Η υπόθεση revenge porn που αφορά τον πρώην τηλεπαρουσιαστή Στάθη Παναγιωτόπουλο επανήλθε στο προσκήνιο, καθώς το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών ετών με αναστολή για τη δημοσιοποίηση προσωπικού υλικού της πρώην συντρόφου του στο διαδίκτυο.

Η απόφαση εκδόθηκε μετά την αξιολόγηση των στοιχείων της υπόθεσης, η οποία είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και πυροδότησε δημόσιο διάλογο γύρω από το revenge porn, καθώς και σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

Advertisement
Advertisement

Τι υποστηρίζει ο Στάθης Παναγιωτόπουλος

Ο δικηγόρος του πρώην τηλεπαρουσιαστή, Γιώργος Δάκουρας, ανέφερε ότι «όλη η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά οφείλεται σε ψυχιατρικά αίτια. Σε όλες τις περιπτώσεις έχει γίνει επεξεργασία ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα ταυτοποίησης των προσώπων που συμμετέχουν στα βίντεο».

Αντίθετα, η δικηγόρος της πρώτης καταγγέλλουσας, Σταυρούλα Πρίλη, τόνισε:
«Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε την πράξη του, όμως τότε δεν υπήρχαν ψυχιατρικά προβλήματα. Υποτιμά τη νοημοσύνη μας και προστατεύεται πολύ καλά, χωρίς να αναλαμβάνει τις συνέπειες των πράξεών του. Τα προσωπικά δεδομένα δεν μπορούν να κοινοποιούνται από κανέναν».

Η ίδια η καταγγέλουσα είπε τα εξής: «Νιώθω μεγάλη απογοήτευση. Πρέπει να μπει ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο για τα αδικήματα που αφορούν την κοινοποίηση προσωπικών στιγμών στο διαδίκτυο. Το να ανεβάζεις βίντεο προσωπικών στιγμών κάποιου, εκθέτοντάς τον σε εκατομμύρια χρήστες, και αυτά να μένουν για πάντα στο διαδίκτυο, είναι τρομακτικό.

Για 12 χρόνια ο κατηγορούμενος διατηρούσε προφίλ και σελίδες πορνογραφικού περιεχομένου με εικόνες από μένα και άλλες γυναίκες. Του ζητούσα για δύο χρόνια να διαγράψει το υλικό, χωρίς αποτέλεσμα, μέχρι που η υπόθεση ήρθε στη δημοσιότητα», τόνισε.

Υπενθυμίζεται ότι ο Στ. Παναγιωτόπουλος αντιμετώπιζε κατηγορίες για χρήση και διάδοση αρχείων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τη σεξουαλική ζωή άλλου προσώπου, με σκοπό τη βλάβη, κατ’ εξακολούθηση. Η πράξη, που κανονικά διώκεται σε βαθμό κακουργήματος, μετατράπηκε σε πλημμέλημα από τους δικαστές, κρίνοντας ότι δεν τελέστηκε με σκοπό την πρόκληση βλάβης.

Η δίκη διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών, με την παθούσα ως βασική μάρτυρα. Ο κατηγορούμενος δεν παρέστη, εκπροσωπήθηκε όμως από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του, οι οποίοι ζήτησαν συγγνώμη από την παθούσα. Όπως φέρεται να δήλωσε μέσω των συνηγόρων του, δεν είχε πρόθεση να προκαλέσει βλάβη ούτε να αποκομίσει οικονομικό όφελος. Το δικαστήριο αναγνώρισε ελαφρυντικό και μετέτρεψε την κατηγορία σε πλημμεληματική.