Βαμμένο γρασίδι ή χλοοτάπητας με τριφύλλι; Η δύσκολη εξίσωση του τέλειου γκαζόν

Από πού πηγάζει η έντονη επιθυμία των Αμερικανών για τη μετατροπή του προαύλιου τους σ΄ ένα τριμαρισμένο πράσινο χαλί.
via Associated Press

Να βάψει κανείς ή να μην βάψει;

Αυτό είναι το ερώτημα που αντιμετωπίζουν πολλοί ιδιοκτήτες σπιτιών στις ΗΠΑ καθώς τα όνειρά τους γι′ ένα τέλειο χλοοτάπητα γκρεμίζονται – είτε λόγω του πληθωρισμού που καθιστά τις ακριβότερες επιλογές περιποίησης του γκαζόν απλησίαστες, είτε λόγω ξηρασίας και επακολούθως λειψυδρίας.

Ολο και περισσότεροι Αμερικανοί, στρέφονται στoυς διαστρωτήρες και στα δοχεία μπογιάς, επιλέγοντας, σύμφωνα με τη Wall Street Journal, αποχρώσεις του πράσινου με ονόματα όπως «Fairway» (σ.σ χλοοτάπητας μεταξύ αφετηρίας και στόχου στο γκόλφ) και «Perennial Rye» (σ.σ Πολυετής ήρα).

Ο Τεντ Στάινμπεργκ, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κέιζ Γουέστερν Ριζέρβ του Κλίβελαντ και συγγραφέας του «American Green: The Obsessive Quest for the Perfect Lawn», ερευνά και εξιστορεί από πού προέρχεται αυτό η έντονη επιθυμία για τη μετατροπή του προαύλιου ενός σπιτιού σ΄ ένα τριμαρισμένο πράσινο χαλί.

Σύμφωνα με τον Στάινμπεργκ οι χλοοτάπητες ξεκινούν πολύ πίσω στην ιστορία των ΗΠΑ. Οι πρόεδροι Τζορτζ Ουάσιγκτον και Τόμας Τζέφερσον είχαν γκαζόν, αλλά όχι την τέλεια πρασινάδα. Αποδεικνύεται ότι το ιδανικό του τέλειου χλοοτάπητα – μια υπερπράσινη μονοκαλλιέργεια απαλλαγμένη από ζιζάνια, – είναι ένα πιο πρόσφατο φαινόμενο.

Οι όχι και τόσο τέλειοι χλοοτάπητες του Λέβιταουν

Οι απαρχές του μπορούν να εντοπιστούν σε μεγάλο βαθμό στη Μεταπολεμική περίοδο, όταν ξεκίνησαν προαστιακά συγκροτήματα όπως το εμβληματικό Λέβιταουν της Νέας Υόρκης.

Το Λέβιταουν ένας οικισμός που πήρε το όνομά του από τον κατασκευαστή του, την εταιρεία Levitt & Sons, Inc. (ιδρύθηκε από τον Εϊμπραχαμ Λέβιτ στις 2 Αυγούστου 1929) η οποία έχτισε την περιοχή ως μια προγραμματισμένη κοινότητα για τους βετεράνους του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου που επέστρεψαν στις ΗΠΑ μεταξύ 1947 και 1951. Η οικογένεια Λέβιτ θεωρούσε την αρχιτεκτονική κήπων, ένας όρος που εισήχθη στην αγγλική γλώσσα μόλις τη δεκαετία του 1930, ως μια μορφή «σταθεροποίησης μιας γειτονιάς» ή έναν τρόπο ενίσχυσης της αξίας ενός ακινήτου. Οι Λέβιτς, οι οποίοι έχτισαν 17.000 σπίτια μεταξύ 1947 και 1951, επέμειναν ότι οι ιδιοκτήτες των σπιτιών πρέπει να κόβουν το γκαζόν στην αυλή τους μία φορά την εβδομάδα τους μήνες μεταξύ Απριλίου και Νοεμβρίου και συμπεριέλαβαν τον όρο αυτό στις διαθήκες τους. Πάντως ο Εϊμπραχαμ Λέβιτ είχε γράψει: «Δεν πιστεύω στο να είμαι σκλάβος του γκαζόν». Το τριφύλλι ήταν για εκείνο «εξίσου όμορφο» με το γρασίδι.

