Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι τα ενέσιμα dermal fillers (είναι γνωστά ως ενέσιμα δερματικά πληρωτικά υλικά ή απλά ενέσιμα fillers, και κυρίως ενέσιμα υαλουρονικά οξέα) στο πρόσωπο ενέχουν τον κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών που σχετίζονται με την απόφραξη αρτηριών, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια δέρματος, βλάβη ιστών και ακόμη και τύφλωση λόγω διαταραχής της αιματικής ροής. Η νέα αυτή προειδοποίηση βασίζεται σε έρευνα της ομάδας της δρ. Ρόσα Σίγκριστ από το Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο στη Βραζιλία, η οποία μελέτησε 100 περιστατικά όπου τέτοιου τύπου ενέσεις είχαν «πάει στραβά». Η μελέτη πραγματοποιήθηκε μεταξύ Μαΐου 2022 και Απριλίου 2025 σε τέσσερα ακτινολογικά κέντρα στη Νότια Αμερική, ένα δερματολογικό κέντρο στην Ολλανδία και ένα κέντρο πλαστικής χειρουργικής στις ΗΠΑ, και τα αποτελέσματά της θα παρουσιαστούν στο ετήσιο συνέδριο της Radiological Society of North America.

Τα ενέσιμα υαλουρονικά οξέα χρησιμοποιούνται ευρέως για τη μείωση ρυτίδων, την αναζωογόνηση του δέρματος και τη διαμόρφωση χαρακτηριστικών όπως η μύτη και τα χείλη. Ωστόσο, συγκεκριμένες περιοχές του προσώπου, όπως η περιοχή γύρω από τη μύτη, θεωρούνται ιδιαίτερα επικίνδυνες λόγω της στενής σχέσης των τοπικών αγγείων με σημαντικές δομές της κεφαλής. Η έρευνα έδειξε ότι σχεδόν οι μισές από τις εξεταζόμενες περιπτώσεις παρουσίαζαν έλλειψη αιματικής ροής σε μικρά αγγεία που συνδέουν επιφανειακές και βαθύτερες αρτηρίες, ενώ στο ένα τρίτο των περιστατικών παρατηρήθηκε απουσία ροής ακόμη και σε μεγαλύτερα αγγεία.

Advertisement
Advertisement

Η δρ. Σίγκριστ τονίζει ότι, αν και οι επιπλοκές αυτές είναι σχετικά σπάνιες, μπορεί να είναι καταστροφικές, προκαλώντας νέκρωση ιστών, παραμόρφωση του προσώπου, τύφλωση ή ακόμη και εγκεφαλικό επεισόδιο, εάν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα και αποτελεσματικά. Αντί να κατακλύζουν την περιοχή με ένα φάρμακο που ονομάζεται υαλουρονιδάση, οι κλινικοί γιατροί μπορούν να κάνουν κατευθυνόμενες ενέσεις που χρησιμοποιούν λιγότερη υαλουρονιδάση και παρέχουν καλύτερα αποτελέσματα θεραπείας, λέει επίσης η ίδια.

Για τον λόγο αυτό, προτείνει τη χρήση υπερήχων πριν από την έγχυση, ώστε οι κλινικές να μπορούν να χαρτογραφήσουν με ακρίβεια τα αγγεία και να αποφεύγονται επικίνδυνες περιοχές. Επιπλέον, σε περίπτωση επιπλοκών, ο υπέρηχος επιτρέπει στο ιατρικό προσωπικό να εντοπίσει το ακριβές σημείο της απόφραξης και να πραγματοποιήσει στοχευμένες θεραπείες.

Παρά την αυξανόμενη χρήση υπερήχων, η πρακτική αυτή δεν αποτελεί ακόμη τυπική διαδικασία, σύμφωνα με τη Βρετανική Ένωση Αισθητικών Πλαστικών Χειρουργών (BAAPS). Η πρόεδρος της BAAPS, Νόρα Νούτζεντ υπογραμμίζει ότι ο εντοπισμός των αγγείων μέσω υπερήχων προσφέρει κρίσιμες πληροφορίες και ενισχύει την ασφάλεια, ενώ επισημαίνει την ανάγκη για αυστηρότερη νομοθεσία.

Η βρετανική κυβέρνηση σχεδιάζει να θεσπίσει περιορισμούς στις αισθητικές παρεμβάσεις, ορίζοντας ότι μόνο κατάλληλα καταρτισμένοι επαγγελματίες υγείας θα μπορούν να διενεργούν υψηλού κινδύνου διαδικασίες.

Το «Σύνδρομο μετά την υαλουρονιδάση»

Σύμφωνα τώρα με το abc.net.au, ο Σοτ Τέρνερ ειδικός πλαστικός χειρουργός στο Σίδνεϊ, λέει ότι θα ήθελε περισσότεροι άνθρωποι να γνώριζαν για το «Σύνδρομο μετά την υαλουρονιδάση». Τον Απρίλιο του 2024, μια ομάδα κορυφαίων αισθητικών χειρουργών στο Ηνωμένο Βασίλειο επινόησε τον όρο «Σύνδρομο μετά την υαλουρονιδάση» σε μια μελέτη που εξέτασε 90 ασθενείς στους οποίους είχε γίνει ένεση με διαλυτικό. Η μελέτη διαπίστωσε ότι το 18% είχε υποστεί βλάβες, συμπεριλαμβανομένης της «κοίλανσης» και της «χαλάρωσης» του προσώπου.

Με πληροφορίες από: BBC , abc.net.au