«Εφιαλτικές Νύχτες»: Ο πόλεμος ως μια βαθιά ανθρώπινη εμπειρία

Ο μεταφραστής Γρηγόρης Κονδύλης στη HuffPost για το βιβλίο του Σουηδού συγγραφέα και ιστορικού Peter Englund «Εφιαλτικές νύχτες: Νοέμβριος 1942».
Πράγα, Καθεδρικός ναός Κύριλλου και Μεθόδιου. Το σημείο όπου 7 Τσέχοι αλεξιπτωτιστές, μέλη της αντίστασης, εκτελέστηκαν από τους Ναζί το 1942. Τα ίχνη από τις σφαίρες παραμένουν εμφανή.
Πράγα, Καθεδρικός ναός Κύριλλου και Μεθόδιου. Το σημείο όπου 7 Τσέχοι αλεξιπτωτιστές, μέλη της αντίστασης, εκτελέστηκαν από τους Ναζί το 1942. Τα ίχνη από τις σφαίρες παραμένουν εμφανή.
Pgiam via Getty Images

Αν και στις αρχές του Νοέμβρη του 1942 φαινόταν ότι οι δυνάμεις του Άξονα μπορούσαν ακόμα να κερδίσουν, στο τέλος του μήνα δεν υπήρχε αμφιβολία πως η ήττα τους ήταν ζήτημα χρόνου. Μεσολάβησαν το Ελ Αλαμέιν, το Γκουανταλκανάλ, η απόβαση στη Γαλλοκρατούμενη Βόρεια Αφρική, η αποχώρηση των Ιαπώνων από το Κοκόντα στην Παπούα Νέα Γουινέα, και φυσικά η περικύκλωση του γερμανικού στρατού από τους Σοβιετικούς στο Στάλινγκραντ.

Ο Σουηδός συγγραφέας και ιστορικός Πέτερ Ένγκλουντ αφηγείται τον Νοέμβριο του 1942 -ίσως τον σημαντικότερο μήνα του 20ού αιώνα- μέσα από τις μαρτυρίες 39 ανθρώπων, στρατιωτικών και απλών πολιτών και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές: μεταξύ άλλων, έναν Σοβιετικό πεζικάριο κι έναν Αμερικανό πιλότο, μία φοιτήτρια στο Παρίσι, ένα δωδεκάχρονο κορίτσι στη Σανγκάη, μια νοικοκυρά στο Λονγκ Άιλαντ, έναν αιχμάλωτο στην Τρεμπλίνκα, μια Κορεάτισσα σε ιαπωνικό οίκο ανοχής για στρατιωτικούς.

Είναι το βιβλίο του «Εφιαλτικές νύχτες: Νοέμβριος 1942» (εκδόσεις Μεταίχμιο) ένα «τυπικό» βιβλίο ιστορίας; Σε καμία περίπτωση.

Το αποσαφηνίζει άλλωστε ο ίδιος στον πρόλογο, γράφοντας ότι «στερείται ενός ολοκληρωμένου πλαισίου» και «επιδιώκει να αποφύγει αυτό που ο ιστορικός Πολ Φάσελ αποκάλεσε ‘το μοντέλο περιπέτειας - ιστορίας’, ένα μοντέλο που αποδίδει ‘σαφείς και συνήθως ευγενείς αιτίες και σκοπούς σε τυχαία ή ταπεινωτικά γεγονότα’. Η μορφή -όπως και στο προηγούμενο έργο μου για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο- είναι ένα γαϊτανάκι βιογραφιών. Και στο επίκεντρο στέκεται πάλι κι εδώ το άτομο, οι εμπειρίες του και -διόλου ασήμαντο- τα συναισθήματά του, όλα εκείνα που ίσως συναντάμε στις υποσημειώσεις ή εμφανίζονται ενίοτε σαν μια ανάερη πινελιά χρώματος στον βαρύ ρου της αφήγησης, αλλά ως επί το πλείστον δεν φαίνονται καθόλου».

Ο έμπειρος μεταφραστής Γρηγόρης Κονδύλης μιλά στη HuffPost για τον συγγραφέα -με τον οποίον επικοινώνησε προκειμένου να απαντήσει σε μία από τις ερωτήσεις μας-, για τις «γενιές του πολέμου που δεν περιμένουν και πολλά, γι’ αυτό και ζουν τη ζωή σαν να μην υπάρχει αύριο», για το «ιστορικά σημαντικό», αλλά και για την ωραία περιπέτεια της μετάφρασης.

-Πόσο χρονοβόρα μπορεί να είναι κατά την εκτίμησή σας μια τέτοιου τύπου έρευνα, όπως στις «Εφιαλτικές νύχτες», για τον εντοπισμό των 39 προσώπων που κατέγραψαν σε ημερολόγια, επιστολές, απομνημονεύματα όσα έζησαν τον Νοέμβριο του 1942; (ο Peter Englund παραθέτει εκτεταμένη βιβλιογραφία).

