Πριν από λίγες ημέρες, στο Πεδίον του Άρεως, τοποθετήθηκε ένα άγαλμα του Προμηθέα προς τιμήν των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Το γεγονός προκάλεσε πλήθος ειρωνικών σχολίων, κυρίως αισθητικής φύσεως. Σ’ εμένα έδωσε την αφορμή για μια άλλη προσέγγιση προς την οικονομική και πολιτική κατεύθυνση.

Δεν πρόκειται για εκτεταμένη ανάλυση· επιχειρεί, όμως, να συμβάλει στην κατανόηση μιας σειράς μεταβολών που, με αφετηρία την οικονομία και τον ρόλο των μικρομεσαίων, διαμορφώνουν το σύγχρονο πολιτικό τοπίο.

Advertisement
Advertisement

Από το 2015 έως το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε ένα σημαντικό μέρος της εκλογικής του βάσης, κυρίως επειδή η πολιτική που εφάρμοσε διέφερε ουσιωδώς από τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει πριν από την άνοδό του στην εξουσία. Η ρητορική για την «ανατροπή των μνημονίων» μετατράπηκε, μετά το καλοκαίρι του 2015, σε πολιτική προσαρμογής και αποδοχής των περιορισμών που επέβαλαν οι Ευρωπαίοι επίτροποι.

Αυτή η μεταστροφή απογοήτευσε το πιο ριζοσπαστικό τμήμα των αριστερών ψηφοφόρων του. Ταυτόχρονα, απομάκρυνε κι ένα μέρος των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και επαγγελματιών, που είχαν υποστηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο είδαν τη φορολογία και τις ασφαλιστικές τους εισφορές να αυξάνονται και τα καθαρά τους εισοδήματα να μειώνονται. Η μετακίνησή τους προς τη Νέα Δημοκρατία αποδείχθηκε καταλυτική για την πολιτική φθορά του ΣΥΡΙΖΑ και την ήττα του στις εκλογές του 2019.

Από το 2019 και μετά, η Νέα Δημοκρατία που ήρθε στην εξουσία, ακολούθησε μια πολιτική που, παρ’ ότι επικρίθηκε για νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό, ευνόησε ακριβώς αυτές τις επαγγελματικές κατηγορίες του μικρομεσαίου χώρου. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες επωφελήθηκαν από τις μειώσεις φόρων, τη μείωση των εισφορών και την ελαστικότερη εποπτεία, γεγονός που αύξησε τη δυνατότητά τους να διαχειριστούν την άνοδο των τιμών και να διατηρήσουν υψηλά περιθώρια κέρδους. Έτσι, παρά τα όσα καταλογίζονται στην κυβερνητική πολιτική —από τις ανισότητες μέχρι την υποβάθμιση των δημόσιων θεσμών— έχουν αντικειμενικό λόγο να συνεχίζουν να τη στηρίζουν.

Από την άλλη μεριά, υπάρχει ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, οι μισθωτοί του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, καθώς και οι συνταξιούχοι, οι οποίοι έχουν δει την αγοραστική τους δύναμη τα τελευταία πέντε χρόνια να φθίνει τουλάχιστον κατά 20%. Έτσι, έχει διαμορφωθεί μία κατάσταση, στην οποία αποτυπώνεται ένα χάσμα ανάμεσα σε εκείνους που ωφελούνται από τη λειτουργία της αγοράς και σʹ εκείνους που παραμένουν εγκλωβισμένοι στις αρνητικές επιπτώσεις της.

Το γεγονός ότι οι τελευταίοι δεν μπορούν να βρουν μια ενιαία πολιτική έκφραση, οφείλεται στο πλέγμα ιδεολογικών αποχρώσεων που τους διατρέχει. Παρά το ότι πλήττονται από την ίδια οικονομική πολιτική, οι στάσεις τους διαφοροποιούνται έντονα σε καίρια ζητήματα, όπως για παράδειγμα το μεταναστευτικό ή η εξωτερική πολιτική. Έτσι, η δυσαρέσκειά τους διαχέεται σε ένα φάσμα πολλαπλών αποχρώσεων, που εκτείνεται από την αριστερά έως την άκρα δεξιά. Αντί να συνθέτουν ένα ενιαίο πρόταγμα, οι ιδεολογικές αυτές αποχρώσεις είναι καταδικασμένες να αντιπαρατίθενται, καθιστώντας αδύνατη τη διαμόρφωση μιας συλλογικής ταυτότητας, ικανής ν’ αντισταθεί.

Η κατάσταση αυτή φαίνεται ότι θα συνεχιστεί. Οι πολιτικές δυνάμεις που κατέχουν ή θα καταλάβουν την εξουσία θα συνεχίσουν να διαιωνίζουν και να διαχειρίζονται αυτό το χάσμα ανάμεσα σ’ εκείνους που επωφελούνται και σ’ εκείνους που πλήττονται από την υπάρχουσα λειτουργία της αγοράς. Το αν και πότε αυτό το χάσμα θα τροφοδοτήσει μια ισχυρή βούληση για μια διαφορετική πολιτική και τι είδους πολιτική θα είναι αυτή, παραμένει —στην παρούσα συγκυρία— ένα μετέωρο ερώτημα. Προς το παρόν, η μόνη ισχυρή βούληση που αναδεικνύεται είναι εκείνη των μικρομεσαίων· βούληση όχι του επαναστατημένου Προμηθέα, αλλά εκείνη που συντηρεί και αναπαράγει το υπάρχον πολιτικό τοπίο.