Από την τηλεόραση στον κινηματογράφο και από τον κινηματογράφο στο θέατρο, ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος, στα έντεκα χρόνια που ασχολείται με την υποκριτική, ξαφνιάζει διαρκώς με τις επιλογές του. Τι κι αν στην ελληνική αγορά του θεάματος αναμένεται -ή και απαιτείται- από τον/την κάθε ηθοποιό να υποδύεται συγκεκριμένους τύπους ρόλων; Ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος παραμένει ακατάτακτος: Με ευρεία γκάμα ισορροπεί ανάμεσα στο κωμικό, το τραγικό, το γκροτέσκο και οτιδήποτε μεσολαβεί. Και οι δύο τελευταίες δουλειές του στο θέατρο, που είναι η μέρα με τη νύχτα, το αποδεικνύουν περίτρανα.
Με αφορμή την παράταση της παράστασης «Αντικείμενα» και τη δεύτερη χρονιά απανωτών sold out για την ανατρεπτική κωμωδία «ο Άσχημος» που έριξε αυλαία πριν δύο εβδομάδες, ο ηθοποιός μιλά στην HuffPost για τους δύο ρόλους που ζωντάνεψε φέτος στη σκηνή, αλλά και έναν τρίτο, τον οποίο παίζει χειμώνα-καλοκαίρι τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αυτόν του πατέρα.
Για τον Πλεμμένο, το θέατρο και η ελληνική πραγματικότητα είναι το ένα η αντανάκλαση του άλλου. Και συζητά και για τα δυο με χιούμορ και ωθούμενος από μια ανάγκη να ανακαλύπτει διαρκώς κάτι καινούργιο. Τόσο στη ζωή όσο και στη σκηνή.

Αν και φέτος, μέχρι τώρα, παίζατε σε δύο παραστάσεις, προλάβατε να πάτε στο θέατρο; Σας ενδιαφέρει να παρακολουθείτε τη δουλειά άλλων συναδέλφων; Ποια παράσταση δεν καταφέρατε να δείτε αν και θα θέλατε;
Ήταν τρομερά δημιουργική χρονιά η φετινή. Είχα παράσταση 7/7. Δευτέρα και Τρίτη ήμουν στα «Αντικείμενα» και Τετάρτη με Κυριακή στον «Άσχημο». Οπότε από τον Οκτώβρη έπαιζα ασταμάτητα και ήταν από δύσκολο έως ακατόρθωτο να δω παραστάσεις. Αν και ήθελα να δω διάφορες παραστάσεις πολύ καλών μου φίλων.
Κατάφερα ωστόσο να δω το «Οξυγόνο» που σκηνοθέτησε στη Στέγη ο Γιώργος Κουτλής, με τον οποίο δουλέψαμε μαζί στον «Άσχημο». Ευτυχώς παίχτηκε μια Κυριακή μεσημέρι και το είδα πριν πάω να παίξω στην δική μας παράσταση. Μια άλλη δουλειά που ήθελα να δω διακαώς και πάλι σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή, ήταν το «Merde». Όμως νομίζω -χωρίς να θέλω να κάνω spoiler- ότι θα παιχτεί ξανά του χρόνου.
Με ενδιαφέρει πολύ να βλέπω την δουλειά των άλλων συναδέλφων, ιδίως όμως στο σινεμά. Στο θέατρο προτιμώ να παίζω παρά να βλέπω. Το θέατρο με βασανίζει, γιατί με βάζει στη σκέψη του πώς θα ερμήνευα εγώ τον ρόλο. Και εκτός αυτού, βλέπω και τους μηχανισμούς πίσω από κάθε τι που συμβαίνει στη σκηνή. Ενώ ο κινηματογράφος με παραμυθιάζει ακόμα. Κάθε ταινία την ρουφάω σαν παραμύθι.
Και είναι και το πρακτικό ζήτημα που ανέφερα προηγουμένως. Ότι δηλαδή δεν προλαβαίνω να πάω στο θέατρο με την ίδια συχνότητα που πηγαίνω στο σινεμά ή βλέπω ταινίες στο σπίτι.
