Είναι απαραίτητη η εκμάθηση των αρχαίων Ελληνικών;

Η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο. Μερικές σκέψεις με αφορμή το άρθρο του Α. Νεχαμά αναφορικά με τις Κλασικές Σπουδές
CLODAGH KILCOYNE via Reuters

Το να λάβει κανείς την απόφαση να απαντήσει επιστημονικά στον κύριο Αλέξανδρο Νεχαμά, Καθηγητή στο Princeton University και τρανό πλατωνιστή, αποτελεί εγχείρημα σοβαρό και καθόλου ευκαταφρόνητο. Ο κύριος Νεχαμάς έχει δοκιμαστεί επανειλημμένα στον επιστημονικό χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών και το συγγραφικό του έργο είναι πασίγνωστο, προσελκύοντας, μάλιστα, και το ενδιαφέρον όχι μόνο εξειδικευμένων ερευνητών, αλλά και γενικότερα ανθρώπων που αγαπούν την φιλοσοφία.

Για τους παραπάνω λόγους, η συγγραφική μου αυτή απόπειρα δεν απέχει και πολύ από την αντίστοιχη του Αίλιου Αριστείδη, εκπροσώπου της Δεύτερης Σοφιστικής, που έγραψε δύο εκτενείς πραγματείες («Πρὸς Πλάτωνα Ὑπὲρ Ῥητορικῆς» και «Πρὸς Πλάτωνα Ὑπὲρ τῶν Τεττάρων»), θέλοντας να απαντήσει στον Πλάτωνα και να ανατρέψει συλλογιστικώς τις απαξιωτικές κατ’ εκείνον κρίσεις που είχε διατυπώσει ο φιλόσοφος για την ρητορική, κυρίως στον «Γοργία» του. Μάλιστα, στην παράγραφο 2 του «Πρὸς Πλάτωνα Ὑπὲρ Ῥητορικῆς» ο Αριστείδης επισημαίνει ότι οι άνθρωποι εκλαμβάνουν τις απόψεις των παλαιοτέρων ως ορθές, αφού ο χρόνος δρα επικυρωτικά ως προς την εγκυρότητά τους, ενώ θεωρούν αδιανόητο το να έχει δίκιο ένας νεώτερος άνθρωπος στα ίδια, ακριβώς, ζητήματα.

Ο κύριος Νεχαμάς, λοιπόν, είναι επιστημονικό μεγαθήριο της εποχής μας, όπως αντιστοίχως ήταν και ο Πλάτωνας στον καιρό του, αλλά και στην εποχή του Αριστείδη. Γίνεται, ως εκ τούτου, αντιληπτή η δυσκολία της πρωτοβουλίας μου. Σε κάθε περίπτωση, το κείμενό μου εντάσσεται στο πλαίσιο ανοιχτού επιστημονικού διαλόγου για την διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών και δεν δηλώνει προσωπική διαφωνία με τον πάντοτε ευγενέστατο κύριο Νεχαμά, τον οποίον θαυμάζω και σέβομαι απεριόριστα.

Ο κύριος Νεχαμάς, λοιπόν, αναφέρεται σε άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή» (δημοσιευθέν στις 10/05/2023) στην απόφαση του Princeton University και, ειδικότερα, του τμήματος Κλασικών Σπουδών, που ελήφθη το 2021 και δεν απαιτεί, πλέον, από τους πτυχιούχους να γνωρίζουν αρχαία ελληνικά και λατινικά από το πρωτότυπο. Ο αξιότιμος κύριος Καθηγητής έχει δίκιο, όταν περιγράφει τις έντονες αντιδράσεις που προκλήθηκαν τόσο στην Αμερική, όσο και στην Ελλάδα. Ειδικά στην Ελλάδα, τέτοια ζητήματα προκαλούν, συνήθως, το κοινό αίσθημα και συνδέονται με την έκφραση απόλυτων θέσεων, πολλές φορές μη επαρκώς αιτιολογημένων. Είναι αναγκαίο να ξεκαθαριστεί εδώ ότι απόψεις που βλέπουν ύποπτα κίνητρα σε αυτές τις ενέργειες είναι καθαρά αντιεπιστημονικές. Ο διάλογος για τις Κλασικές Σπουδές δεν πραγματοποιείται επειδή, δήθεν, κάποια πονηρά κέντρα εξουσίας επιθυμούν να αφανίσουν τον Ελληνισμό· τουναντίον, η συζήτηση διεξάγεται, επειδή όλο και περισσότεροι μαθητές και φοιτητές δείχνουν να αποστρέφονται τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά και να στρέφουν την προσοχή τους στις θετικές επιστήμες και την τεχνολογία. Ούτως ή άλλως, στην σύγχρονη εποχή μόνο ό,τι είναι απτό και ωφέλιμο πρακτικώς έχει αξία (αντίληψη που, σημειωτέον, υποβιβάζει τον άνθρωπο σε καθαρά ωφελιμιστική οντότητα και αδιαφορεί για την έμφυτη πνευματικότητά του, δηλαδή «τὸν λόγον», την έλλογη σκέψη, που κατά τον Ισοκράτη επιτρέπει στον άνθρωπο να είναι ανώτερος διανοητικά από τα υπόλοιπα έμβια όντα).

Ορθώς, λοιπόν, επισημαίνει ο κύριος Νεχαμάς ότι η απόφαση ελήφθη, επειδή στην Αμερική «οι πτυχιούχοι Κλασικών Σπουδών έχουν μειωθεί απελπιστικά», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά. Δύναμαι να βεβαιώσω την ορθότητα της ρήσης, καθώς, έχοντας αρκετές επαφές με την Αμερική, είμαι σε θέση να γνωρίζω την κατάσταση.