Σπίτι στο Λέβιταουν στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Το Λέβιταουν, που βρίσκεται 25 μίλια ανατολικά της πόλης της Νέας Υόρκης, κατασκευάστηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και θεωρείται το πρώτο μαζικής παραγωγής αμερικανικό προάστιο. Ο υπεύθυνος ανάπτυξης ακινήτων, Ουίλαμ Λέβιτ, κατασκεύασε περισσότερα από 17.000 σπίτια στην κοινότητα.
via Associated Press
Σπίτι στο Λέβιταουν στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Το Λέβιταουν, που βρίσκεται 25 μίλια ανατολικά της πόλης της Νέας Υόρκης, κατασκευάστηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και θεωρείται το πρώτο μαζικής παραγωγής αμερικανικό προάστιο. Ο υπεύθυνος ανάπτυξης ακινήτων, Ουίλαμ Λέβιτ, κατασκεύασε περισσότερα από 17.000 σπίτια στην κοινότητα.

Αρχιτεκτονική τελειότητα της μεταπολεμικής Αμερικής

Η αναζήτηση για το τέλειο γκαζόν δεν προέκυψε από φυσικά μέσα. Έπρεπε να κατασκευαστεί και ένας από τους μεγαλύτερους παράγοντες που επηρέασε αυτή την άποψη ήταν η Εταιρεία Σκοτς από το Μέρισβιλ του Οχάιο, η οποία από γεωργικά χημικά δημιούργησε παρασκευάσματα που οι ιδιοκτήτες σπιτιού μπορούσαν να σκορπίσουν στις αυλές τους.

Παρασκευαστές όπως η Σκοτς είχαν ένα μεγάλο πλεονέκτημα: Ο φυσικός χλοοτάπητας δεν είναι έμφυτος στη Βόρεια Αμερική και η καλλιέργεια του στην ήπειρο απαιτεί, ως επί το πλείστον, μια δύσκολη οικολογική μάχη. Οι ιδιοκτήτες σπιτών χρειάζονταν συνεπώς πολλή βοήθεια στην αναζήτηση της τελειότητας.

Αλλά πρώτα η Σκοτς έπρεπε να παγιώσει η ιδέα του τέλειου χλοοτάπητα στην αμερικανική κουλτούρα. Η εταιρεία κατάφερε να αξιοποιήσει τις μεταπολεμικές τάσεις στα καταναλωτικά προϊόντα με έντονα χρώματα. Από τα κίτρινα παντελόνια μέχρι το μπλε ζελεδάκια, τα χρωματιστά προϊόντα έγιναν σύμβολα στάτους και κοινωνικής κατάστασης: ότι ο καταναλωτής είχε απορρίψει τον μουντό ασπρόμαυρο κόσμο της αστικής ζωής για το σύγχρονο προάστιο και τα καλειδοσκοπικά του χρώματα περιλάμβαναν, φυσικά, το ζωντανό πράσινο γκαζόν.

Οι αρχιτεκτονικές τάσεις βοήθησαν επίσης να εδραιωθεί η τέλεια αισθητική του χλοοτάπητα. Τα όρια ανάμεσα στο εσωτερικού και τον εξωτερικό χώρο ενός σπιτιού έγιναν θολά κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής εποχής καθώς τα αίθρια και στην συνέχεια οι συρόμενες γυάλινες πόρτες ώθησαν τους ιδιοκτήτες να θεωρούν την αυλή ως μια επέκταση των ενδότερων της οικίας. Τι καλύτερος τρόπος για να πετύχει κανείς έναν άνετο υπαίθριο χώρο από το να σκεπάσει την αυλή του/της μ′ ένα όμορφο γρασίδι.

Το 1948, η ένοια του τέλειου χλοοτάπητα έκανε ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός όταν η Σκοτς άρχισε να πουλά το προϊόν περιποίησης γκαζόν “Weed and Feed”, το οποίο επέτρεψε στους ιδιοκτήτες σπιτιών να εξαλείψουν τα ζιζάνια αλλά και να λιπάνουν ταυτόχρονα.