Ο «Άσχημος», μια εκ των δύο παραστάσεων που πρωταγωνιστήσατε φέτος, περιστρέφεται κυρίως γύρω από το ζήτημα της εξωτερικής εμφάνισης. Εσείς αντιλαμβάνεστε την εμφάνιση ως κάτι που μας στερεί ή μας προσφέρει ευκαιρίες; Το έχετε βιώσει στη δουλειά σας;
O «Άσχημος», που στο έργο του Μάριους φον Μάγιενμπουργκ ονομάζεται Λέττε, εργάζεται σε μια εταιρεία που οι άνθρωποι εκεί δουλεύουν χωρίς να αξιολογείται η ομορφιά και το πρόσωπό τους. Ώσπου ξαφνικά, έρχεται η ώρα κάποιος εξ αυτών να παρουσιάσει το πιο καινοτόμο προϊόν της εταιρείας, που φέρει την υπογραφή του Λέττε. Και τότε ένα ωραίο πρωί, του ξεκαθαρίζουν ότι την εφεύρεσή του δεν θα την παρουσιάσει ο ίδιος ο Λέττε, αλλά ο βοηθός του. Διότι πολύ απλά είναι πιο όμορφος. Το συμβάν εξωθεί τον Λέττε σε μια επέμβαση που θα τον κάνει αγνώριστο, προσδοκώντας με τη νέα του εμφάνιση να αποκτήσει δόξα, χρήμα, γυναίκες.
Όπως συμβαίνει στο έργο, έτσι και στη ζωή, αν η εμφάνιση προσφέρει ευκαιρίες σε κάποιους, την ίδια στιγμή τις στερεί από κάποιους άλλους. Εφόσον ισχύει το ένα, ισχύει και το άλλο. Έτσι συμβαίνει και στη δουλειά του ηθοποιού. Πολλά πράγματα αξιολογούνται με βάση την εμφάνιση, κυρίως από τους παραγωγούς, δηλαδή τους ανθρώπους που αποφασίζουν σε ποιον θα «ποντάρουν» τα χρήματά τους. Τα λεφτά υποτίθεται πως καταλήγουν σε αυτούς που «πουλάνε». Και σίγουρα η ομορφιά, η γοητεία και η λάμψη στην υποκριτική σου δίνουν πόντους. Σου ανοίγουν πόρτες.
Αυτό είναι κάτι που συνήθως δεν λέγεται ευθέως. Εμένα ποτέ κανείς δεν μου έχει πει ότι με επέλεξε ή με απέρριψε για κάποιο εξωτερικό χαρακτηριστικό μου. Και είτε επειδή είναι η αλήθεια, είτε επειδή αυτό με βοηθά να πορεύομαι στη δουλειά, εμένα πιστεύω ότι σε κανένα πρότζεκτ δεν με έχουν διαλέξει λόγω της εξωτερικής μου εμφάνισης. Δεν ρωτάω φυσικά ποτέ «Αλήθεια, γιατί επιλέξατε εμένα;». Παλεύω να πείθω τον εαυτό μου ότι επιλέχθηκα για την εσωτερική ομορφιά που έχουμε όλοι μας και επειδή στη σκηνή είμαι «τρελός» με την καλή έννοια.

Οι ηθοποιοί στην πλειοψηφία τους βρίσκονται σε αναζήτηση εργασίας κάθε σεζόν. Είναι κάτι που σας αγχώνει όσο περνούν τα χρόνια;
Η αλήθεια είναι πως ανήκω και εγώ σε αυτή την πλειοψηφία. Η αναζήτηση εργασίας κάθε σεζόν και βέβαια με αγχώνει. Ιδίως πλέον που είμαι πατέρας δύο παιδιών. Όμως πέρα από το αν θα προκύψει δουλειά και για του χρόνου, υπάρχει κάτι που με τρομάζει περισσότερο: Ότι το ενδεχόμενο να βρεθείς χωρίς δουλειά, πολλές φορές σε αναγκάζει να κάνεις εκπτώσεις στην αισθητική και την ποιότητα της δουλειάς σου. Η αβεβαιότητα ωθεί πολλούς ηθοποιούς στο να υιοθετούν μια «μανιέρα», έναν τρόπο παιξίματος και συμπεριφοράς επάνω στη σκηνή που να «πουλάει». Κάτι που θα τους κάνει να νιώθουν βέβαιοι ότι θα τους επιλέγουν ξανά και ξανά, πως θα έχουν διαρκώς δουλειά.
