Γράφει ο Στάθης Κυριακίδης, Υποναύαρχος (εα), Στρατηγικός Αναλυτής, και Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Strategy International.
*
Τι ακριβώς γίνεται στη Γάζα; Συντελείται μία ακόμη σύγχρονη γενοκτονία ή έχουμε προπαγάνδα ένθεν και ένθεν; Ποια θα είναι η επόμενη μέρα στη Μέση Ανατολή και πως η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να έχει λόγο;
Καίρια ερωτήματα που προβληματίζουν τόσο τους αναλυτές, όσο και την κοινή γνώμη, η οποία βομβαρδίζεται καθημερινά από πλήθος πληροφοριών που συνοδεύονται από – πολλές φορές – φρικιαστικές εικόνες, οι οποίες φορτίζουν έτι περαιτέρω την κατάσταση. Αν σ’ αυτό προστεθεί το φίλτρο της όποιας ιδεολογικής τοποθέτησης, δημιουργείται ένα εκρηκτικό μείγμα που οδηγεί σε πόλωση και διχασμό. Όσον αφορά τη ανάλυση αυτή καθαυτή, η συναισθηματική φόρτιση αυξάνει την πιθανότητα λάθους εκτίμησης και κατά συνέπεια λάθος αποφάσεων και δράσεων που μπορεί να έχουν αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την ανάλυση από τον όρο «γενοκτονία» (genocide) ο οποίος αναφέρεται σε πράξεις που διαπράττονται με πρόθεση να καταστραφεί, συνολικά ή εν μέρει, μια εθνική, εθνοτική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ποσοτικά αλλά μόνον ποιοτικά χαρακτηριστικά, ο όρος είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες περιπτώσεις, κατά το δοκούν. Η ύπαρξη πρόθεσης (dolus specialis) είναι αυτή που διαφοροποιεί την γενοκτονία, από τις παράπλευρες απώλειες αμάχων. Στον πόλεμο Ισραήλ – Χαμάς, ο πλήρης αποκλεισμός της Γάζας με συνέπεια τη λιμοκτονία του πληθυσμού, αποτελεί το ισχυρότερο επιχείρημα για τη χρήση του όρου, και σε συνδυασμό με τις μεγάλες απώλειες αμάχων, πιθανόν να στοιχειοθετεί και τις σχετικές κατηγορίες στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Ο τραγικός αυτός πόλεμος έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες, που θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν στην ανάλυση: Καταρχάς, διεξάγεται μεταξύ μιας κρατικής οντότητας και μίας τρομοκρατικής οργάνωσης, η οποία κέρδισε μεν (ως πολιτικό φορέας, κόμμα “Αλλαγής και Μεταρρύθμισης”) τις βουλευτικές εκλογές του 2006, όμως ανέλαβε de facto τον έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας από τον Ιούνιο του 2007, μετά τις ένοπλες συγκρούσεις με τη Φατάχ και την εκδίωξη των δυνάμεων εσωτερικής ασφαλείας από τη Γάζα. Έτσι, η Παλαιστινιακή Αρχή του Αμπάς, ο μοναδικός συνομιλητής με το Ισραήλ και τη Δύση, διατηρεί πλέον τον έλεγχο της Δυτικής όχθης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ.
Συνεπώς, είναι συζητήσιμο το κατά πόσο η Χαμάς διατηρεί κάποιου είδους νομιμοποίηση (από το 2007) ως αρχή εξουσίας στη Γάζα. Παράλληλα, η ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη αυτή Λωρίδα (6.000 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο), είναι οικονομικά αποκλεισμένη και απολύτως εξαρτημένη από το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Τα έσοδά της είναι η διεθνής ανθρωπιστική βοήθεια και όλα τα απαραίτητα αγαθά (ενέργεια, ύδρευση κλπ),όπως και οι είσοδοι στη χώρα, ελέγχονται απόλυτα από το Ισραήλ. Συνεπώς δεν μπορεί να έχουμε τα ίδια κριτήρια στην αποτίμηση ή ακόμα και στον καταλογισμό ευθυνών, όταν αναφερόμαστε στο κράτος του Ισραήλ, με την ισχυρότερη πολεμική μηχανή στην Μέση Ανατολή, και στο τρομοκρατικό μόρφωμα της Χαμάς, ακόμη και εάν αυτό απολαμβάνει της εμπιστοσύνης σημαντικού μέρους του βασανισμένου και προφανώς «αναλώσιμου» τοπικού πληθυσμού.
Η πληροφόρηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης αναφορικά με τα τεκτενόμενα στη Γάζα, προέρχεται είτε αποκλειστικά από «κυβερνητικές» πηγές (Χαμάς), είτε από τηλεοπτικά δίκτυα που βρίσκονται εκεί, και προφανώς στηρίζουν το καθεστώς (Αλ Τζαζίρα, Κατάρ). Συνεπώς, θα πρέπει να παίρνουμε αποστάσεις από τους τρομακτικούς αριθμούς θυμάτων (και ιδιαίτερα παιδιών), χωρίς αυτό να σημαίνει – σε καμία περίπτωση – ότι θα πρέπει να είμαστε αδιάφοροι για το δράμα που ζει ο Παλαιστινιακός λαός, ανεξάρτητα αριθμών.
