Ζούμε σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι νιώθουν την ανάγκη να έχουν άποψη για τα πάντα. Από τα πολιτικά πάνελ μέχρι το τραπέζι της Κυριακής, από τα social μέχρι την παρέα στο καφέ. Η εμπειρία από τη ζωή μου στην Αγγλία, με βοήθησε να αντιληφθώ ότι η πραγματική τέχνη ίσως βρίσκεται κάπου αλλού: στην ικανότητα να πεις “δεν ξέρω”. Όχι από αδυναμία, αλλά από αυτογνωσία.
Στο βρετανικό περιβάλλον, με όλες του τις αρετές και τις αντιφάσεις, αυτό το βλέπω καθαρά. Η δημόσια συζήτηση εδώ ξεκινά συχνά με μια φράση που αλλού σπανίζει: “I might be wrong, but…”. Μια αναγνώριση ότι η γνώμη σου είναι υπό διαπραγμάτευση, ότι ο άλλος μπορεί να ξέρει κάτι παραπάνω, ότι η αλήθεια δεν χρειάζεται φωνές για να ακουστεί. Και είναι απελευθερωτικό.
Οι Άγγλοι μου έμαθαν να είμαι ευχαριστημένος με τα απλά. Ένα Sunday roast κάθε Κυριακή, μια συνήθεια σχεδόν τελετουργική, που σε κάνει να χαμηλώνεις ρυθμούς και να εκτιμάς το απλό, το σταθερό, το ανθρώπινο. Ξέροντας ότι την επόμενη Κυριακή θα γευτείς το ίδιο γεύμα. English breakfast, ξανά και ξανά. Μια μπύρα σε μια pub και καλή παρέα. Πικνίκ σε μια παραλία το καλοκαίρι στην οποία δεν υπάρχει κανένα bar το οποίο να καταστρέφει τη φύση. Καμία επιτήδευση, μόνο μια μικρή υπενθύμιση ότι η ζωή δεν χρειάζεται πάντα εξηγήσεις, χρειάζεται ρυθμό.
Μου έμαθαν επίσης να είμαι πιο χαλαρός όταν κάνω λάθος. Το βρετανικό “no worries” λειτουργεί σχεδόν θεραπευτικά. Σου λέει ότι τα λάθη είναι μέρος της καθημερινότητας, όχι τραγωδίες. Ότι το να μην ξέρεις ή το να μπερδεύεσαι, είναι εντάξει. Και ότι ο κόσμος δεν κρίνεται από μια στιγμή αβεβαιότητας, αλλά από το πώς συνεχίζεις μετά από αυτήν.
Και ύστερα, υπάρχει και ο σεβασμός. Ο σεβασμός στους κανόνες, που τον βλέπει στις ουρές όπου κανείς δεν προσπαθεί να παρακάμψει τον άλλον, μια καθημερινή άσκηση υπομονής. Ο σεβασμός στον άλλον, στη δημόσια περιουσία, στον οδηγό του λεωφορείου που του λες πάντα “thank you” κατεβαίνοντας. Μια πολυπολιτισμική κοινωνία όπου άνθρωποι από όλο τον κόσμο συνυπάρχουν χωρίς να θεωρεί κάποιος δεδομένο ότι η δική του κουλτούρα υπερισχύει.
Κι όμως, αυτό που οι Βρετανοί κάνουν σχεδόν αυθόρμητα, να αναγνωρίζουν τα όρια της γνώσης τους, έχει μια παρηγορητική σοφία. Σε αναγκάζει να σταθείς λίγο πιο ήρεμα απέναντι στον κόσμο. Να αμφιβάλεις, να ρωτήσεις, να μάθεις. Να σπάσεις τη λογική του “παντογνώστη” που τόσο συχνά μας παγιδεύει ως κοινωνία. Ακόμα και η πιο χαλαρή στάση απέναντι στα γεγονότα. Αξίζει να δεις κανείς πως γίνεται η μετάδοση των ειδήσεων στο BBC.
Και ίσως αυτή ακριβώς είναι η γοητεία της: δεν διεκδικεί ποτέ το αλάθητο. Είναι μια ατέλεια σε κίνηση. Μια διαδικασία συζήτησης, αναθεώρησης, συνύπαρξης. Αυτό, τουλάχιστον, το βλέπω καθημερινά στις αίθουσες, στα πανεπιστημιακά γραφεία, στις συσκέψεις όπου κάθε άποψη έχει χώρο, όχι επειδή είναι «η σωστή», αλλά επειδή κάτι μπορεί να φέρει στο τραπέζι.
Ίσως γι’ αυτό η εμπειρία μου με έκανε να σκεφτώ και κάτι ακόμη: πόσο ίσως έχουμε ανάγκη, ως κοινωνία, από μια μικρή δόση ταπεινότητας. Όχι ταπεινοφροσύνης, ταπεινότητας ως εργαλείο μάθησης. Να πούμε απλώς: δεν ξέρουμε όλα τα βήματα που έπονται. Και δεν χρειάζεται.
Γιατί μέσα στην απλότητα υπάρχει μια αθώα μορφή σοφίας: δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει τον κόσμο, απλώς τον παρατηρεί. Κι αυτή είναι, με έναν περίεργο τρόπο, η πιο ειλικρινής μορφή γνώσης. Σε έναν κόσμο γεμάτο αυτοπεποίθηση, ίσως το μεγαλύτερο θάρρος είναι να πεις: «δεν ξέρω, αλλά θέλω να μάθω».