Εγώ προσπαθώ όσο δύσκολο κι αν είναι, να μην ερμηνεύω με έναν safe και «μανιερίστικο» τρόπο. Δεν με καλύπτει το να παίζω πάντα το ίδιο πράγμα για να έχω τη δουλίτσα μου, την ασφάλεια μου και να μην ψάχνω δουλειά κάθε σεζόν. Κι ας με αγχώνει η πιθανότητα να μην βρω δουλειά ή παρόλο που νιώθω ότι οι άνθρωποι που διαλέγουν δεν μπορούν να με «κατατάξουν» σε μια κατηγορία. Γιατί το να σε κατατάξουν μοιραία εγκλωβίζει την υποκριτική σου σε μια comfort zone. Όμως εγώ δεν θέλω να τοποθετώ γύρω από την υποκριτική μου «προφυλακτήρες». Στο παίξιμο μου, εδώ και έντεκα χρόνια που έχω μπει στη δουλειά, δεν θέτω ως προτεραιότητα την ασφάλεια αλλά την εξερεύνηση. Η εξερεύνηση στην υποκριτική μου δίνει τόσο ισχυρό κίνητρο, που υπερνικά το άγχος για το οικονομικό.

Τα «Αντικείμενα», το δεύτερο πρότζεκτ που υπηρετήσατε αυτή τη χρονιά, πήρε παράταση για τρία Δευτερότριτα μετά το Πάσχα. Απόδειξη ότι, παρά τον αιρετικό του χαρακτήρα, αγαπήθηκε από το θεατρικό κοινό.
Τα «Αντικείμενα» συνεχίζουν για τρία Δευτερότριτα μετά το Πάσχα. Ελπίζω οι έξι τελευταίες παραστάσεις να πάνε εξίσου καλά με τις προηγούμενες. Ομολογώ πως πρόκειται για ένα πρότζεκτ που όταν ξεκινήσαμε να το δουλεύουμε δεν πίστευα ότι θα το αγκαλιάσει τόσος πολύς κόσμος. Γιατί έχοντας δουλέψει πολλές φορές τόσο με τον Γιώργο Κατσή, όσο και με τον Πάνο Παπαδόπουλο που σκηνοθετούν τα «Αντικείμενα», αυτή τη φορά πρωταρχικός μας στόχος ήταν να απολαύσουμε εμείς οι ίδιοι αυτό που κάνουμε. Και ο παραγωγός μας, ο Βαγγέλης Κώνστας, που μας στηρίζει ήδη από τις πρώτες μας δουλειές, εμπιστεύτηκε το ένστικτό μας.
Και παρόλο που πρόκειται πράγματι για μια αιρετική παράσταση, χωρίς «στρωτή» πλοκή, με σκηνοθετικές και δραματουργικές πινελιές που καμιά φορά μοιάζουν «ξεκάρφωτες», εγώ το βλέπω όλο αυτό σαν ένα τρενάκι. Μπορεί να μπεις και να αφεθείς να σε πάει μέχρι το τέρμα, αλλά μπορεί και κάποια στιγμή να πεις «παιδιά εγώ ήμουν ως εδώ, σταματήστε κατεβαίνω». Όμως αυτή η παράσταση έχει κρατήσει την πλειοψηφία του κοινού ζωντανή ως το τέλος και έχει πετύχει πολλά περισσότερα από όσα φιλοδοξούσαμε.

Υπήρξατε σε άλλες δουλειές που αισθανθήκατε ότι ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος να τις κατανοήσει σε εκείνη τη φάση;
Ναι, το καλοκαίρι του 2023, που έπαιξα στους Σφήκες της Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο. Ο τρόπος που την αντιμετώπισε το κοινό, ήταν ένα προμήνυμα του που οδεύει η ελληνική κοινωνία: Σε ένα χάος όπου οι θεατές στο θέατρο ή οι επισκέπτες στην πινακοθήκη θα σηκώνονται και θα φωνάζουν «μας κακοποιείτε, μας προσβάλετε, μας θίγετε».
Δεν υπάρχει καμία πρόθεση κακοποίησης. Υπάρχει ένα έργο τέχνης και συνειδητά επιλέγεις αν θα το δεις ή όχι. Ποιον κακοποιούμε οι καλλιτέχνες πάσης φύσεως; Αυτόν που επέλεξε να έρθει να δει το προϊόν της δουλειάς μας; Και αναφέρομαι και στο περιστατικό που έλαβε χώρα στην πινακοθήκη. Κακοποιήθηκε ο βουλευτής που πήγε με τη θέλησή του στην πινακοθήκη; Εγώ δεν πήγα στην πινακοθήκη να δω το έργο του Χριστόφορου Κατσαδιώτη. Με κακοποιεί; Τίποτα δεν μου κάνει. Αν πηγαίνεις σε έναν χώρο τέχνης και δεν έχεις διαβάσει περί τίνος πρόκειται, κακοποιείς εσύ τον εαυτό σου. Καμία Κιτσοπούλου και κανένας Κατσαδιώτης δεν έχουν επάνω σου αυτή τη δύναμη.
