Όλες οι αισθήσεις φθίνουν με την ηλικία, όμως η απώλεια της γεύσης είναι εξαιρετικά συχνό φαινόμενο. Μια μελέτη του 2016 εκτίμησε ότι περίπου τα τρία τέταρτα των ηλικιωμένων ενηλίκων αντιμετωπίζουν προβλήματα με τη γεύση — περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο αισθητηριακό έλλειμμα.

Η δρ. Πολ Ζοζέφ , συνδιευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Όσφρησης και Γεύσης στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των Η.Π.Α., μας εξήγησε ότι πολλοί άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι χάνουν τη γεύση τους, επειδή αυτό συμβαίνει σταδιακά. Όταν νομίζουν ότι παρατηρούν αλλαγές στη γεύση, συχνά πρόκειται στην πραγματικότητα για απώλεια όσφρησης, πρόσθεσε, καθώς μεγάλο μέρος της αίσθησης της γεύσης προέρχεται από την όσφρηση.

Advertisement
Advertisement

Ανεξάρτητα από το ποιο είναι το υποκείμενο πρόβλημα, η απώλεια γεύσης και όσφρησης μπορεί να επηρεάσει σοβαρά τη συνολική μας υγεία.

 Κάποιοι άνθρωποι χάνουν την όρεξή τους και εξασθενούν, ενώ άλλοι στρέφονται σε αλμυρές, γλυκές ή λιπαρές τροφές για να ενισχύσουν τη γεύση — κάτι που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών όπως ο διαβήτης τύπου 2 και τα καρδιαγγειακά νοσήματα.

Η απώλεια γεύσης και όσφρησης συνδέεται ακόμη και με την κατάθλιψη, καθώς αυτές οι αισθήσεις σχετίζονται με τα κέντρα του εγκεφάλου που ελέγχουν το συναίσθημα και την ανταμοιβή, ενώ το φαγητό είναι στενά δεμένο με τον πολιτισμό, την οικογένεια και την ταυτότητά μας.

Η δρ. Ζοζέφ τονίζει:

«Η γεύση και η όσφρηση δεν είναι απλώς δευτερεύουσες αισθήσεις. Είναι βαθιά συνδεδεμένες με την επιβίωση, τη διατροφή, την ασφάλεια και την ψυχική μας υγεία.».

Τι προκαλεί την απώλεια της γεύσης και της όσφρησης;

Σε γενικές γραμμές, οι ειδικοί αναφέρουν πέντε κύριες αιτίες για αυτές τις δυσλειτουργίες: τραυματισμός, ιοί, φλεγμονή, στοματική υγεία και ηλικία.

Advertisement

Ο δρ. Τζαγιάντ Πίντο, χειρουργός κεφαλής και τραχήλου στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Σικάγο, εξηγεί ότι τραύματα στο κεφάλι όπως η  διάσειση, καθώς και χειρουργικές επεμβάσεις γύρω από το αυτί, τη μύτη ή τον εγκέφαλο, μπορούν να προκαλέσουν βλάβες στα νεύρα της γεύσης και της όσφρησης.

Οι ιοί μπορούν επίσης να προκαλέσουν παρόμοια ζημιά, είτε προσωρινά είτε μόνιμα. Για παράδειγμα, η νόσος Covid-19 φαίνεται να «επιτίθεται» στα κύτταρα υποστήριξης της ρινικής κοιλότητας, διαταράσσοντας τους νευρώνες που ρυθμίζουν την όσφρηση και μερικές φορές εμποδίζοντας την αναγέννησή τους, όπως προσθέτει ο δρ. Πίντο.

Η χρόνια ρινική φλεγμονή — συνήθως διάρκειας 12 εβδομάδων ή περισσότερο — μπορεί επίσης να αποκλείσει τις οσμές και να προκαλέσει βλάβη στο ρινικό επιθήλιο, εξήγησε ο ίδιος.

Advertisement

Αυτό μπορεί να συμβεί εξαιτίας ιγμορίτιδας, ρινικών πολύποδων ή αλλεργιών. Όπως τόνισε, η έγκαιρη αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων μπορεί να προλάβει μακροχρόνια προβλήματα όσφρησης.

Ο δρ. Σουκίρθ Γκανέσαν,οδοντίατρος και χειρουργός στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, αναφέρει ότι προβλήματα στη στοματική υγεία — όπως ουλίτιδα, λοιμώξεις, ξηροστομία ή λευκές επικαθίσεις από βακτήρια, τροφές και νεκρά κύτταρα στη γλώσσα — μπορούν να επηρεάσουν την αίσθηση της γεύσης.
Για αυτό, η τακτική οδοντιατρική φροντίδα, η επαρκής ενυδάτωση και ο σχολαστικός καθαρισμός της γλώσσας μπορούν να βοηθήσουν.

Ωστόσο, δεν λύνονται όλα τα προβλήματα τόσο εύκολα: για παράδειγμα, οι οδοντοστοιχίες (μασέλες) περιορίζουν την ικανότητα να αισθανόμαστε την υφή και τη σύσταση των τροφών, κάτι που επηρεάζει τη γεύση.

Advertisement

Τελικά, όπως επισημαίνει ο δρ. Τζέι Μπατ, γιατρός ειδικευμένος στη φροντίδα ηλικιωμένων ατόμων από το Ιλινόις, ο σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για την απώλεια γεύσης και όσφρησης είναι η ίδια η ηλικία.

