Τα περιβαλλοντικά προβλήματα και η κλιματική αλλαγή αποτελούν πλέον κύρια θέματα του δημόσιου λόγου και όχι άδικα. Έχουν κατακλύσει το κυρίαρχο ρεύμα προκαλώντας συζητήσεις γύρω από την οικολογική, την πολιτική και την κοινωνική διάσταση της παγκόσμιας πραγματικότητας και περιλαμβάνουν ομάδες και άτομα που στο παρελθόν κανείς δεν θα περίμενε να συμμετέχουν στον διάλογο αυτό, συμπεριλαμβανομένων ακροδεξιών κομμάτων και οργανώσεων.
Συνήθως, η ακροδεξιά πολιτική σκέψη επιδεικνύει, ή τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα επιδείκνυε, μειωμένη ευαισθησία ή και αδιαφορία για τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Ταυτόχρονα όμως διατηρεί ταυτοτικούς δεσμούς με το φυσικό περιβάλλον που έχουν τις ρίζες τους στο δόγμα “αίμα και γη” της εθνικοσοσιαλιστικών, ναζιστικών ιδεών. Τα τελευταία χρόνια, τα ακροδεξιά πολιτικά κόμματα και κινήματα έχουν διεισδύσει στην περιβαλλοντική συζήτηση προκειμένου να πλήξουν τη μονοπωλιακή σχέση της αριστεράς με τις περιβαλλοντικές προκλήσεις αλλά και για να προωθήσουν τις δικές τους πολιτικές θέσεις.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Ενώ τα σύγχρονα ακροδεξιά κόμματα δεν δίνουν προτεραιότητα στα περιβαλλοντικά ζητήματα, ενσωματώνουν κατά περίπτωση, επιλεκτική, περιβαλλοντική ρητορική για να ενισχύσουν την εθνοκεντρικές, πολιτικές τους ατζέντες. Δεδομένης της υπερεθνικής φύσης τους, οι περιβαλλοντικές προκλήσεις συχνότατα αγγίζουν και σχετίζονται με τη διεθνή και εξωτερική πολιτική. Έτσι, τα ακροδεξιά, κοινοβουλευτικά κόμματα στην Ελλάδα, στην εποχή μετά την κρίση, έχουν συμπεριλάβει περιβαλλοντικά ζητήματα στον πολιτικό τους λόγο που άπτονται των διεθνών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής.
Πιο συγκεκριμένα, τα τέσσερα ακροδεξιά κόμματα που διαθέτουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στο εθνικό και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, δηλαδή η Ελληνική Λύση, το Δημοκρατικό Πατριωτικό Κίνημα Νίκη, οι Σπαρτιάτες και η Φωνή Λογικής, προσεγγίζουν τα περιβαλλοντικά ζητήματα, το καθένα με τον δικό του διαφορετικό τρόπο. Και τα τέσσερα όμως διαθέτουν τρία κοινά, αλληλένδετα μεταξύ τους, χαρακτηριστικά:
(α) την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας από τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης που προσπαθούν να καταλύσουν το κράτος επιβάλλοντας επιζήμιες, “πράσινες” πολιτικές,
(β) την αναπόφευκτη, πολιτιστική σύγκρουση και εχθρότητα μεταξύ διακριτών ταυτοτικών ομάδων (εμείς έναντι του εχθρικού “άλλου”, είτε ο “άλλος” είναι ο παραδοσιακός εχθρός – η Τουρκία, είτε ο μετανάστης – εισβολέας), και
(γ) την ανάγκη εθνικής αυτάρκειας σε πόρους.
Αυτή η τελευταία διάσταση της εθνικής αυτάρκειας θεμελιώθηκε μέσα στα χρόνια της ελληνικής κρίσης και εκφράστηκε με τον υπεραπλουστευτικό, πολιτικό ισχυρισμό ότι η εκμετάλλευση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων θα αποτελούσε τη μαγική λύση σε όλα τα δεινά της χώρας. Το αρκτικόλεξο ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) κατέκλυσε τα μέσα ενημέρωσης και βρήκε θέση σε σχεδόν όλες τις αμυντικές και γεωπολιτικές αναλύσεις. Η εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων θεωρήθηκε από πολλούς μια εύκολη, πατριωτική λύση που το εγχώριο πολιτικό κατεστημένο ήταν απρόθυμο να εφαρμόσει επειδή ήταν ξενόδουλο, προδοτικό, φοβισμένο απέναντι στους γείτονες Τούρκους και υποταγμένο στις ελίτ της παγκοσμιοποίησης. Μετά το τέλος των πολιτικών λιτότητας, το αφήγημα συμπληρώθηκε και ενισχύθηκε από τον ισχυρισμό της τυφλής εφαρμογής επιζήμιων, έξωθεν επιβεβλημένων, “πράσινων” πολιτικών.