Επί του πεδίου, η φαινομενικά παράλογη εμμονή στη μη παράδοση των ομήρων, ζωντανών ή νεκρών, αφενός αποδεικνύει ότι οι τρομοκράτες ελάχιστα ενδιαφέρονται για το κόστος σε ανθρώπινες ζωές και το δράμα των ομοεθνών τους, και αφετέρου θεωρούν, και πιθανόν δικαιολογημένα, ότι η στάση αυτή είναι η τελευταία προσπάθεια επιβίωσής τους, καθώς επενδύουν σε εσωτερική αποσταθεροποίηση του Ισραήλ από της αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Προς επίρρωσιν τούτου, η απόφαση του Νετανιάχου για πλήρη κατάληψη της Γάζας (αλλά όχι προσάρτησή της), παρά την αντίθεση του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων (IDF), έχει ήδη δημιουργήσει έντονη εσωτερική αναταραχή, αλλά και «απειλές» από παραδοσιακούς συμμάχους του Ισραήλ για με αναγνώριση Παλαιστινιακού κράτους, το Σεπτέμβριο κατά τη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών.
Η θεωρητική απομόνωση του Ισραήλ από τη διεθνή κοινότητα, δεν επηρέασε στο ελάχιστο την επίτευξη των αντικειμενικών σκοπών του. Η διαχρονική στήριξη της αμερικανικής Κυβέρνησης, η οποία έφτασε στην κορύφωσή της μετά την ανάληψη καθηκόντων από τον Πρόεδρο Τραμπ, είχε ως αποτέλεσμα την απόλυτη επικράτηση του Ισραήλ σε όλα τα μέτωπα που άνοιξε, συμπεριλαμβανομένης και της πολεμικής σύγκρουσης μικράς διάρκειας με το Ιράν. Το Ισραήλ αναδεικνύεται ως ο απόλυτος κυρίαρχος στη Μέση Ανατολή.
Η χώρα μας δεν είχε παραδοσιακά στενές σχέσεις με το Ισραήλ. Η επιλογή της Τουρκίας να αναλάβει το ρόλο του προστάτη των μουσουλμανικών πληθυσμών, και ιδιαίτερα του Παλαιστινιακού, στηρίζοντας προδήλως τη Χαμάς, έδωσε μια ανέλπιστη και συγκυριακή ευκαιρία για ανάπτυξη ισχυρότερων δεσμών με το Ισραήλ κατά την τελευταία δεκαετία. Η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία είναι οι μόνες χώρες που διατηρούν ανοικτά στενές σχέσεις με το Ισραήλ, προσφέροντας του «στρατηγικό βάθος». Δεν θα πρέπει, φυσικά, να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι παρά την ακραία εχθρική ρητορική της, η Τουρκία δεν έχει στραφεί κατά του Ισραήλ με ουσιαστικές κυρώσεις, και οι εμπορικές συναλλαγές των δύο χωρών παραμένουν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Οι δε, εξελίξεις στη Συρία δείχνουν ότι η Τουρκία δεν επιδιώκει μια ανοιχτή σύγκρουση στο πεδίο με το Ισραήλ, όσο γνωρίζει την αμέριστη στήριξη των ΗΠΑ σ’ αυτό.
Συνεπώς, η Ελλάδα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση – έστω και συγκυριακά – στη Μέση Ανατολή, ούσα η μόνη σταθερή σύμμαχος του Ισραήλ. Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να ενδυναμώσει αυτή την εταιρική σχέση, με ισχυρές εμπορικές, ενεργειακές και – κυρίως – αμυντικές συμφωνίες, άμεσα υλοποιήσιμες, ώστε αφενός να αξιοποιήσει την ανάγκη του Ισραήλ για στήριξη στην παρούσα φάση, και αφετέρου να μην επαφίεται στη συγκυρία των κακών σχέσεων του με την Τουρκία.
Η αποστολή (ρίψη) από την Ελλάδα ανθρωπιστικής βοήθειας και η συμμετοχή στην παγκόσμια προσπάθεια τερματισμού της ανθρωπιστικής κρίσης στη Γάζα, ασφαλώς μπορούν και πρέπει να συνδυάζονται με την πολιτική στήριξη του Ισραήλ. Οι δε αντιδράσεις μεμονωμένων ομάδων κατά ισραηλινών τουριστών, πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα, ανεξάρτητα από τα κίνητρα που αυτές οι ομάδες έχουν. Ο μόνος χαμένος από τέτοιες ενέργειες είναι ο ελληνικός τουρισμός, και η εικόνα της χώρας ως ένας από τους ωραιότερους και ασφαλέστερους τουριστικούς προορισμούς στον κόσμο.