Επειδή δεν αναφέρεται μέσα στο βιβλίο πόσο καιρό του πήρε η συλλογή, ανάγνωση, επιλογή και επεξεργασία των στοιχείων που παρατίθενται στο βιβλίο είναι σχεδόν αδύνατον για εμένα να εκφέρω γνώμη. Ιδού η προσωπική μου εκτίμηση:

Ο Πέτερ ήταν και είναι ακόμη (πρόσφατα είχε πάει στην Ουκρανία, και παλιότερα στην Κροατία, στη Σερβία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και αλλού) πολεμικός ανταποκριτής για μεγάλης κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες της Σουηδίας όπως η Dagens Nyheter. Έδειχνε πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη στρατιωτική ιστορία. Πιστεύω όλα αυτά τα χρόνια συνέλεγε υλικό από διάφορες χώρες και ανθρώπους. Ο Ένγκλουντ επίσης εργάστηκε στη στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών (αντικατασκοπεία) της Σουηδίας για μια χρονική περίοδο μεταξύ σπουδών. Λίγο πολύ έχουμε τον ίδιο τρόπο εργασίας και στο βιβλίο του για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μόνο που εκεί εξετάζει σε μόνο μερικά, αλλά μεγαλύτερα, κεφάλαια τις μαρτυρίες είκοσι ατόμων. Και, φυσικά, τέτοιου τύπου έρευνα είναι πολύ χρονοβόρα.

Αλλά επειδή η ερώτησή σας είναι πολύ καλή, επικοινώνησα με τον Πέτερ (ειρήσθω εν παρόδω, ότι είμαστε συνομήλικοι και γνωστοί από το Πανεπιστήμιο της Ουψάλας -εκείνος θεωρητική φιλοσοφία και ιστορία, εγώ φιλοσοφία της γλώσσας και γλωσσολογία- αν και πάντα διαφωνούσαμε πολιτικά) και έμαθα ότι η συγγραφή του βιβλίου τον είχε απασχολήσει πολλά χρόνια, αλλά η περισσότερη δουλειά για τη συλλογή υλικού διήρκεσε λίγο παραπάνω από δύο χρόνια. Στην αρχή, όπως μου είπε, ήταν κάπως αβέβαιος αν θα είχε αρκετές προσωπικές πηγές του είδους που αυτός ήθελε και χρειαζόταν, αλλά το πρόβλημα στο τέλος ήταν εντελώς αντίθετο: η πληθώρα των πηγών έκανε προβληματική την επιλογή.

Προφανώς τα κατάφερε μια χαρά.

-Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το πιο ενδιαφέρον στοιχείο -και ποιος ο στόχος- σε μια παρόμοια αλλαγή κλίμακας, όταν δηλαδή επιδιώκεις όχι να περιγράψεις τον πόλεμο, αλλά, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, να πεις κάποια πράγματα για το πώς ήταν ο πόλεμος, στρέφοντας τον φακό στις μικρές, αόρατες στιγμές;

Πραγματικά, όπως το θέσατε είναι: το βιβλίο δεν επιδιώκει να περιγράψει τι ήταν ο πόλεμος, αλλά το πώς ήταν, πώς έμοιαζε. Και επιτρέψτε μου να πω ότι η μορφή του βιβλίου δεν ήταν τόσο αλλαγή κλίμακας (φαντάζομαι ότι υπονοείτε από το μεγαλύτερο στο μικρότερο), όσο αλλαγή ανάγνωσης, ήτοι μια αναφορά σε εμπειρίες και συναισθήματα ατόμων που έζησαν τα γεγονότα στο πλαίσιο ενός, πάντοτε, φευγαλέου αλλά συγκλονιστικού παρόντος δίχως τη γνώση τού τι ακολούθησε, δίχως τη γνώση του μέλλοντος. Με αυτόν τον τρόπο περιγραφής το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στο πώς έβλεπε ο καθένας τον πόλεμο, πώς τον ζούσε, τι περίμενε (συνήθως οι γενιές του πολέμου δεν περιμένουν και πολλά, γι’ αυτό και ζουν τη ζωή σαν να μην υπάρχει αύριο), κάτι που επιτρέπει ταυτόχρονα στον αναγνώστη κάποιου είδους Verfremdungseffekt, αποστασιοποίηση θα το έλεγαν κάποιοι, από όσα γίνονται. Βέβαια, μέσα στον ζόφο όσων γίνονταν και στην πρώτη γραμμή και στα μετόπισθεν, το αποτέλεσμα της αποστασιοποίησης (ή και αποξένωσης) δεν είναι πάντα το ίδιο. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά το βιβλίο, θ’ ανακαλύψει ότι ο συγγραφέας του επηρεάζεται αρκετά, αλλά ως ιστορικός ξέρει ότι πρέπει να το κρύβει. Δεν τα καταφέρνει πάντα. Αλλά αυτό είναι ανθρώπινο και έχει να κάνει με τις αντιλήψεις του καθένα μας για τη ζωή και την ιστορία.

