Δεν μπορούμε απλώς να πατήσουμε «αναίρεση» στη ζωή μας. Για να προχωρήσουμε μπροστά, πρέπει πρώτα να νιώσουμε τη θλίψη και την οργή μας.
Πολλοί από εμάς προσπαθούμε να «φορέσουμε» ένα χαμόγελο πάνω από τις δύσκολες καταστάσεις. Όμως, όπως μας εξηγεί η Μόγια Σάρνερ, ψυχοθεραπεύτρια στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS),ο δρόμος προς την ανάπτυξη είναι στρωμένος με δύσκολα συναισθήματα, και οφείλουμε να τα βιώσουμε με ειλικρίνεια.

Η Μόγια Σάρνερ λέει πως το καλοκαίρι της δεν ήταν καλό. Την ημέρα που θα έφευγε για διακοπές, βρέθηκε στα επείγοντα μαζί με τον σύζυγό της λόγω επείγουσας – ευτυχώς ρουτίνας– επέμβασή του, γεγονός που ανάγκασε το ζευγάρι να ακυρώσει ταξιδιωτικά σχέδια.
Από αυτή την εμπειρία, η Σάρνερ εξηγεί ότι έμαθε ξανά κάτι πολύτιμο: Πόσο δύσκολο είναι να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να νιώσει άσχημα, όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα περιμένουμε. Δεν μιλά για τραγικά γεγονότα που σου αλλάζουν τη ζωή, αλλά για εκείνες τις καθημερινές, αθόρυβες απογοητεύσεις που, αν δεν τις αισθανθούμε πραγματικά, μπορεί να μας βαραίνουν συναισθηματικά.
Η Μόγια Σάρνερ περιγράφει ότι, ενώ θα έπρεπε να βρίσκεται σε διακοπές, ένιωθε συνεχώς την παρόρμηση να δει τη θετική πλευρά:
«Μπορώ να κλείσω ένα άλλο ταξίδι»,
«Τουλάχιστον έχουμε ταξιδιωτική ασφάλεια»,
«Αυτό θα μου δώσει κάτι για να γράψω».
Όμως, όπως σημειώνει, δεν ένιωθε καλύτερα· Απλώς λίγο περισσότερο καταθλιπτική. Και κάθε φορά συναντούσε την πραγματικότητα: Οι διακοπές είχαν όντως χαθεί. Η επέμβαση του συζύγου της απαιτούσε συχνές και επώδυνες αλλαγές επιδέσμων και η ευκαιρία για ένα ευχάριστο διάλειμμα στις βελγικές ακτές είχε πλέον περάσει Έτσι, δεν έκανε καθόλου διακοπές και έλαβε μόνο απογοήτευση, κούραση, πόνο και φροντίδα.

Η Σάρνερ παραδέχεται ότι προσπάθησε να μειώσει τη σημασία του γεγονότος λέγοντας στον εαυτό της: «Ξέρω, υπάρχουν πολύ χειρότερα. Είναι μόνο διακοπές. Τι προνομιούχο πρόβλημα να έχει κανείς!»
Όμως, όπως τονίζει, αυτό που χρειαζόταν πραγματικά ήταν να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της.
Στις στιγμές που σταματούσε να παλεύει με την απογοήτευση και μιλούσε ανοιχτά γι’ αυτήν με τον σύζυγό της, ένιωθε ότι περνούσαν κάτι μαζί. Αντί να νιώθει θλίψη και να προσπαθεί να χαμογελά, επέτρεψε στον εαυτό της να βιώσει όλα τα ανεπιθύμητα συναισθήματα — πικρία, θυμό, μίσος, οργή — τα οποία, όπως λέει, τουλάχιστον ήταν αληθινά.
Και κάποιες στιγμές, όπως αναφέρει η ίδια, κατάφερε να απολαύσει τον χρόνο στο σπίτι, μαζί με τον σύζυγό της χωρίς να σκέφτεται διαρκώς αρνητικά
Η μητρότητα και οι συναισθηματικές απαιτήσεις
Η Σάρνερ μας υπενθυμίζει μια ευχή που συχνά βλέπει να έχουν οι θεραπευόμενοί της στην ψυχοθεραπεία — και που, όπως παραδέχεται, έχει αναγνωρίσει και η ίδια στον εαυτό της, μέσα από τη δική της εμπειρία στην ψυχανάλυση: την ευχή η θεραπεία να μπορούσε, με κάποιον τρόπο, να αναιρέσει τις ανεπιθύμητες εμπειρίες μας, σαν να πατούσαμε το κουμπί “undο”.

Όμως, όπως εξηγεί, το βέλος αυτό δείχνει μόνο προς τα πίσω. Το να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν, και το να αποδεχτούμε τη θλίψη και την οργή για όσα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περιμέναμε, μπορεί να μας βοηθήσει να αλλάξουμε κατεύθυνση — από την άρνηση και την κατάθλιψη, προς την ανάπτυξη και τη δυνατότητα. Με τον καιρό – φυσικά, αυτό απαιτεί χρόνο – η διαδικασία αυτή μπορεί πραγματικά να μας μεταμορφώσει.
Η Σάρνερ εξηγεί ακόμα ότι συχνά αντιλαμβανόμαστε την κατάθλιψη μια κατάσταση στην οποία απλώς “νιώθουμε άσχημα”, όμως, όπως λέει, στην πραγματικότητα είναι μια κατάσταση “μουδιάσματος” όλων των συναισθημάτων — μια καταπίεση του θυμού, της θλίψης, της απογοήτευσης, αλλά και της χαράς, της ενέργειας, της ζωτικής δύναμης.
Η εναλλακτική της κατάθλιψης, σύμφωνα με εκείνη, δεν είναι η ευτυχία, αλλά η ικανότητα να νιώθουμε ο,τι υπάρχει μέσα μας, μια ειλικρινής συναισθηματική ελευθερία.

