Όλοι έχουμε νιώσει την δυσφορία της απώλειας γεύσης όταν είμαστε άρρωστοι, κυρίως κατα την περίοδο της πανδημίας. Αυτό το φαινόμενο πολλές φορές μας κάνει να νιώθουμε αποπροσανατολισμένοι και ανόρεχτοι, ενώ καταφεύγουμε σε παραδοσιακά «ματζούνια» για να μπορέσουμε να γευτούμε ξανά το αγαπήμενο μας φαγητό.
Τι συμβαίνει όμως όταν η γεύση αρχίζει να φθίνει οριστικά και όχι μόνο οταν μας ταλαιπωρεί ενα βασανιστικό κρύωμα;
Όλες οι αισθήσεις φθίνουν με την ηλικία, όμως η απώλεια της γεύσης είναι εξαιρετικά συχνό φαινόμενο. Μια μελέτη του 2016 εκτίμησε ότι περίπου τα τρία τέταρτα των ηλικιωμένων ενηλίκων αντιμετωπίζουν προβλήματα με τη γεύση περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο αισθητηριακό έλλειμμα.
Σε άρθρο της The New York Times Η δρ. Πολ Ζοζέφ , συνδιευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Όσφρησης και Γεύσης στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των Η.Π.Α., εξήγησε ότι πολλοί άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι χάνουν τη γεύση τους, επειδή αυτό συμβαίνει σταδιακά.
Όταν νομίζουν ότι παρατηρούν αλλαγές στη γεύση, συχνά πρόκειται στην πραγματικότητα για απώλεια όσφρησης, πρόσθεσε, καθώς μεγάλο μέρος της αίσθησης της γεύσης προέρχεται από την όσφρηση.
Ανεξάρτητα με τον τρόπο που δημιουργείται η απώλεια γεύσης και όσφρησης μπορεί να επηρεάσει σοβαρά τη συνολική μας υγεία.
Κάποιοι άνθρωποι χάνουν την όρεξή τους και εξασθενούν, ενώ άλλοι στρέφονται σε αλμυρές, γλυκές ή λιπαρές τροφές για να ενισχύσουν τη γεύση κάτι που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών όπως ο διαβήτης τύπου 2 και τα καρδιαγγειακά νοσήματα.
Η απώλεια γεύσης και όσφρησης συνδέεται ακόμη και με την κατάθλιψη, καθώς αυτές οι αισθήσεις σχετίζονται με τα κέντρα του εγκεφάλου που ελέγχουν το συναίσθημα και την ανταμοιβή, ενώ το φαγητό είναι στενά δεμένο με τον πολιτισμό, την οικογένεια και την ταυτότητά μας.
Η δρ. Ζοζέφ τονίζει:
«Η γεύση και η όσφρηση δεν είναι απλώς δευτερεύουσες αισθήσεις. Είναι βαθιά συνδεδεμένες με την επιβίωση, τη διατροφή, την ασφάλεια και την ψυχική μας υγεία.».
5 κύριες αιτίες για την απώλεια της γεύσης και της όσφρησης
Σε γενικές γραμμές, οι ειδικοί αναφέρουν πέντε κύριες αιτίες για αυτές τις δυσλειτουργίες: τραυματισμός, ιοί, φλεγμονή, στοματική υγεία και ηλικία.
Στο άρθρο της The New York Times Ο δρ. Τζαγιάντ Πίντο, χειρουργός κεφαλής και τραχήλου στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Σικάγο, εξηγεί ότι τραύματα στο κεφάλι όπως η διάσειση, καθώς και χειρουργικές επεμβάσεις γύρω από το αυτί, τη μύτη ή τον εγκέφαλο, μπορούν να προκαλέσουν βλάβες στα νεύρα της γεύσης και της όσφρησης.
Οι ιοί μπορούν επίσης να προκαλέσουν παρόμοια ζημιά, είτε προσωρινά είτε μόνιμα. Για παράδειγμα, η νόσος Covid-19 φαίνεται να «επιτίθεται» στα κύτταρα υποστήριξης της ρινικής κοιλότητας, διαταράσσοντας τους νευρώνες που ρυθμίζουν την όσφρηση και μερικές φορές εμποδίζοντας την αναγέννησή τους, όπως προσθέτει ο δρ. Πίντο.
Η χρόνια ρινική φλεγμονή συνήθως διάρκειας 12 εβδομάδων ή περισσότερο μπορεί επίσης να αποκλείσει τις οσμές και να προκαλέσει βλάβη στο ρινικό επιθήλιο, εξήγησε ο ίδιος.
Αυτό μπορεί να συμβεί εξαιτίας ιγμορίτιδας, ρινικών πολύποδων ή αλλεργιών. Όπως τόνισε, η έγκαιρη αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων μπορεί να προλάβει μακροχρόνια προβλήματα όσφρησης.
Στο ίδιο άρθρο της The New York Times o δρ. Σουκίρθ Γκανέσαν,οδοντίατρος και χειρουργός στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, αναφέρει ότι προβλήματα στη στοματική υγεία όπως ουλίτιδα, λοιμώξεις, ξηροστομία ή λευκές επικαθίσεις από βακτήρια, τροφές και νεκρά κύτταρα στη γλώσσα μπορούν να επηρεάσουν την αίσθηση της γεύσης.
Για αυτό, η τακτική οδοντιατρική φροντίδα, η επαρκής ενυδάτωση και ο σχολαστικός καθαρισμός της γλώσσας μπορούν να βοηθήσουν.
Ωστόσο, δεν λύνονται όλα τα προβλήματα τόσο εύκολα: για παράδειγμα, οι οδοντοστοιχίες (μασέλες) περιορίζουν την ικανότητα να αισθανόμαστε την υφή και τη σύσταση των τροφών, κάτι που επηρεάζει τη γεύση.