Γρηγόρης Κονδύλης
Γρηγόρης Κονδύλης

Ο στόχος, λοιπόν, ή ο σκοπός «είναι να γράφεις ιστορία απ’ όσα γνώριζαν εκεί και τότε οι άνθρωποι και όχι να αφήνεις την προοπτική να επηρεάζεται από όσα ξέρουμε σήμερα ότι θα συνέβαιναν», όπως σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας. Αυτό δημιουργεί ένα κλίμα αληθοφανούς έννοιας στην Ιστορία, και η σημασία του όρου «ιστορία» αναφέρεται σε ό,τι πραγματικά ή αντικειμενικά έκαναν οι άνθρωποι στο παρελθόν, ανεξάρτητα από τη γνώμη που έχουν οι μεταγενέστεροι γι’ αυτό [res gestae = πράγματα που έγιναν], για να εκμεταλλευτώ εδώ την ανάλυση του Αύγουστου Μπαγιόνα στο θέμα Απόψεις για την αντικειμενικότητα της ιστορικής γνώσης.

Ο μόνος κίνδυνος που θα μπορούσε να υπάρξει σε αυτή την ιστορική θεώρηση είναι να μην διαχωρίζεται το σημαντικό από το ασήμαντο, κάτι που όντως δεν συμβαίνει. Όλες οι αφηγήσεις δένουν σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Και το σύνολο των μαρτυριών προσφέρει αυτό που είναι ιστορικά σημαντικό. Γιατί το ζητούμενο είναι να φανεί πρωτίστως το κλίμα που επικρατούσε και στο μέτωπο και στα μετόπισθεν -κάτι που επιτυγχάνεται.

-Μεταξύ των πολιτών και στρατιωτικών που μιλούν για τις εφιαλτικές ημέρες και νύχτες τους είναι ο συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ, η Ζοφί Σολ, η 22χρονη Γερμανίδα φοιτήτρια, μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης Λευκό Ρόδο, που μαζί με τον αδελφό της Χανς, οδηγήθηκαν στην γκιλοτίνα, και ο Σοβιετικός ουκρανικής καταγωγής συγγραφέας και δημοσιογράφος Βασίλι Γκρόσμαν, διάσημος εκτός των άλλων, για τις ανταποκρίσεις του από την πολιορκία του Στάλινγκραντ. Από τις 39 μαρτυρίες - θραύσματα μνήμης, ποιες ξεχωρίζετε;

Τώρα με βάζετε μπροστά σε ένα πρόβλημα που αντιμετώπισε και ο Πέτερ Ένγκλουντ. Και το έλυσε ακριβώς με το να μην κάνει αυτό που ζητάτε. Οπότε σε αυτή την ερώτηση θ’ απαντήσω με αυτό που επισήμανα στο τέλος της προηγούμενης απάντησης: το σύνολο των μαρτυριών προσφέρει αυτό που είναι ιστορικά σημαντικό. Και το κάνω επειδή η ερώτησή σας δημιουργεί ένα παράδοξο, μια που εγώ και ο Πέτερ και εσείς ξέρουμε τι έγινε, ξέρουμε πώς κατέληξαν όλα. Νιώθω, λοιπόν, πως αν απαντήσω ότι ξεχωρίζω περισσότερο την τάδε ή τη δείνα μαρτυρία είναι σαν να θέτω στον εαυτό μου το ερώτημα «Πού και πότε σταματά η μαρτυρία της ιερόδουλης στο στρατιωτικό πορνείο των Ιαπώνων να έχει λιγότερη αξία ή σημασία ή ενδιαφέρον για τον αναγνώστη σε σχέση με τη μαρτυρία του Γκρόσμαν, της Ζοφί Σολ, του παρτιζάνου Ομπρίινμπα που δεν ήθελε να σκοτώνει;». Είναι σαν το νοητικό πείραμα με τη περίφημη Γάτα του Σρέντιγκερ -αν ανοίξω το κουτί να δω αν είναι ζωντανή ή νεκρή μπορεί να τη σκοτώσω, μπορεί όχι. Οπότε διαφυλάττω συνολικά την ιστορική σημαντικότητα των μαρτυριών μη ανοίγοντας το κουτί για να επιλέξω κάποιες μαρτυρίες. Αν απορρίψω ως μη σημαντική μία από τις μαρτυρίες υπονομεύω την αρχική μου παραδοχή: ότι το σύνολο των μαρτυριών προσφέρει αυτό που είναι ιστορικά σημαντικό. Συνεπώς δεν γίνεται ν’ απαντήσω.

