Η κεντροδεξιά παράταξη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), μείζων κόμμα του σε ομοσπονδιακό επίπεδο «μεγάλου» συνασπισμού στην Γερμανία, αναδεικνύεται όπως αναμενόταν πρώτη δύναμη μετά τις χθεσινές τοπικές εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, το πολυπληθέστερο κρατίδιο της Γερμανίας, τουλάχιστον με βάση τα πρώτα, ακόμη μη οριστικά αποτελέσματα που δημοσιοποιήθηκαν το πρωί. Οι εκλογές όμως σημαδεύτηκαν από μια μεγάλη-«ιστορική» όπως χαρακτηρίστηκε- υποχώρήση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στην γεννέτηρά του και τον σχεδόν τριπλασιασμό των ποσοστών του νεοναζιστικού κόμματος AfD.
Το κόμμα του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς εξασφαλίζει περί το 33,3% των ψήφων, ακολουθούμενο από το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD, ήσσον στον κυβερνητικό συνασπισμό) που συγκεντρώνει 22,1%. Το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) εξασφάλισε το 14,5% των ψήφων, οι Πράσινοι 13,5%, το κόμμα Η Αριστερά (Die Linke) 5,6%, το φίλα προσκείμενο στον κόσμο των επιχειρήσεων κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) 3,7%.
Στις τοπικές εκλογές οι υποψήφιοι διεκδικούσαν περίπου 20.000 έδρες, μεταξύ δημοτικών συμβουλίων πόλεων και δήμων, 31 περιφερειών και του κρατιδιακού κοινοβουλίου στο βιομηχανικό κέντρο Ρουρ.
Αν κανένας από τους υποψήφιους για σημαντικά αξιώματα δεν συγκεντρώσει πάνω από το 50% των ψήφων, θα χρειαστεί δεύτερος γύρος της διαδικασίας, που είναι προγραμματισμένο να διεξαχθεί τη μεθεπόμενη Κυριακή 28η Σεπτεμβρίου.
Δικαίωμα ψήφου είχαν σχεδόν 14 εκατομμύρια κάτοικοι.
Σύμφωνα με το WDR, η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία ανήλθε στο 56,5%, επίπεδο αισθητά υψηλότερο σε σύγκριση με τις τοπικές εκλογές του 2020 (51,9%).
Εκλογές «βαρόμετρο»
Οι εκλογές θεωρούνται «βαρόμετρο» και για τις τάσεις σε ομοσπονδιακό επίπεδο, καθώς είναι η πρώτη εκλογική αναμέτρηση μετά την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησης υπό τον Φρίντριχ Μερτς, αλλά και επειδή η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, με 18,1 εκατομμύρια κατοίκους, είναι το πολυπληθέστερο κρατίδιο της Γερμανίας. Ενδεικτικό στοιχείο της σημασίας που αποδίδεται από το Βερολίνο στην εκλογική αναμέτρηση ήταν και οι πολλές εμφανίσεις στο κρατίδιο τόσο του καγκελάριου – ο οποίος κατάγεται από την περιοχή και εκλέγεται βουλευτής εκεί – όσο και άλλων κορυφαίων πολιτικών κατά την προεκλογική περίοδο.
Στην κορυφή της ατζέντας και σε αυτές τις εκλογές βρέθηκε το μεταναστευτικό, παρά το γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες έχει περιοριστεί ο αριθμός των αφίξεων μεταναστών και τα κέντρα φιλοξενίας προσφύγων δεν είναι πλέον υπερφορτωμένα. Τους πολίτες απασχόλησε επίσης έντονα το ζήτημα της ασφάλειας – στο κρατίδιο έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια αιματηρές ισλαμιστικές επιθέσεις -, ενώ μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων και για τα θέματα Παιδείας, κυρίως για τις ελλείψεις σε προσωπικό, αλλά και για την στέγη. «Τα “πράσινα” ζητήματα, όπως η βιωσιμότητα και το κλίμα, εξακολουθούν να είναι σημαντικά, αλλά όχι στον βαθμό που ήταν στις προηγούμενες εκλογές, το 2020», παρατηρεί ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Μούνστερ Νόρμπερτ Κέρστινγκ σε συνέντευξή του στην ZEIT. Επιπλέον, παρότι στις σημερινές εκλογές κρίνονταν ζητήματα τοπικού ενδιαφέροντος, η δυσαρέσκεια για τον ομοσπονδιακό κυβερνητικό συνασπισμό είναι μεγάλη και, όπως αναμενόταν, αποτυπώνεται και σε τοπικό επίπεδο.
