Σε νέα φάση πολιτικής κρίσης εισέρχεται η Γαλλία, μετά την απόφαση του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, με αβέβαιη την επόμενη ημέρα για την κυβέρνησή του. Τρία από τα βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν ήδη δηλώσει ότι δεν πρόκειται να τη στηρίξουν, δημιουργώντας σοβαρές αμφιβολίες για την επιβίωσή της.
Το ακροδεξιό Rassemblement National, η αριστερή Γαλλία Ανυπότακτη και οι Πράσινοι έχουν δηλώσει πως θα καταψηφίσουν, ενώ και οι Σοσιαλιστές αρνούνται να στηρίξουν την κυβέρνηση. Εάν η πρόταση εμπιστοσύνης δεν περάσει, ο πρωθυπουργός θα οδηγηθεί σε παραίτηση.
Η κεντρώα συμμαχία που στηρίζει τον Μπαϊρού δεν διαθέτει πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, γεγονός που καθιστά την επικείμενη ψηφοφορία καθοριστική. Σημειώνεται ότι παρόμοια αποτυχία αντιμετώπισε και ο προκάτοχός του, Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος ανατράπηκε μόλις 90 ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Ο Μπαϊρού δήλωσε πως ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν συμφώνησε να συγκαλέσει εκτάκτως τη Βουλή, προκειμένου να παρουσιαστεί το κυβερνητικό πρόγραμμα και να διεξαχθεί η ψήφος εμπιστοσύνης. Παράλληλα, εντείνονται οι φωνές που ζητούν πρόωρες εκλογές, δεδομένης και της παρέλευσης ενός έτους από τις τελευταίες κάλπες.
Σενάρια παρέμβασης του ΔΝΤ
Το πολιτικό ρίσκο συνοδεύεται και από αυξημένη οικονομική αβεβαιότητα. Ο υπουργός Οικονομικών, Ερίκ Λομπάρ, προειδοποίησε πως ενδεχόμενη κατάρρευση της κυβέρνησης θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για παρέμβαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
«Βρισκόμαστε στο μέσο της μάχης», δήλωσε στο France Inter, προσθέτοντας ότι δεν απογοητεύεται από την πιθανότητα απώλειας της ψήφου. Ερωτηθείς σχετικά, ανέφερε:
«Αυτός είναι ένας κίνδυνος μπροστά μας. Είναι κάτι που θέλουμε να αποφύγουμε, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχει».
Εάν η κυβέρνηση καταρρεύσει, συνέχισε, το κόστος δανεισμού της Γαλλίας θα ξεπεράσει αυτό της Ιταλίας «εντός 15 ημερών», προσθέτοντας ότι «θα είμαστε πραγματικά οι τελευταίοι από τους 27 στην Ευρώπη». Σημειώνεται πως οι αποδόσεις οι αποδόσεις του 10ετούς γαλλικού ομολόγου είναι πλέον από τις υψηλότερες στην ευρωζώνη, έχοντας ήδη ξεπεράσει χώρες που κάποτε βρίσκονταν στην καρδιά της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία.