Δείγμα της πολιτικής κρίσης που ταλανίζει το πολιτικό σκηνικό στις μέρες μας, η αδυναμία της αντιπολίτευσης να αρθρώσει επί της ουσίας αντίλογο στα πεπραγμένα της κυβέρνησης.

Ακόμα και για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Όπου συνεχίζει το ίδιο σφάλμα με την υπόθεση των Τεμπών, και περιορίζεται στο να θέτει ζήτημα ποινικών ευθυνών για τους αρμόδιους Υπουργούς.

Advertisement
Advertisement

Το πολιτικό Βατερλώ μιας υποτίθεται μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν. Και οι ίδιοι μιλούν για φαύλες διαχρονικές πρακτικές, με διακομματική εμπλοκή. Η κυβέρνηση υποτίθεται ότι έλαβε καθαρή εντολή από τους πολίτες στις τελευταίες εθνικές εκλογές, με ένα ποσοστό (40%) που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης διότι υποσχέθηκε να τα αλλάξει όλα αυτά. Και η κινητήριος δύναμη αυτής της επίδοσης, που μέχρι πρότινος κρατούσε το κυβερνών κόμμα έξω από το φάσμα της πολιτικής κρίσης, με την δημοσκοπική καθίζηση που έχει ως έκφραση, διότι, αυτήν την μεταρρυθμιστική εντολή την έδινε ένα πλατύτερο ρεύμα ψηφοφόρων που προέρχεται όχι μόνον έξω από το κομματικό ακροατήριο της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και στο παρελθόν συγκρούονταν μαζί του.

Συμβαίνει επομένως τώρα το εξής: η δεύτερη θητεία της Νέας Δημοκρατίας απειλεί να της στερήσει ολοκληρωτικά το μεταρρυθμιστικό επιχείρημα. Όμως κανείς από την αντιπολίτευση δεν σπεύδει να το υιοθετήσει. Μάλιστα υπάρχουν ορισμένες στιγμές, κυρίως σε σχέση με την αξιολόγηση, εξυγίανση, αναδιοργάνωση του δημοσίου, όπου όλες οι δυνάμεις, είτε μιλάμε για το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε για την Νίκη, την Ελληνική Λύση και το ΚΚΕ, είναι σαν να εχθρεύονται το μεταρρυθμιστικό επιχείρημα περισσότερο απ’ ό,τι εχθρεύονται την κυβέρνηση.

Σε σχέση με τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Αναζητείται μια δύναμη –δεν χρειάζεται να είναι κόμμα, ακόμα, ας είναι και ένα ευρύτερο ρεύμα πολιτών– που να μιλήσει για το καθεαυτό ζήτημα. Την συστημική αποτυχία των κρατικών πολιτικών για την αγροτική οικονομία.

Στην Ελλάδα είχαμε, και έχουμε: ευνοϊκό κλίμα για την παραγωγή (κάποτε ήταν ιδανικό, τώρα με την κλιματική αλλαγή αρχίζουμε και το χάνουμε), δυνατότητα παραγωγής ποιοτικών προϊόντων, επιδοτήσεις, καλή φήμη. Το πράγμα πάει μόνο του, δηλαδή, και αυτόματο πιλότο να έβαζε κανείς, η εξίσωση κανονικά θα έπρεπε να βγάζει την χώρα ως υπερδύναμη στον αγροτοκτηνοτροφικό κλάδο.

Εδώ, καταφέραμε να κάνουμε τις επιδοτήσεις εκμαυληστήριο της περιφέρειας, και η πολιτική αυτή είχε μεγάλη επιτυχία: η τεχνολογία στο χωράφι υστερεί, το χάσμα της παραγωγικότητας του τομέα της οικονομίας σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ διευρύνεται, ο μέσος όρος ηλικίας των αγροτών αυξάνει ολοένα και περισσότερο, η περιφέρεια (ιδίως οι μικρές και οι μεσαίες πόλεις που κατά τα άλλα έχουν ασύγκριτη σχέση ποιότητας/κόστους ζωής) ερημώνει δημογραφικά, και η διατροφική αυτοδυναμία της χώρας απειλείται. Μιλάμε, τώρα, για τον μέσο όρο, όχι για τις ιστορίες επιτυχίας που σαφέστατα υπάρχουν, είναι πολλές, και επιβεβαιώνουν ότι σαφώς υπάρχει εναλλακτική.

Τι λείπει; Μα η πολιτική δύναμη που θα μεταβάλει σε αιχμή της αυτήν την κριτική, μαζί με μια πολιτική που προκρίνει τις επενδύσεις στην πρωτογενή παραγωγή, αντί των πλασματικών επιδοτήσεων. Γιατί –και είναι σαφές έπειτα από τα όσα μαθαίνονται για τον ΟΠΕΚΕΠΕ– ότι δεν μας φταίει καμία ΚΑΠ.

Όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα καίρια για το μέλλον της χώρας ζητήματα, μια αντιπολίτευση που δεν προτάσσει με συγκεκριμένο και πειστικό τρόπο το πως μπορεί να κυβερνήσει καλύτερα από την υπάρχουσα κυβέρνηση, και που θέλει να πάει την χώρα η δική της στρατηγική διακυβέρνησης, είναι σαν να μην υπάρχει.