Η Μόγια Σάρνερ παραδέχεται πως πολλές φορές έχει βρεθεί παγιδευμένη στην επιθυμία να πατήσει “αναίρεση” στη ζωή της. Όμως, όπως λέει, η μικρή της κόρη τη βοηθά να ξεπεράσει αυτή την παρόρμηση.
Η μητρότητα: Μια πρόσκληση με τον εαυτό μας
Ως νέα μητέρα, βρέθηκε συχνά καταβεβλημένη από τις αδιάκοπες απαιτήσεις του μωρού της — όχι μόνο με το τάισμα (που μερικές φορές διαρκούσε πάνω από μία ώρα για να αρχίσει ξανά λιγότερο από μία ώρα μετά), αλλά και με το άλλαγμα, το οποίο έπρεπε να γίνεται ξανά και ξανά, πριν καν ολοκληρωθεί το προηγούμενο.
Όπως περιγράφει, αυτές οι καθημερινές και πολύτιμες πράξεις φροντίδας — η οπποίες μεσα απο την πρακτικότητά τους αναδείκνυουν τη στοργή — αποτελούν πηγή παρηγοριάς και ταυτόχρονα τεράστιο προνόμιο. Όμως, δεν παύουν να είναι αδιάκοπες και εξαντλητικές.
Αυτό που τη σόκαρε περισσότερο, ωστόσο, πέρα από την έλλειψη ύπνου, ήταν οι συναισθηματικές απαιτήσεις της μητρότητας.

Η Μόγια Σάρνερ αναφέρει πως αρχικά πίστευε ότι ο πιο σημαντικός της ρόλος ως μητέρα ήταν να ανταποκρίνεται σε όλες τις ανάγκες του μωρού της. Όμως, σύντομα συνειδητοποίησε ότι αυτό δεν ήταν πάντα εφικτό. Η πείνα του μωρού της φαινόταν ατέρμονη, το γάλα της δεν ερχόταν ποτέ αρκετά γρήγορα – ή ερχόταν πολύ γρήγορα. Και κάθε φορά που έπρεπε να το αλλάξει, εκείνο το μισούσε, έκλαιγε απεγνωσμένα, σαν να βυθιζόταν σε ένα σκοτεινό κενό.
Όπως διηγείται, υπήρχαν στιγμές που το μωρό της παρηγοριόταν από τις αγκαλιές, αλλά υπήρχαν και άλλες που ένιωθε πως το χάνει, πως τίποτα από όσα είχε να του προσφέρει δεν μπορούσε να το ανακουφίσει.
Η σημασία της αποδοχής
Η Μόγια Σάρνερ ανακαλύπτει σύντομα ότι ο πιο σημαντικός της ρόλος ως μητέρα δεν ήταν να κάνει τα πάντα να πηγαίνουν τέλεια, αλλά πρώτα να επιβιώσει η ίδια και μετά να βοηθήσει την κόρη της να χωνέψει τα συναισθήματα που προκαλούσε η αδυναμία της να την προστατεύσει από κάθε δυσφορία.
Καθώς η κόρη της αναπτυσσόταν και μπορούσε να αφομοιώνει το γάλα, έπρεπε ταυτόχρονα να αναπτύξει την ικανότητα να επεξεργάζεται τα συναισθήματά της και τον πόνο της όταν το γάλα δεν ερχόταν, όταν πονούσε ή όταν βίωνε οποιαδήποτε άλλη δύσκολη και συγκεχυμένη εμπειρία. Και η Σάρνερ έπρεπε να μεγαλώσει μέσα από τη δική της απογοήτευση, οργή, απελπισία, μίσος, πικρία, πείνα (και της κόρης της).
Όπως επισημαίνει, η δουλειά της δεν ήταν να κάνει τα πράγματα να πάνε καλά, αλλά να δώσει νόημα στην συναισθηματική εμπειρία της κόρης της όταν τα πράγματα δεν εξελίσσονταν όπως θα ήθελε.

Η Σάρνερ εξηγεί ότι αυτή ήταν η διαφορά για την κόρη της: Με κάποιον που προσπαθεί να της δώσει μόνο καλά συναισθήματα, και με κάποιον που την βοηθά να αναπτύξει την ικανότητα να βιώνει όλα τα συναισθήματα.
Αντίστοιχα, για τη Σάρνερ, ήταν η διαφορά ανάμεσα στο να θέλει να αισθανθεί υπέροχα κάνοντας τέλεια τη δουλειά της ως μητέρα, και στο να αναπτύξει την ικανότητα να αντέχει τη δική της ατέλεια, προκειμένου να κάνει μια αρκετά καλή δουλειά, και να κατανοήσει την απογοήτευση και την οργή της κόρης της απέναντί της. Ήταν η διαφορά ανάμεσα στο να προσπαθεί να σταματήσει το μωρό από το να κλαίει, και στο να καταλαβαίνει πότε χρειαζόταν να κλάψει.
Η Μόγια Σάρνερ αναφέρει πως, τώρα που έχουν μεγαλώσει μαζί μέσα από αυτές τις εμπειρίες, αισθάνεται λιγότερη την παρόρμηση να πατήσει “undo” και να ξαναγράψει την ιστορία τους σε μια εκδοχή όπου όλα πάνε καλά.
Πλέον προσπαθεί να βρίσκει ελπίδα στην ικανότητα που αναπτύσσεται μέσα της να αναγνωρίζει ότι αυτό δεν είναι δυνατό.
ΠΗΓΗ: theguardian.com