Σε βιολογικό επίπεδο, ο αριθμός των γευστικών καλύκων και των υποδοχέων όσφρησης μειώνεται μετά τα 60 έτη, καθώς ο οργανισμός μας χάνει σταδιακά την ικανότητα να τα αναγεννά.

Ο δρ. Μπατ προσθέτει ότι πολλές ασθένειες — όπως ο διαβήτης τύπου 2, το εγκεφαλικό επεισόδιο, η νόσος Αλτσχάιμερ και η νόσος Πάρκινσον — καθώς και διάφορα φάρμακα (π.χ. αντιβιοτικά, αντικαταθλιπτικά, αντιυπερτασικά και χημειοθεραπευτικά) συνδέονται με προβλήματα γεύσης και όσφρησης.

Advertisement

Οι ηλικιωμένοι συχνά αντιμετωπίζουν περισσότερες παθήσεις και λαμβάνουν περισσότερα φάρμακα, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο απώλειας γεύσης και όσφρησης, πρόσθεσε ο ίδιος.

Advertisement

Ο γιατρός μας μπορεί να ρυθμίσει τη δοσολογία ορισμένων φαρμάκων, να προτείνει εναλλακτικές επιλογές ή να αντιμετωπίσει τις παρενέργειες (π.χ. με τεχνητό σάλιο). Ωστόσο, όπως τονίζει ο δρ. Μπατ, δεν πρέπει ποτέ να διακόπτουμε τα συνταγογραφημένα φάρμακά μας χωρίς ιατρική καθοδήγηση.

Υπάρχουν θεραπείες;

Η δρ. Λίντα Μπαρτόσουκ, ερευνήτρια και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσινγκτον, εξηγεί ότι, ενώ τα προσωρινά προβλήματα, όπως η ρινική συμφόρηση, συνήθως αντιμετωπίζονται εύκολα, οι γιατροί σπάνια μπορούν να αναστρέψουν την απώλεια της γεύσης ή της όσφρησης.

Όπως αναφέρει, πολλοί άνθρωποι δοκιμάζουν συμπληρώματα ψευδαργύρου ή βελονισμό, αλλά δεν υπάρχουν αρκετές επιστημονικές αποδείξεις για την αποτελεσματικότητά τους, οπότε δεν τα συνιστά.

Advertisement

Η δρ. Πολ Ζοζέφ προσθέτειότι ορισμένοι δοκιμάζουν συμπληρώματα βιταμίνης Β12 ή σιδήρου, τα οποία όμως βοηθούν μόνο εάν υπάρχει πραγματική έλλειψη αυτών των στοιχείων στον οργανισμό.

Μια άλλη συνηθισμένη μέθοδος για βελτίωση της όσφρησης είναι η λεγόμενη εκπαίδευση της όσφρησης (olfactory training) — μια μορφή “φυσικοθεραπείας για τη μύτη”, όπου εισπνέουμε συγκεκριμένα αρώματα δύο φορές την ημέρα.

Η δρ. Ζοζέφ αναφέρει ακόμη ότι αυτή η πρακτική δεν έχει αρνητικές συνέπειες και σε αρκετούς ασθενείς προσφέρει βελτίωση, ιδίως αν είναι νεότεροι, αν είχαν ιογενή λοίμωξη τον τελευταίο χρόνο, ή αν παραμείνουν συνεπείς στην εκπαίδευση για μεγάλο διάστημα (έως και 6–9 μήνες).

Ωστόσο, τα αποτελέσματα διαφέρουν: μια πρόσφατη κλινική δοκιμή δεν έδειξε γενικό όφελος, αν και οι συμμετέχοντες θυμούνταν καλύτερα συγκεκριμένες οσμές.

Με τις περιορισμένες ιατρικές επιλογές που είναι διαθέσιμες, η μαγειρική ίσως αποτελεί το καλύτερο «εργαστήριο» για την αντιμετώπιση της απώλειας γεύσης και όσφρησης.

Η ίδια μας συμβουλεύει να χρησιμοποιούμε περισσότερα βότανα και μπαχαρικά για να ενισχύσουμε τη γεύση, καθώς και να καταναλώνουμε τροφές πλούσιες σε ουμάμι (όπως μανιτάρια, ντομάτες και παρμεζάνα). Πρόσθεσε επίσης ότι μπορούμε να χρησιμοποιούμε MSG (γλουταμινικό μονονάτριο), το οποίο περιέχει μόνο το ένα τρίτο του νατρίου που έχει το κοινό αλάτι.

Καταλήγοντας ο δρ. Τζαγιάντ Πίντο προτείνει να επιδιώκουμε ποικιλία στα χρώματα, τις υφές και τις θερμοκρασίες των φαγητών μας, ώστε τα γεύματα να είναι πιο απολαυστικά, αν και αυτό δεν αποκαθιστά πλήρως τη γεύση ή την όσφρηση.

Το σημαντικότερο, όπως τονίζει ο δρ. Πίντο, είναι να μην αναζητούμε γεύση προσθέτοντας επιπλέον αλάτι, ζάχαρη ή λιπαρά.

«Ένα μεγάλο μέρος της απόλαυσης που παίρνουμε από το φαγητό προέρχεται από τη γεύση», είπε. «Και μπορούμε να ενισχύσουμε τη γεύση με υγιεινούς τρόπους, χωρίς να επιβαρύνουμε την υγεία μας.».

ΠΗΓΗ: nytimes.com