέρνησης της Χαμάς από τον Πρόεδρο Αμπάς, οδήγησαν στην οριστική ρήξη και την πλήρη ανάληψη του ελέγχου της Γάζα από την τρομοκρατική οργάνωση, η οποία και δεν διεξήγαγε έκτοτε εκλογές.
Στα χρόνια που ακολούθησαν το Όσλο και ως τις Συμφωνίες του Αβραάμ (Abrahamic Accords, 2020) η Χαμάς, με την ανοχή και οικονομική βοήθεια του αραβικού κόσμου, αλλά και τη στρατιωτική στήριξη του Ιράν, ενεπλάκη σε σειρά συγκρούσεων με το Ισραήλ. Έχοντας “αξιοποιήσει” τη διεθνή βοήθεια για τη δημιουργία ενός δαιδαλώδους δικτύου σηράγγων και για την προμήθεια πολεμικού υλικού, και χρησιμοποιώντας τις κοινωνικές υποδομές (σχολεία, νοσοκομεία, κατοικίες) ως βάσεις, απετέλεσε τον βασικό πρόβλημα ασφαλείας για το Ισραήλ, το οποίο είχε παράλληλα ανοικτό μέτωπο και στο Λίβανο (Χιζμπαλλα). Όμως η ομαλοποίηση των σχέσεων του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο με τις συμφωνίες του Αβραάμ (αρχικά με Μαρόκο, Σουδάν, Μπαχρέιν και ΗΑΕ), χωρίς προαπαιτούμενο την αναγνώριση Παλαιστινιακού κράτους, και ο κίνδυνος προσχώρησης – σε δεύτερο χρόνο- και της Σαουδικής Αραβίας, θεωρήθηκαν από τη Χαμάς (και το Ιράν) ως υπαρξιακή απειλή και – μεταξύ άλλων – οδήγησαν στην τρομοκρατική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου.
Το τι ακολούθησε είναι γνωστό. Μπορεί οι πηγές των πληροφοριών να πρόσκεινται στην “Κυβέρνηση της Γαζα”, ή στο, κυρίως αραβικής προέλευσης, προσωπικό των Ηνωμένων Εθνών στην περιοχή, όμως είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις του Ισραήλ παραβαίνουν την αρχή της αναλογικότητας, μίας από τις θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου (‘δικαίου του πολέμου’). Οι παράπλευρες απώλειες που οφείλονται προφανώς και στον τρόπο “αξιοποίησης’ των κοινωνικών υποδομών από τη Χαμάς (‘ανθρώπινες ασπίδες’) και ο τρόπος (μη) διανομής της ανθρωπιστικής βοήθειας, συνιστούν αδικήματα που – εφόσον αποδειχθεί και σκοπιμότητα – στοιχειοθετούν προσπάθεια ‘γενοκτονίας”.
Όμως ποιος κέρδισε και ποιος έχασε μετά από δύο χρόνια πολέμου; Στο επίπεδο των επιχειρήσεων, το Ισραήλ ελέγχει πλέον πλήρως τη Γάζα. Συνεπώς, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, είναι ο νικητής της πολεμικής σύγκρουσης. Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα διεξήγαγε (με την στήριξη και – κατά περίπτωση – συνδρομή των ΗΠΑ) νικηφόρα επιχειρήσεις σε Λίβανο (Χιζμπαλλα), Υεμένη (Χούθι), Συρία (υπέρ των Δρούζων) και Ιράν, το Ισραήλ έχει αναδειχθεί στον απόλυτο Ηγεμόνα στην περιοχή. Παράλληλα όμως, η διεθνής εικόνα της χώρας έχει πληγεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και η διεθνής απομόνωση είναι δεδομένη. Συναφώς, η ρήση που αποδίδεται στην Πρωθυπουργό του Γιομ Κιπούρ (1973), Γκόλντα Μέιρ, ότι «καλύτερα να μας μισούν ζωντανούς, παρά να μας λυπούνται νεκρούς», συνοψίζει και το δόγμα του Πρωθυπουργού Νετανυάχου σήμερα.
Η Χαμάς έχει υποστεί συντριπτική ήττα στο πεδίο και παλεύει για την επιβίωσή της. Η προσπάθεια ταύτισής της με τον Παλαιστινιακό λαό στη Γάζα και οικειοποίησης του δράματός του, δεν της έχει επιφέρει τα προσδοκόμενα πολιτικά αποτελέσματα. Βέβαια, μπορεί κάποιος να της πιστώσει – και ορθά – την αναγνώριση Παλαιστινιακού κράτους (στα σύνορα προ του 1967) από σειρά ισχυρών δυτικών κρατών. Με τις παρούσες συνθήκες όμως, η αναγνώριση είναι κενό γράμμα, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, κυρίως λόγω του εκτεταμένου και μη γεωγραφικά συμπαγούς εποικισμού της Δυτικής Όχθης και φυσικά λόγω της κατάστασης στη Γάζα. Επίσης εκτιμάται ότι δεν θα ανακόψει την προσπάθεια των ΗΠΑ για ένα δεύτερο κύμα Συμφωνιών του Αβραάμ, με την συμπερίληψη και της Σαουδικής Αραβίας.
Εν κατακλείδι, δύο χρόνια μετά την 7η Οκτωβρίου και με δεδομένο το σχέδιο Τραμπ των 20 σημείων, που αποτελεί και τη βάση για των διαπραγματεύσεων που εξελίσσονται στο Σαρμ αλ-Σαιχ της Αιγύπτου, μία οριστική, δίκαιη και βιώσιμη λύση για τη Γάζα είναι τόσο κοντά, όσο και μακριά. Είναι βέβαιον ότι θα υπάρξουν αμοιβαίες υποχωρήσεις, κατά βάση στο θέμα της ανταλλαγής ομήρων με φυλακισμένους, που θα συμβάλλουν και στην προσπάθεια του Αμερικανού προέδρου (per mare per terra) να πάρει το Νόμπελ Ειρήνης. Όμως, είναι επίσης βέβαιον, ότι δεν θα υπάρξει ειρήνη στην περιοχή μια και το βαθύ μίσος που χωρίζει τους λαούς θα αναθρέψει την επόμενη γενιά τρομοκρατίας.