Το κοινό που βλέπει τα «Αντικείμενα» κάνει λόγο για ένα θέατρο «διαφορετικό, σύγχρονο, αποκομμένο από θεατρικά στερεότυπα, ιδιοφυές, μοναδικό». Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό το «διαφορετικό» στο οποίο αναφέρονται;
Μοναδικό, ιδιοφυές και διαφορετικό θα χαρακτήριζε το συγκεκριμένο πρότζεκτ κάποιος που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με αυτή την αισθητική. Η αισθητική στα «Αντικείμενα» προέκυψε μέσα από τη ζύμωση προτάσεων δικών μου, του Γιώργου Κατσή και του Πάνου Παπαδόπουλου. Τόσο η δραματουργία όσο και η αισθητική έχουν επιρροές από το σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς και κυρίως από το Μπλε Βελούδο.
Ο δικός μου χαρακτήρας είναι ένα ιδιότυπο κράμα της Ντόροθι Βάλενς, την οποία υποδύθηκε η Ιζαμπέλα Ροζελίνι και του Φρανκ Μπουθ, που τον έπαιξε ο Ντένις Χόπερ. Η εμφάνιση μου παραπέμπει στην Ντόροθι και η ψυχοσύνθεσή μου στον Φρανκ.
Είναι το είδος του θεάτρου που οραματιζόσασταν να κάνετε όταν αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την υποκριτική;
Σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτό το είδος του θεάτρου που οραματιζόμουν να κάνω όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με την υποκριτική, πριν δεκατέσσερα χρόνια. Όταν επέλεξα να γίνω ηθοποιός δεν έλεγα «κάτσε να κάνω λίγο Λίντς». Δεν ήξερα καν ποιος είναι ο Λιντς.
Ήθελα απλά να κάνω θέατρο, να καταφέρω να παίξω όπου να ’ναι. Κι όταν άρχισα να δουλεύω, τότε ξεκίνησε και το ταξίδι της εξερεύνησης. Από τότε ψάχνω διαρκώς κάτι που μου ξέφευγε μέχρι τώρα, κάτι που θα γίνει οδηγός μου πριν ανέβω στη σκηνή. Στον «Άσχημο» παίξαμε 150 παραστάσεις. Και μέχρι και την τελευταία προσπαθούσα να ανακαλύπτω πράγματα. Μικρά μυστικά. Να εφαρμόσω κάτι που είδα σε μια ταινία ή που διάβασα σε ένα βιβλίο. Δεν οραματίζομαι μεγάλα πράγματα. Στο θέατρο ξεχύνομαι όπως τα μωρά στο παιχνίδι. Θέτω ως στόχο στον επόμενο «γύρο», να παίξω λίγο καλύτερα και προσδοκώ να μου αποκαλυφθεί κάτι καινούργιο. Όχι απαραίτητα κάτι σπουδαίο. Απλώς κάτι πρωτόγνωρο.

Τα «Αντικείμενα» των Γιάννη Αποσκίτη, Γιώργου Κατσή και Πάνου Παπαδόπουλου είναι μια παράσταση εμπνευσμένη από τις «Δούλες» του Zαν Ζενέ και την αληθινή ιστορία δύο υπηρετριών, που έχοντας υποστεί αδιανόητη βία από την κυρία τους, φαντασιώνονται την εκδίκηση ως την κορυφαία στιγμή της ζωής τους. Εσείς, στη δουλειά σας στο θέατρο έχετε αισθανθεί ποτέ ότι παραβιάζονται τα δικαιώματα σας; Είναι κάτι που βιώνουν εξίσου άνδρες και γυναίκες ηθοποιοί;
Δεν έχω αισθανθεί ποτέ πως παραβιάζονται τα δικαιώματά μου. Ωστόσο, μου έχουν συμπεριφερθεί άσχημα και έχω συμπεριφερθεί και εγώ άσχημα. Όμως σε καμία δουλειά δεν έχω νιώσει πως καταπατώνται τα όριά μου, παρόλο που στο θέατρο υπάρχουν εντάσεις και τρέλες και το σώμα συμμετέχει πολύ ενεργά σε όλο αυτό. Και δυστυχώς πιστεύω πως οι γυναίκες είναι πιο εκτεθειμένες. Διότι οι άνδρες χρησιμοποιούν τη φωνή, τη σωματική διάπλαση και την πυγμή τους και μπορούν πολύ πιο εύκολα να γίνουν επιθετικοί ή «μαλαγάνες» και δήθεν «προστάτες».