Στις μέρες μας λοιπόν το κοινό αφήγημα των ακροδεξιών, κοινοβουλευτικών κομμάτων έχει ως εξής: σε ένα διεθνές περιβάλλον γεμάτο κινδύνους για τη χώρα και το λαό, η εθνική αυτάρκεια μπορεί να προσφέρει ασφάλεια απέναντι στις απειλές της παγκόσμιας ελίτ, του προαιώνιου εχθρού και της φυλετικής και πολιτισμικής αλλοίωσης. Έτσι, στον απόηχο των μαγικών λύσεων των χρόνων της κρίσης, το ζήτημα της ελληνικής ΑΟΖ και της αξιοποίησης των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων παραμένει μια δημοφιλής πολιτική πρόταση που υπόσχεται οικονομική αυτάρκεια και ανεξαρτησία από τις παγκοσμιοποιημένες οικονομικές συνθήκες, διεθνή ισχύ, ενισχυμένη εθνική κυριαρχία και αμυντική ασφάλεια. Οι δε πολιτικές προτάσεις αυτάρκειας επεκτείνονται πέρα από την ενέργεια, στην αναβίωση της εγχώριας βιομηχανίας και στην επισιτιστική αυτάρκεια.
Πιο συγκεκριμένα, η Ελληνική Λύση θεωρεί ότι ένας νέος οικονομικός πατριωτισμός, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη των πολιτικών μείωσης ρύπων, μπορεί να θωρακίσει τη χώρα απέναντι στις εξωτερικές απειλές. Η Νίκη, το μοναδικό κοινοβουλευτικό κόμμα που αρνείται ανοιχτά την κλιματική αλλαγή, ισχυρίζεται ότι η ενοχοποίηση του διοξειδίου του άνθρακα εξυπηρετεί υπόγεια συμφέροντα που προσπαθούν να υποδουλώσουν τους ανθρώπους και πως η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει τις ‘πράσινες’ πολιτικές και να ανακηρύξει ΑΟΖ. Οι Σπαρτιάτες προβάλλουν το τρίπτυχο ενεργειακή ανεξαρτησία – εθνική κυριαρχία – οικονομική ανάπτυξη. Μιλούν για μια ενεργειακή πολιτική με άμεση εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων, ανάδειξη της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο και ταυτόχρονα μιλούν για οικολογική ισορροπία και τεχνολογίες περιβαλλοντικής διαχείρισης. Προτείνουν την παράλληλη εκμετάλλευση του λιγνίτη και τη δημιουργία αγωγών φυσικού αερίου και σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου. Η Φωνή Λογικής προτείνει και αυτή άμεση εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων μαζί με τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την εφαρμογή πολιτικών περιβαλλοντικής προστασίας. Τονίζει επιπλέον την ανάγκη σύμπραξης του δημοσίου με ιδιωτικές εταιρείες.
Ανάλογα με την περίσταση και το πλαίσιο μέσα στο οποίο διατυπώνεται, η εθνική αυτάρκεια παρουσιάζεται ως παράγοντας αμυντικής ασφάλειας, στοιχείο διπλωματικής ισχύος, λύση εγχώριας ευημερίας, μονόδρομος για την εθνική ανεξαρτησία από τις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, αρχή για την απελευθέρωση από την οικονομική εξάρτηση. Σε όλες ανεξαιρέτως τις εκδοχές της, η εθνική αυτάρκεια αποτελεί μια προβληματική, παραπλανητική και πολλές φορές επικίνδυνη πρόταση. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αξία που θα είχε η δυνατότητα της Ελλάδας να μπορεί να καλύπτει τις εγχώριες ανάγκες της, ή ακόμα και να εξάγει, ενέργεια. Την ίδια στιγμή όμως, κανείς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι η εξόρυξη υδρογονανθράκων αυτόματα αυξάνει την ασφάλεια απέναντι στην Τουρκία ή άλλους πιθανούς εχθρούς. Κανείς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι η Ελλάδα θα διαπραγματεύεται με ενισχυμένη ισχύ ή κύρος στο διεθνές επίπεδο. Κανείς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί την αύξηση της ευημερίας των Ελλήνων πολιτών, παρά μόνο στην περίπτωση που θεωρούμε ότι η ευημερία ισούται, αποκλειστικά και μόνο, με την αύξηση του ατομικού εισοδήματος. Βεβαίως, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να εξασφαλίζει ότι το οικονομικό όφελος θα φτάσει έως τα πορτοφόλια των πολιτών. Ακόμα περισσότερο όμως, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι οι εξορύξεις θα φέρουν την οικονομική και εθνική ανεξαρτησία όταν στην εξίσωση της έρευνας, εξόρυξης και διάθεσης των πόρων μπαίνουν μεγάλες, πολυεθνικές εταιρείες και λοιποί ισχυροί διεθνείς και περιφερειακοί δρώντες.