Αυτή η εξέλιξη ήταν ίσως ένα από τα χειρότερα πράγματα που συνέβη ποτέ, από οικολογικής πλευράς, στις αυλές των ΗΠΑ. Πλέον οι ιδιοκτήτες οικιών άπλωναν το τοξικό ζιζανιοκτόνο 2,4-D – το οποίο έκτοτε έχει συνδεθεί με καρκίνο, αναπαραγωγικές βλάβες και νευρολογικές βλάβες – στα γρασίδια τους, είτε είχαν πρόβλημα με τα ζιζάνια είτε όχι.

Επιλεκτικά ζιζανιοκτόνα όπως το 2,4-D σκότωναν τα πλατύφυλλα «ζιζάνια» όπως το τριφύλλι κι άφηναν το γρασίδι ανέπαφο. Το τριφύλλι με την πόα, ένα επιθυμητό είδος χλοοτάπητα, εξελίχθηκαν μαζί, με το πρώτο να συλλαμβάνει άζωτο από τον αέρα και να το προσθέτει στο έδαφος ως λίπασμα. Η εξόντωσή του ανάγκασε τους ιδιοκτήτες σπιτών να προμηθευτούν περισσότερο τεχνητό λίπασμα για να αναπληρώσουν το έλλειμμα.

Αυτά ήταν άσχημα μαντάτα για τους ιδιοκτήτες, αλλά ένα πολύ καλό επιχειρηματικό μοντέλο για τις εταιρείες που πωλούν προϊόντα περιποίησης γκαζόν καθώς, αφενός, αφάνιζαν το τριφύλλι και, αφετέρου, πουλούσαν στους ιδιοκτήτες περισσότερα φυτοφάρμακα για να αναδημιουργήσουν ό,τι θα μπορούσε να έχει μεγαλώσει φυσικά.

Κατ′ αυτόν τον τρόπο εγένετο το «τέλειο γκαζόν».

NoDerog via Getty Images

Η προέλευση του βαμμένου γκαζόν

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, οι ιδιοκτήτες κατοικιών έψαχναν ήδη τρόπους για να πετύχουν το τέλειο χλοοτάπητα φθηνά.

Ένα άρθρο του 1964 στο Newsweek επεσήμανε ότι η πράσινη μπογιά χόρτου πωλούνταν σε 35 πολιτείες. Το περιοδικό έκρινε ότι επειδή ένας ιδιοκτήτης σπιτιού «χρειάζεται πλέον πτυχίο Χημείας για να κατανοήσει την περίπλοκη ποικιλία ζιζανιοκτόνων που κατακλύζουν την αγορά», η μπογιά αποτελούσε μια ελκυστική εναλλακτική λύση.

Συνεπώς το ενδιαφέρον για το βάψιμο του γκαζόν δεν είναι κάτι καινούργιο.

Μια νέα εξέλιξη ωστόσο, είναι ότι το πρόσφατο ενδιαφέρον για το βάψιμο του χλοοτάπητα λαμβάνει χώρα σε ένα πλαίσιο στο οποίο έχει ριζώσει μια πιο πλουραλιστική θεώρηση.

Οι άνθρωποι που έχουν βαρεθεί με την συνεχή φροντίδα του γκαζόν με χημικά και φυτοφάρμακα γυρίζουν πίσω στις εποχές όπου οι αυλές καλλιεργούνταν με τριφύλλι, ένα φυτό που είναι ανθεκτικό στην ξηρασία και παρέχει θρεπτικά συστατικά στο γκαζόν, για να μεγαλώσει. Ως αποτέλεσμα το γκαζόν με τριφύλλι επιστρέφει δυναμικά. Τα βίντεο στο TikTok με την ετικέτα #cloverlawn μετρούν 78 εκατομμύρια προβολές.

Μαζί, η επιστροφή του βαψίματος του γρασιδιού με το αναζωπυρούμενο ενδιαφέρον για τους χλοοτάπητες με τριφύλλι υποδηλώνει ότι το ιδανικό του τέλειου χλοοτάπητα είναι μια οικολογική ξιπασιά που πολλοί στις ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να αντέξουν οικονομικά.