Σοφία Βέμπο: Η «τραγουδίστρια της Νίκης» που ταυτίστηκε με το έπος του 1940 - «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά»

Σοφία Βέμπο: Η «τραγουδίστρια της Νίκης» που ταυτίστηκε με το έπος του 1940 - «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά»
youtube

Η φωνή της είναι ταυτισμένη με το αλβανικό έπος του 1940. Η ίδια είχε αναλάβει να εμψυχώσει τους Έλληνες που πολεμούσαν τους Ιταλούς στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Η Σοφία Μπέμπου ή αλλιώς Σοφία Βέμπο όπως έμεινε στην ιστορία γεννήθηκε το 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης.

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τσαριτσάνη του νομού Λάρισας και κατόπιν στο Βόλο, όπου οι γονείς της εργάστηκαν ως καπνεργάτες.

Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ' ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της. Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα, όπου προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο «Κεντρικόν», προκειμένου να συμμετάσχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933».

Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της η καταξίωση δεν άργησε να έρθει.

«Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά»

Το 1940 τα σύννεφα του πολέμου είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στον ορίζοντα. Από τις αρχές του έτους η ίδια ανεβάσει ορισμένες θεατρικές παραστάσεις. Έψαχνε όμως ένα τραγούδι με τοπικό ιδίωμα της ελληνικής υπαίθρου. Αρκετοί της έστειλαν διάφορα δημοτικά τραγούδια της εποχής.

Η ίδια επέλεξε τελικά ένα από την περιοχή της που φέρεται να τραγουδούσε παλαιότερα η μητέρα της. Ήταν το τραγούδι «Στ' Λάρισ' βγαίν' ο αυγερινός». Όταν η Βέμπο το ολοκλήρωσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, ίσως και από φόρτο αναμνήσεων το έδωσε στον Κ. Γιαννίδη, λίγο για να το παίξει σε πρόβα, εκείνος διαβάζοντάς το αρνήθηκε έντονα λέγοντάς της:

-Είσαι καλά Σοφία μου που θα παίξω εγώ αυτό το βλαχοτράγουδο; Παραιτούμαι!

Μετά όμως από την επιμονή της Σοφίας και του θεατρικού επιχειρηματία Α. Μακέδου τελικά ο Κ. Γιαννίδης με κρύα καρδιά άρχισε να το παίζει. Στη πρώτη παράσταση που ακολούθησε έγινε χαλασμός. Το θεατρικό κοινό τέσσερις φορές υποχρέωσε τη Σοφία Βέμπο να επανέλθει στη σκηνή. Όταν μετά την παράσταση εκείνη ρώτησε ο επιχειρηματίας τον Κ. Γιαννίδη τη γνώμη του, εκείνος απάντησε:

«Μα δεν είδατε; Μας το τραγούδησε με σκέρτσα που δεν την έφτανε ο χώρος της σκηνής, μας το τραγούδησε ακουμπισμένη στο πιάνο, μας το τραγούδησε ακουμπισμένη πάνω στη κουΐντα, μας το τραγούδησε με την πλάτη στο κοινό, μόνο ανάσκελα που δεν μας το τραγούδησε».

Λίγους μήνες μετά κηρύχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Χιλιάδες έλληνες ανέβηκαν στα βουνά της Αλβανίας και με απαράμιλλο ηρωισμό κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τους Ιταλούς. Η Σοφία Βέμπο ανέλαβε την εμψύχωση των στρατιωτών. Με πατριωτικά και σατιρικά τραγούδια κατάφερε να γίνει σύμβολο του αλβανικού έπους. Η φωνή που έδινε δύναμη στους έλληνες στρατιώτες. Η Βέμπο πρωταγωνίστησε επίσης σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα. Την ίδια περίοδο σε μια συμβολική πράξη προσέφερε στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες.

Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχιζε να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Η ίδια χαρακτηρίστηκε ως η «Τραγουδίστρια της Νίκης».

Η μεταπολεμική καριέρα

Το 1949 απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο. Σε μια εποχή που θέατρα έκλειναν και μετατρέπονταν σε κινηματογράφους, η Βέμπο επανέφερε την επιθεώρηση, ανεβάζοντας έργα που διατήρησαν ζωντανή την παράδοση της λαϊκής σάτιρας και καθιέρωσαν τους μεγάλους κωμικούς μας. Ταυτόχρονα, έβαλε τα θεμέλια μιας καινούριας εποχής για το ελληνικό τραγούδι, λανσάροντας το «αρχοντορεμπέτικο».

Το 1959 πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική ταινία «Στουρνάρα 288», όπου υποδύθηκε μια διάσημη τραγουδίστρια που ξεχάστηκε από τους θαυμαστές της κι εργαζόταν ως καθηγήτρια πιάνου. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή της το 1955 στην κλασσική «Στέλλα» και το 1938 στην «Προσφυγοπούλα», όπου είχε κάνει και το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη.

Στα μέσα της δεκαετίας του '60 άρχισε να αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας αποσύρθηκε οριστικά. Την περίοδο 1967-1974 συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Τη βραδιά του «Πολυτεχνείου» άνοιξε το σπίτι της κι έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της.

Πέθανε στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατρέπεται σ' ένα πάνδημο συλλαλητήριο.

Δημοφιλή