-Κύριε Κονδύλη, μεταφράζετε και από τα σουηδικά (έχετε ζήσει πόσα χρόνια στη Σουηδία;) και επί τη ευκαιρία θα ήθελα να ρωτήσω εάν διατηρείτε επικοινωνία με τους συγγραφείς; (με όσους τέλος πάντων, επιθυμούν να συνομιλούν με τους μεταφραστές τους).

Στη Σουηδία έζησα συνολικά παραπάνω από είκοσι χρόνια, και το εκφράζω με ασάφεια γιατί κατά καιρούς ζούσα και στην Ελλάδα -ξέρετε, ζούμε με το ένα πόδι εκεί και το άλλο εδώ.

Ναι, οπωσδήποτε διατηρώ επαφή και επικοινωνώ με τους συγγραφείς των οποίων τα έργα μεταφράζω. Δεν γίνεται αλλιώς. Ελάχιστοι είν’ αυτοί που αρνούνται την επικοινωνία. Μία απαντά μέσω των συνεργατών της (ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος γι’ αυτούς και την ίδια)· κάποιος άλλος δεν απαντά καθόλου. Και να σκεφτείς ότι έρχεσαι σε επαφή μαζί τους για να είναι άρτια η μετάφραση. Κακό του κεφαλιού τους, λοιπόν, αν δεν το κάνουν. Αλλά, εντάξει, ποτέ δεν αφήνω κάτι που δεν ξέρω να περάσει έτσι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το λύνω. Παράδειγμα: για να καταλάβω κάποτε μια έκφραση ενόχλησα ένα ολάκερο δίκτυο γνωστών μου και φίλων από τη Σουηδία· τελικά με βοήθησε ένας φίλος συγγραφέας του οποίου τα βιβλία επίσης μεταφράζω. Κάπως έτσι γίνεται. Αλλά θέλει δουλειά, επιμονή, ακόμα και πείσμα μεγάλο.

-Έχετε δηλώσει ότι τα δύσκολα βιβλία τα διαβάζετε πριν τα μεταφράσετε. Οι «Εφιαλτικές νύχτες», που δεν είναι μυθοπλασία, είναι ένα από αυτά; Και ακόμα, ποιο είναι το βιβλίο με τις υψηλότερες απαιτήσεις που έχετε μεταφράσει/μεταγράψει/αποδώσει την τελευταία πενταετία;

Ναι, τα διαβάζω. Αν δεν το κάνω, παίρνει απλώς περισσότερο χρόνο.

Δεν θα έλεγα ότι το βιβλίο του Πέτερ είναι δύσκολο βιβλίο. Θέλει όμως μεγάλη προσοχή, πολλές φορές χρειάζεται να κάνεις και διασταυρώσεις για ονομασίες, γεγονότα, ιστορικά συμβάντα. Είχα την τύχη να έχω τη γερμανική μετάφραση με τις σημειώσεις της Γερμανίδας μεταφράστριας και εκεί λύθηκαν και πολλά θέματα ονομασιών αναφορικά με τους Γερμανούς τουλάχιστον. Επίσης έκανα κι εγώ κάποιες διορθώσεις σε κάποια ακρώνυμα. Η συγγραφή του έργου αυτού είναι επίπονη εργασία, το βλέπει κανείς, το καταλαβαίνει. Είναι πολλές οι πληροφορίες που πρέπει να διαχειριστείς. Το να έρχεται και κάποια βοήθεια από τους μεταφραστές είναι ευχής έργο. Δεν ξέρω, ίσως εκεί να έγκειτο η δυσκολία του, αν θέλουμε να μιλήσουμε για κάτι τέτοιο.

Τα δύσκολα βιβλία στα πέντε τελευταία χρόνια:

Σίγουρα το Είναι ο Σουηδός άνθρωπος; για τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Επίσης τα βιβλία του Άρνε Νταλ (πάλι Μεταίχμιο) παρουσιάζουν δυσκολία, ειδικά κάποιες σκέψεις και εσωτερικοί μονόλογοι που απαιτούν πολλή φαντασία στην απόδοσή του.

Τα δυσκολότερα όλων όμως ήταν τα τρία βιβλία, η τριλογία του Νίκλας Νατ οκ Νταγκ, 1793, 1794 και 1795 για τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Και νιώθω πανευτυχής που τα κατάφερα τόσο καλά -κι ας θεωρηθεί περιαυτολογία.

Δημοφιλή