Τελικά, όπως επισημαίνει στο άρθρο ο δρ. Τζέι Μπατ, γιατρός ειδικευμένος στη φροντίδα ηλικιωμένων ατόμων από το Ιλινόις, ο σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για την απώλεια γεύσης και όσφρησης είναι η ίδια η ηλικία.
Σε άρθρο του στην ιστοσελίδα του Νοσοκομείου Mount Alvernia o ο Γηρίατρος Δρ Χαν Κιν Μιν από την Κλινική Γηριατρικής και Ιατρικής Χαν ΚΜ εξηγεί πώς η ορισμένη απώλεια γεύσης και όσφρησης θεωρείται φυσικό μέρος της γήρανσης. Μας αναφέρει ότι αυτές οι αισθητηριακές αλλαγές γίνονται πιο εμφανείς ιδιαίτερα μετά τα 60.
«Καθώς μεγαλώνουμε, οι απολήξεις των νεύρων φθείρονται σταδιακά. Όσο μειώνεται η ευαισθησία τους, κάποιοι από εμάς μπορεί να παρατηρήσουμε λιγότερη αίσθηση στα άκρα μας, ενώ άλλοι ενδέχεται να αναπτύξουμε μειωμένη αντίληψη γεύσης και όσφρησης», εξηγεί.
Ένα νεογνό έχει περίπου 10.000 γευστικούς κάλυκες σε διάφορα σημεία της γλώσσας. Με τα χρόνια, όμως, ένας αριθμός από αυτούς χάνεται.
«Από τα 50 και μετά, μπορούν να εμφανιστούν αλλαγές στη γεύση, καθώς οι νευρικές ίνες στους γευστικούς κάλυκες εκφυλίζονται φυσιολογικά, ενώ συχνά μειώνεται και η παραγωγή σάλιου», αναφέρει η Σάρα Σιναράμ, Επικεφαλής του Τμήματος Διατροφής και Διαιτολογίας του Νοσοκομείου Mount Alvernia.
Αντίστοιχα, και η όσφρησή μας ατονεί με τον χρόνο λόγω εκφύλισης των νεύρων στη ρινική κοιλότητα. Καθώς μασάμε, οι τροφές απελευθερώνουν αρώματα που ενισχύουν την απόλαυση του φαγητού. Όταν αυτά τα αρώματα δεν γίνονται αντιληπτά, η ευχαρίστηση του φαγητού μειώνεται.
Ένώ επιπλέον ο δρ. Μπατ προσθέτει ότι πολλές ασθένειες όπως ο διαβήτης τύπου 2, το εγκεφαλικό επεισόδιο, η νόσος Αλτσχάιμερ και η νόσος Πάρκινσον καθώς και διάφορα φάρμακα (π.χ. αντιβιοτικά, αντικαταθλιπτικά, αντιυπερτασικά και χημειοθεραπευτικά) συνδέονται με προβλήματα γεύσης και όσφρησης.
Οι ηλικιωμένοι συχνά αντιμετωπίζουν περισσότερες παθήσεις και λαμβάνουν περισσότερα φάρμακα, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο απώλειας γεύσης και όσφρησης, πρόσθεσε ο ίδιος.
Τι θεραπείες μπορούμε να ακολουθήσουμε;
Η δρ. Λίντα Μπαρτόσουκ, ερευνήτρια και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσινγκτον, εξηγεί στο άρθρο της The New York Times ότι, ενώ τα προσωρινά προβλήματα, όπως η ρινική συμφόρηση, συνήθως αντιμετωπίζονται εύκολα, οι γιατροί σπάνια μπορούν να αναστρέψουν την απώλεια της γεύσης ή της όσφρησης.
Όπως αναφέρει, πολλοί άνθρωποι δοκιμάζουν συμπληρώματα ψευδαργύρου ή βελονισμό, αλλά δεν υπάρχουν αρκετές επιστημονικές αποδείξεις για την αποτελεσματικότητά τους, οπότε δεν τα συνιστά.
Η δρ. Πολ Ζοζέφ προσθέτει ότι ορισμένοι δοκιμάζουν συμπληρώματα βιταμίνης Β12 ή σιδήρου, τα οποία όμως βοηθούν μόνο εάν υπάρχει πραγματική έλλειψη αυτών των στοιχείων στον οργανισμό.
Μια άλλη συνηθισμένη μέθοδος για βελτίωση της όσφρησης είναι η λεγόμενη εκπαίδευση της όσφρησης (olfactory training) μια μορφή “φυσικοθεραπείας για τη μύτη”, όπου εισπνέουμε συγκεκριμένα αρώματα δύο φορές την ημέρα.
Η δρ. Ζοζέφ αναφέρει ακόμη ότι αυτή η πρακτική δεν έχει αρνητικές συνέπειες και σε αρκετούς ασθενείς προσφέρει βελτίωση, ιδίως αν είναι νεότεροι, αν είχαν ιογενή λοίμωξη τον τελευταίο χρόνο, ή αν παραμείνουν συνεπείς στην εκπαίδευση για μεγάλο διάστημα (έως και 6–9 μήνες).
Ωστόσο, τα αποτελέσματα διαφέρουν: μια πρόσφατη κλινική δοκιμή δεν έδειξε γενικό όφελος, αν και οι συμμετέχοντες θυμούνταν καλύτερα συγκεκριμένες οσμές.
Με τις περιορισμένες ιατρικές επιλογές που είναι διαθέσιμες, η μαγειρική ίσως αποτελεί το καλύτερο «εργαστήριο» για την αντιμετώπιση της απώλειας γεύσης και όσφρησης.
Με πληροφορίες από nytimes.com και mtalvernia.sg