Σχεδόν μισό αιώνα χρειάστηκε η Χαν Τάε-σουν για να ξαναδεί την κόρη της. Την είχε δει για τελευταία φορά τον Μάιο του 1975, στο σπίτι τους στη Σεούλ, στη Νότια Κορέα.
Όταν επέστρεψε από τη δουλειά, το παιδί είχε εξαφανιστεί. Δεν την ξαναείδε για 44 χρόνια – μέχρι που μια εξέταση DNA αποκάλυψε πως η κόρη της, με νέο όνομα Λόρι Μπέντερ, ζούσε πλέον στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου είχε υιοθετηθεί παράνομα, αναφέρει το BBC.
Η Χαν υποστηρίζει ότι η κόρη της απήχθη, μεταφέρθηκε σε ορφανοτροφείο και από εκεί «εξήχθη» παράνομα στις ΗΠΑ για υιοθεσία. Σήμερα, είναι η πρώτη βιολογική μητέρα που καταθέτει αγωγή αποζημίωσης κατά της νοτιοκορεατικής κυβέρνησης, κατηγορώντας την πως δεν προστάτεψε το παιδί της ούτε εμπόδισε την υιοθεσία του στο εξωτερικό.
Η υπόθεσή της αναμένεται να εξεταστεί στο δικαστήριο τον Ιούνιο και θεωρείται ορόσημο σε μια σειρά υποθέσεων που αποκαλύπτουν τις σκοτεινές πτυχές του διεθνούς προγράμματος υιοθεσιών της Νότιας Κορέας.
Καμία άλλη χώρα δεν έχει στείλει περισσότερα παιδιά στο εξωτερικό για υιοθεσία και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Από τη δεκαετία του 1950 έως σήμερα, εκτιμάται ότι 170.000 έως 200.000 παιδιά υιοθετήθηκαν στο εξωτερικό, κυρίως σε ΗΠΑ και Ευρώπη.
Τον Μάρτιο, ανεξάρτητη έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διαδοχικές νοτιοκορεατικές κυβερνήσεις παραβίασαν τα ανθρώπινα δικαιώματα, επιτρέποντας σε ιδιωτικά γραφεία υιοθεσιών να «εξάγουν μαζικά» παιδιά, με ελάχιστη ή και ανύπαρκτη κρατική εποπτεία. Τα πορίσματα αναμένεται να ενισχύσουν νέες αγωγές κατά του κράτους, όπως και αυτή της Χαν.
Το 2019, κατατέθηκε η πρώτη παρόμοια αγωγή από έναν άνδρα που είχε υιοθετηθεί και μεγαλώσει στις ΗΠΑ. Η Χαν Τάε-σουν, ωστόσο, είναι η πρώτη μητέρα που προσφεύγει στη Δικαιοσύνη, ζητώντας λογοδοσία και αποζημίωση.
Η ίδια δηλώνει πως δεν αναζητά μόνο δικαίωση για τη δική της ιστορία, αλλά και για τις χιλιάδες άλλες οικογένειες που έχασαν τα παιδιά τους μέσα σε ένα σύστημα υιοθεσιών που λειτούργησε με κίνητρο το κέρδος και όχι την προστασία των ανηλίκων.