Αλλά ακόμα και αν προσπεράσουμε τα παραπάνω ζητήματα, στο τραπέζι παραμένει το κύριο και μεγαλύτερο πρόβλημα που είναι ότι η πρόταση της αυτάρκειας αποτελεί μία από τα ίδια – business as usual για την κλιματική αλλαγή, την περιβαλλοντική υποβάθμιση και τα επακόλουθα τους. Δεν εκφράζει καμία ουσιαστική θέση για τις περιβαλλοντικές προκλήσεις. Αγνοεί τα επιστημονικά δεδομένα, αδιαφορεί για την τρέχουσα οικονομική πραγματικότητα, ψεύδεται ισχυριζόμενη ότι μπορούμε ταυτόχρονα να έχουμε και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων και περιβαλλοντική προστασία. Βασίζεται στην ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει σε εύκολες, μαγικές λύσεις, στον από μηχανής θεό που έρχεται και σώζει την κατάσταση.
Η προσδοκία της σωτηρίας από έναν αστάθμητο παράγοντα που τα αλλάζει όλα και σώζει την παρτίδα (game changer) είναι συνηθισμένη στην ανθρώπινη ιστορία και συχνά οδηγεί σε συναισθήματα ματαίωσης στην καλύτερη και σε πραγματική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης στη χειρότερη περίπτωση. Η ελκυστικότητα και οι προσδοκίες της μαγικής λύσης και οι ακόλουθες υποσχέσεις των ακροδεξιών κομμάτων τρέφονται από ισχυρισμούς ότι η ανάπτυξη και η βιωσιμότητα μπορούν να συνυπάρξουν (βιώσιμη ανάπτυξη), από αναποτελεσματικές ‘πράσινες’ στρατηγικές και από παραπλανητικές, κακόβουλες, οικολογικές πρακτικές (greenwashing) στο εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.
Για να γίνει μια ουσιαστική συζήτηση για το μέλλον του περιβάλλοντος ως σημαντικό κομμάτι της ευημερίας στην Ελλάδα (και στον υπόλοιπο κόσμο), θα πρέπει να προχωρήσουμε στην παραδοχή ότι το τρέχον υπόδειγμα δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και του περιβάλλοντος διαβίωσης του ανθρώπου. Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η ανάσχεση της υποβάθμισης αυτής θα μπορούσε να επιτευχθεί μονάχα μέσα σε ένα κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό σύστημα που δεν θα στηρίζεται στη συνεχή ανάπτυξη ή στη συνεχή ανάπτυξη με οικολογικές παραχωρήσεις, αλλά στην επιβράδυνσή της και στη μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης. Θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι θα χρειαστεί να στερηθούμε κάποια προϊόντα και υπηρεσίες του συστήματος αφθονίας. Διαφορετικά, θα συνεχίσουμε να εφαρμόζουμε ημίμετρα με πράσινο περίβλημα προκειμένου να συντηρήσουμε το τρέχον σύστημα ανάπτυξης, οι ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις θα συνεχίσουν να μας διαβάζουν παραμύθια εθνικής ενεργειακής αυτάρκειας και έτσι θα εξακολουθούμε να μην πράττουμε τίποτα για μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας. Η δε καθιέρωση και κανονικοποίηση των ακροδεξιών πολιτικών προτάσεων στις πρακτικές διακυβέρνησης και στο δημόσιο λόγο θα συνεχίσει να καθιστά όλο και πιο δημοφιλείς, λύσεις οικονομικού εθνικισμού και προστατευτισμού, μισαλλοδοξίας, αποκλεισμού και όλων αυτών των πρακτικών που κάθε άλλο παρά ανθρώπινη ανάπτυξη και ευημερία μπορούν να φέρουν.
Το άρθρο αντλεί θεωρητική έμπνευση από το πρόγραμμα Youth Participatory Ecological Planning for Social Justice, Democracy and Well-being – YEP! της ΟκοιΠ Inter Alia με υπεύθυνη εκπαίδευσης της Αμέρισσα Γιαννούλη και υπεύθυνη έργου τη Βερονίκη Κρικώνη. Εκτενής παρουσίαση του θέματος πραγματοποιήθηκε στο Γενικό Συνέδριο του European Consortium for Political Research στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.