Αντιμέτωπη με απέλαση βρίσκεται μια Πολωνή γυναίκα που ισχυριζόταν πως ειναι η αγνοούμενη Μαντλίν ΜακΚάν, αφού κρίθηκε ένοχη για παρενόχληση της οικογένειας του αγνοούμενου κοριτσιού.

Η Τζούλια Βάντελτ, 24 ετών, από την πόλη Λούμπιν στη νοτιοδυτική Πολωνία, διεξήγαγε μια εκτεταμένη εκστρατεία παρενόχλησης, η οποία περιλάμβανε τηλεφωνήματα, μηνύματα και ακόμα και επισκέψεις στο σπίτι της οικογένειας της Μαντλίν, που εξαφανίστηκε το 2007 στο θέρετρο Praia da Luz της Πορτογαλίας, όπως ακούστηκε στο δικαστήριο του Leicester Crown Court.

Advertisement
Advertisement

Η Βάντελτ έβαλε τα χέρια στο πρόσωπό της όταν οι ένορκοι ανακοίνωσαν την ετυμηγορία που την έκρινε ένοχη για παρενόχληση της Κέιτ και του Τζέρι ΜακΚαν, μεταξύ Ιουνίου 2022 και Φεβρουαρίου 2025.

Μετά από δίκη που κράτησε πέντε εβδομάδες, το σώμα των ενόρκων αποφάσισε ότι η Βάντελτ δεν ήταν ένοχη για καταδίωξη (stalking). Η συγκατηγορούμενή της, Κάρεν Σπραγκ από το Κάρντιφ, κρίθηκε επίσης αθώα και για τα δύο αδικήματα.

Η δικαστής Mrs Justice Cutts καταδίκασε τη Βάντελτ σε έξι μήνες φυλάκισης, ποινή την οποία είχε ήδη εκτίσει.

Το δικαστήριο ενημερώθηκε ότι έχει εκδοθεί εντολή απέλασης εις βάρος της και ότι εναπόκειται στον υπουργό Εσωτερικών αν θα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τότε.

Η δικαστής επέβαλε επίσης απαγορευτικό διάταγμα προσέγγισης εναντίον της, καθώς, όπως είπε, η γυναίκα αποτελεί «σημαντικό κίνδυνο για περαιτέρω παρενόχληση της οικογένειας ΜακΚαν στο μέλλον».


Οι αλλόκοτοι ισχυρισμοί της Βάντελτ

Κατά τη διάρκεια της δίκης, το δικαστήριο άκουσε πως η Βάντελτ ισχυριζόταν ότι είχε «αναμνήσεις» —που προέκυψαν, όπως είπε, από συνεδρίες ύπνωσης— κατά τις οποίες είχε απαχθεί και ζούσε με την οικογένεια ΜακΚαν ως παιδί.

Advertisement

Iσχυρίστηκε ότι θυμόταν να ταΐζει τον μικρότερο αδερφό της Μαντλίν, τον Σον, και να παίζει μαζί του.

Οι ένορκοι άκουσαν ότι προσπαθούσε να πείσει «οποιονδήποτε ήταν πρόθυμος να την ακούσει» πως είναι η Μαντλίν, ισχυριζόμενη ότι είχε απαχθεί από την Πορτογαλία και κακοποιηθεί μαζί με άλλα κορίτσια στην Πολωνία.

Παρενόχληση και εμμονή

Η Βάντελτ τηλεφώνησε και έστειλε μηνύματα στη μητέρα της Μαντλίν περισσότερες από 60 φορές μέσα σε μία ημέρα, τον Απρίλιο του περασμένου έτους, λέγοντας πως θυμόταν τη γυναίκα να της χαϊδεύει το κεφάλι και να της υπόσχεται ότι θα τη βρει πριν από την απαγωγή.
Τον Δεκέμβριο, η οικογένεια ΜακΚαν ήρθε αντιμέτωπη με τη Βάντελτ στην είσοδο του σπιτιού τους, όπου εκείνη ικέτευσε για μια εξέταση DNA.

Οι γονείς της Μαντλίν κατέθεσαν στο δικαστήριο πίσω από μια κουρτίνα που τους προστάτευε από τη θέα της κατηγορουμένης.

Ο Τζέρι ΜακΚαν είπε ότι ο ίδιος και η σύζυγός του εξακολουθούν να ελπίζουν πως η κόρη τους είναι ζωντανή, αλλά τόνισε πως οι ενέργειες της Βάντελτ παρεμπόδιζαν τη συνεχιζόμενη έρευνα για την εξαφάνισή της.

Η Κέιτ ΜακΚαν δήλωσε ότι η συμπεριφορά της γυναίκας την είχε αναστατώσει βαθιά, ιδίως όταν έλαβε μια επιστολή στην οποία η Βάντελτ την αποκαλούσε “μαμά”.

Η Βάντελτ ισχυρίστηκε ακόμη ότι ο πατέρας της Μαντλίν εμπλεκόταν στην εξαφάνισή της και ότι η μητέρα της γνώριζε, αλλά «δεν είχε άλλη επιλογή».

Advertisement

Πρόσθεσε ότι η αστυνομική επιχείρηση “Operation Grange”, η οποία διερευνά ακόμη την υπόθεση και έχει λάβει πάνω από 13 εκατομμύρια λίρες χρηματοδότηση, αποτελεί, κατά τη γνώμη της, «πρόσοψη για ξέπλυμα χρήματος».

Η ιατροδικαστική εμπειρογνώμονας Ρόζαλιν Χάμοντ κατέθεσε στο δικαστήριο ότι «η Τζούλια Βάντελτ δεν μπορεί να είναι η Μαντλίν ΜακΚαν, γιατί τα δείγματα DNA τους δεν ταιριάζουν».
Όταν ρωτήθηκε αν εξακολουθεί να πιστεύει ότι είναι η Μαντλίν, η Βάντελτ απάντησε ότι είναι «50/50» και ότι θα ήθελε να δει τα πλήρη έγγραφα που αποδεικνύουν ότι πρόκειται για διαφορετικά άτομα.
Την επόμενη ημέρα, όμως, δήλωσε στο δικαστήριο:
«Πιστεύω ότι είμαι εκείνη. Τους θυμάμαι, αλλά είμαι εξαντλημένη — απολύτως εξαντλημένη απ’ όλα αυτά.»

Πηγή: Guardian

Advertisement