Καθένας ασκεί εξουσία με όποιο μέσο μπορεί. Το μέσο όμως που επιλέγει ο εξουσιαστής, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να πυροδοτήσει αντίστοιχη ή και πιο ορμητική αντίδραση από τον εξουσιαζόμενο. Αυτό συμβαίνει και στα «Αντικείμενα» και φυσικά στις δούλες του Ζαν Ζενέ: Οι υπηρέτριες δεν κατασπαράσσουν μόνο την κυρία του σπιτιού που τις βασάνιζε, αλλά και την κόρη της.
Κάτι που θυμάμαι πάντως πριν μπω στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ήταν πως συμφώνησα να δουλέψω με έναν άνθρωπο με κακή αισθητική και αντικαλλιτεχνική συμπεριφορά, που ήταν αυτό που θα λέγαμε σήμερα «πέφτουλας» απέναντι στις κοπέλες. Επρόκειτο για κάτι εντελώς ερασιτεχνικό και όταν το διαπιστώσαμε, σαν ομάδα διακόψαμε τη συνεργασία. Μετά τη σχολή δεν μου προέκυψαν κανενός είδους ακραίες συμπεριφορές, που να με ωθήσουν στο να «δώσω» κάποιον ή να κάνω κάποια καταγγελία.
Τι σημαίνει για σας εκδίκηση;
Εκδίκηση σημαίνει πως έχω πληγωθεί βαθύτατα από τη συμπεριφορά κάποιου και ο μόνος τρόπος να συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου, είναι να τον πληγώσω εξίσου ή και περισσότερο. Μια συμπεριφορά πέρα από τα συναισθήματά μας ενδέχεται να πληγώσει και τον αξιακό και ηθικό μας κώδικα. Και τότε η εκδίκηση γίνεται ακόμα μεγαλύτερο ζήτημα. Αυτό είναι που κάνει και τον Άμλετ σε ολόκληρο το έργο του Σαίξπηρ, να μην σκέφτεται τίποτα άλλο πέρα από το να εκδικηθεί. Για αυτό ταλανίζεται ασταμάτητα από το ερώτημα του τι σημαίνει εκδίκηση και το ποιος είναι ο πιο σωστός τρόπος να εκδικηθεί κανείς.

Ποια είναι τα σχέδιά σας για τη νέα σεζόν;
Το καλοκαίρι έχω γυρίσματα για μια τηλεοπτική σειρά, ενώ από τον Οκτώβρη θα συμμετάσχω σε μια θεατρική δουλειά, που είναι προγραμματισμένο να πάει μέχρι το τέλος της επερχόμενης σεζόν. Πολύ σύντομα θα είμαι σε θέση να ανακοινώσω και επίσημα αυτές τις δύο συνεργασίες.
Καλλιτεχνικά υπάρχει κάτι στο οποίο θα θέλατε να δοκιμαστείτε, αλλά δεν σας έχει δοθεί ακόμη η ευκαιρία;
Θέλω να παίξω τον Μακμπέθ, τον Άμλετ, τον Οθέλλο, αυτά είναι τα «μεγάλα». Αλλά και να μην τα παίξω δεν πειράζει. Αλλά αν με ρωτάς τι οραματίζομαι, ναι, θα ήθελα να τα παίξω όλα αυτά.

Ποιο είναι το πιο τρελό σας όνειρο;
Όλα μου τα όνειρα αποτελούνται από δύο κύρια υλικά: Ένα βουνό και τα παιδιά μου. Θυμάμαι μια εικόνα που μοιραζόμουν με το κοινό σε μια αγαπημένη μου παράσταση, στο «Μικρό αναρχικό καλοκαίρι», τη σεζόν 2022-2023. Ήμουν λέει με την Αθηνούλα, τότε που δεν είχε γεννηθεί ακόμη ο γιός μου ο Χάρης και πετούσαμε πάνω από ένα δάσος. Αν έπαιζα σήμερα στην ίδια παράσταση, θα πετούσαμε οι τρεις μας, εγώ η Αθηνά και ο Χάρης πάνω από ψηλά βουνά και θα έριχνε χιόνι. Αυτό είναι το πιο τρελό μου όνειρο.
Info
Τα «Αντικείμενα» επιστρέφουν στο θέατρο Ροές για τρεις εβδομάδες.
Ημερομηνίες Παραστάσεων
Δευτέρα και Τρίτη 28&29 Απριλίου, 21:00
Δευτέρα και Τρίτη 5&6 Μαΐου, 21:00
Δευτέρα και Τρίτη 12&13 Μαΐου, 21:00