Ο πρωθυπουργός του κρατιδίου Χέντρικ Βουστ (CDU) εξέφρασε αργά το βράδυ της Κυριακήςτην ικανοποίησή του για το αποτέλεσμα, αλλά και την ανησυχία του αφενός για την ενίσχυση της AfD και την αποδυνάμωση του εταίρου του, SPD. Ερμήνευσε μάλιστα το αποτέλεσμα ως «προβολή της τάσης» που επικρατεί στην κεντρική πολιτική σκηνή. «Ο εκλογικός στόχος έχει επιτευχθεί. Είμαστε το ισχυρότερο κόμμα, συνεχίζουμε να είμαστε η πρώτη δύναμη σε τοπικό επίπεδο», δήλωσε ο κ. Βουστ στο ARD και σημείωσε ότι τα αποτελέσματα πρέπει να αναλυθούν πολύ προσεκτικά και να δοθούν απαντήσεις στο ερώτημα «πώς στην καρδιά της σοσιαλδημοκρατίας έχει τόσο ισχυρή επίδοση η AfD, μια επίδοση η οποία παρότι είναι χαμηλότερη από ό,τι σε εθνικό επίπεδο, δεν μας επιτρέπει να κοιμόμαστε ήσυχοι».
Από την πλευρά του το SPD, το οποίο «γεννήθηκε» στην Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, υπέστη ιστορική συρρίκνωση των ποσοστών του. «Δεν ήρθε όμως η καταστροφή που πολλοί ανέμεναν», δήλωσε η αρχηγός του κόμματος Μπέρμπελ Μπας. «Απογοητευτικό» χαρακτήρισε, αντιθέτως, το αποτέλεσμα ο πρώην υπουργός Υγείας Καρλ Λάουτερμπαχ (SPD), ο οποίος κατάγεται από το Λεβερκούζεν. «Ο κίνδυνος για το SPD είναι εκρηκτικός, σχεδόν υπαρξιακός», δήλωσε από την πλευρά του ο βουλευτής του κόμματος Ραλφ Στέγκνερ.
Σε πολλούς δήμους ο νικητής θα κριθεί στον β’ γύρο της 28ης Σεπτεμβρίου. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Γκελζενκίρχεν και του Ντούιζμπουργκ, όπου πιθανότατα θα μονομαχήσουν οι υποψήφιοι του SPD και της AfD. Το SPD κερδίζει πάντως στην ιδιαίτερη πατρίδα του Φρίντριχ Μερτς, το ‘Αρνσμπεργκ στο Ζάουερλαντ, όπου ο εν ενεργεία δήμαρχος από το 2018 Πάουλ Μπίτνερ συγκεντρώνει ποσοστό 56,4%.
Ο σχεδόν τριπλασιασμός των ποσοστών της AfD φαίνεται όμως να ανησυχεί ιδιαίτερα τους οικονομολόγους. Ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) Μαρσέλ Φράτσερ, σε δηλώσεις του στην Handelsblatt, έκανε λόγο για «προειδοποιητικό σήμα για τους διεθνείς επενδυτές και για τις εγχώριες εταιρίες», ενώ ο Κνουτ Μπέργκμαν από το Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο (IW) τόνισε ότι οι επιτυχίες της AfD «δεν ευνοούν με κανέναν τρόπο τις επενδύσεις, επειδή η πλατφόρμα του κόμματος σχετικά με τους εργαζόμενους, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ελεύθερο εμπόριο ενέχει σημαντικούς οικονομικούς κινδύνους, ενώ οι οπισθοδρομικές θέσεις του παρεμποδίζουν τον απαραίτητο μετασχηματισμό, ιδίως προς την κλιματική ουδετερότητα, με αποτέλεσμα οι καθυστερήσεις να καθιστούν την Γερμανία λιγότερο ανθεκτική ως τόπο επενδύσεων».
Αναλύοντας το εκλογικό αποτέλεσμα και τα δημοσκοπικά στοιχεία, ο επικεφαλής του Ινστιτούτου INSA Χέρμαν Μπίνκερτ δήλωσε στην Handelsblatt ότι το σημερινό αποτέλεσμα της AfD είναι «σημαντικό» και ενδέχεται να ενισχύσει τα δημοσκοπικά ποσοστά του κόμματος σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Ο κ. Μπίνκερτ εκτίμησε ακόμη ότι το μέγιστο εκλογικό δυναμικό της AfD σε εθνικό επίπεδο είναι περίπου 33%.