Ο επίσημος πληθωρισμός στο 2,9% είναι μια φωναχτή αποτυχία. Στα ράφια, στα ενοίκια και στην καθημερινή ανασφάλεια, αυτή η εικόνα γεννά θυμό, δυσπιστία και αναζήτηση πολιτικής αλλαγής.

Ο αριθμός 2,9% είναι, επιεικώς, αποκρουστικός. Υψηλός, κατά πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό και μη διαχειρίσιμος. Σε αυτόν χτίζεται και το σαθρό κυβερνητικό αφήγημα ότι η ακρίβεια μπαίνει υπό έλεγχο! Αν είναι δυνατόν!. Μόνο που ο κόσμος δεν ζει στον πίνακα της ΕΛΣΤΑΤ, ζει στο σούπερ μάρκετ, στο λογαριασμό του ρεύματος, στο ενοίκιο που πρέπει να πληρώσει κάθε μήνα. Με την ακρίβεια μα έχει παγιωθεί. Κυρίως στην αλυσίδα τροφίμων και στην ενέργεια, εκεί δηλαδή όπου πονάει περισσότερο ένα νοικοκυριό που ήδη μετράει κάθε ευρώ. Οι ανατιμήσεις δεν υποχωρούν με την ίδια ταχύτητα που ανέβηκαν. Το καλάθι γεμίζει λιγότερο, ο μισθός τελειώνει νωρίτερα.

Advertisement
Advertisement

Σ’ αυτό το φόντο, οι εξαγγελίες για «συμβόλαιο τιμής» στα σούπερ μάρκετ για 2.000 προϊόντα ακούγονται περισσότερο ως επικοινωνιακό τρικ παρά ως λύση. Ειδικά όταν ανάμεσα στα προϊόντα βρίσκεις μέχρι και εργαλεία για να κόβεις τις δαγκάνες από αστακούς. Την ώρα που χιλιάδες οικογένειες έχουν να δουν αστακό… από τις διαφημίσεις.

Παράλληλα, τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί. Νέοι, φοιτητές, εργαζόμενοι – ακόμη και με δύο μισθούς – δυσκολεύονται να βρουν σπίτι της προκοπής. Η προοπτική αυτονομίας γίνεται όνειρο πολυτελείας, και οι γονείς γίνονται ξανά «κοινωνικό κράτος πρώτης γραμμής».

Και κάπου εκεί, οι αγρότες βγήκαν ξανά στους δρόμους. Διαμαρτύρονται για το κόστος παραγωγής, τις αποζημιώσεις, την αίσθηση ότι είναι αόρατοι μέχρι να χρειαστεί να γεμίσουν τα ράφια. Ανάμεσα σε όλα, σκάει και το σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ, με φραπέδες, χασάπηδες και Φεράρι να συνθέτουν μια σουρεαλιστική εικόνα για το πώς κάποια λαμόγια με πολιτικές πλάτες, καταβροχθίζουν δημόσιο χρήμα και ευρωπαϊκές ενισχύσεις.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι περίπου το 70% στις δημοσκοπήσεις δηλώνει πως «θέλει κάτι καινούργιο» μετά τις εκλογές. Δεν είναι μόνο η ακρίβεια. Είναι η συνολική αίσθηση ότι το κράτος δικαίου χωλαίνει, ότι τα σκάνδαλα μένουν χωρίς κάθαρση, ότι οι θεσμοί λειτουργούν με δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, πολλοί πολίτες λένε το αυτονόητο: Αντί η κυβέρνηση να κοιτάξει τα του οίκου της, να δει πώς θα λύσει τα πραγματικά προβλήματα, αναλώνεται στο τι λέει ο Τσίπρας και τι γράφει στο βιβλίο του. Η αντιπαράθεση γίνεται προσωπική, σχεδόν κουτσομπολίστικη, την ώρα που η κοινωνία βυθίζεται στην ανασφάλεια.

Το ζητούμενο δεν είναι απλώς να αλλάξει ο αριθμός του πληθωρισμού σε ένα δελτίο Τύπου. Είναι να αλλάξει η αίσθηση ότι το κράτος στέκεται απέναντι – και όχι δίπλα – στον πολίτη. Όσο αυτό δεν συμβαίνει, ο εφιάλτης του 2,9% θα μοιάζει με στατιστικό μαχαίρι πάνω σε μια βαθιά κοινωνική κόπωση. Και το αίτημα για κάτι νέο δεν θα είναι δημοσκοπική διάθεση, αλλά πολιτική προειδοποίηση.