Το επιχείρημα του κυρίου Νεχαμά είναι, εν ολίγοις, το εξής: αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι πολλοί νέοι άνθρωποι αδιαφορούν για τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά κείμενα λόγω της δυσκολίας που εμπεριέχει η εκμάθηση των αντίστοιχων «νεκρών γλωσσών» (η ορολογία είναι φιλολογική και όχι απαξιωτική), τότε μπορούμε να ακολουθήσουμε μια διαφορετική μέθοδο προσέγγισης των νέων: μπορούμε να τους διδάξουμε το πρωτότυπο κείμενο από μετάφραση, ώστε το ενδιαφέρον μας να επικεντρωθεί στα ηθικά, κοινωνικά, πολιτικά κ.ά. μηνύματα που έχει να μας μεταδώσει η αρχαιότητα και όχι στην δοτική αντικειμενική ή την γενική της αιτίας. Ο κύριος Νεχαμάς βεβαιώνει την επιτυχία της προσπάθειας αυτής, αφού μέχρι στιγμής οι φοιτητές έχουν αυξηθεί, όπως συμπληρώνει. Η εξέλιξη αυτή με χαροποιεί ιδιαιτέρως.

Έχω ασχοληθεί επισταμένως με το ζήτημα, τόσο με δημόσιες τοποθετήσεις μου από το 2016 (σε ραδιοφωνικούς σταθμούς ή μέσω διαλέξεών μου), όσο και με την έκδοση το 2019 του συγγράμματός μου «Τα Αρχαία Ελληνικά στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: Πρόταση Διδασκαλίας Αγνώστου Κειμένου», που αποτελεί την πρώτη θεματογραφία στην σύγχρονη ελληνική βιβλιογραφία που επιδιώκει να εξηγήσει την αναγκαιότητα συνύφανσης συντακτικής ανάλυσης και νοηματικής πραγμάτευσης κατά την διδασκαλία ενός αρχαίου ελληνικού κειμένου. Παράλληλα, σχετικές τοποθετήσεις μου υπάρχουν και στο σύγγραμμά μου «Φιλοσοφικές Καταθέσεις», που εξεδόθη το 2021. Οι παραπομπές αυτές δεν γίνονται με διαφημιστικό σκοπό, αλλά για να υπενθυμίσω στους αναγνώστες ότι στα βασικά συντάσσομαι με την άποψη του κυρίου Νεχαμά. Ο ερμηνευτικός πλούτος των αρχαίων ελληνικών και λατινικών κειμένων χάνεται, όταν το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι ο εντοπισμός μιας δοτικής προσωπικής αντιχαριστικής. Λόγου χάριν, βλ. Στ. Χρ. Αναστασόπουλος, «Φιλοσοφικές Καταθέσεις», Αθήνα 2021, σελ. 145 και 141:

«Γίνεται, ως εκ τούτου, εμφανές εκ των προειπωθέντων ότι η διδασκαλία είναι απαραίτητο να συνδεθεί με το έμπρακτο βίωμα, με την φιλοσοφική αντιμετώπιση της ζωής. Ο Nietzsche, άλλωστε, τονίζει: “Κάθε φιλολογική δραστηριότητα θα έπρεπε να περικλεισθεί και να περιβληθεί από μια φιλοσοφική κοσμοθεώρηση” (η μετάφραση ανήκει στον κύριο Βασίλειο Βερτουδάκη, Αναπληρωτή Καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ). Η Φιλολογία, εξάλλου, συμπληρώνω εγώ, βρίσκεται σε αδιάρρηκτο διανοητικό σύνδεσμο με την Φιλοσοφία. Κάθε βαθυστόχαστη κειμενική ερμηνεία απαιτεί επιστράτευση των φιλοσοφικών δεξιοτήτων και ευαισθησιών του ανθρώπου, αλλιώς καταντά στενόκαρδη προσέγγιση».

«Αν, όταν κλείνεις τον πλατωνικό “Γοργία”, τρέχεις και αδικείς ή αν παραδίδεσαι ανηλεώς στις ηδονές σου, παρόλο που κατέχεις τον Δίωνα Χρυσόστομο, τότε τι διαβάζεις; Αυτόν τον τρόπο σκέψεως και δράσης οφείλουμε, πρωτίστως, να κοινωνήσουμε στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Αν κάποιος γιατρός ή αγρότης δεν θυμάται μετά από 30 χρόνια πώς να εντοπίζει το προληπτικό κατηγορούμενο, είναι απολύτως φυσιολογικό. Αν, όμως, είναι άδικος και αλαζών, τότε η Κλασική Φιλολογία έχει αποτύχει».

Η διαφωνία μου, λοιπόν, με τον κύριο Νεχαμά έγκειται αλλού: η πλήρης αποσιώπηση του πρωτοτύπου κειμένου καθιστά αδύνατη την κατανόηση του ιστορικού πλαισίου, στο οποίο αυτό εντάσσεται. Γι’ αυτό και πολλοί επαγγελματίες αρχαιοελληνιστές (ή και λατινιστές) και εν γένει στοχαστές προσφέρουν, συχνά, εσφαλμένες, λειψές ή άκρως αναχρονιστικές ερμηνείες, αφού η αδυναμία τους στα αρχαία ελληνικά δεν τους επιτρέπει να προσεγγίσουν ικανοποιητικά την εποχή την οποία καλούνται να ερμηνεύσουν.

Ενδεικτικό παράδειγμα λειψής ερευνητικά θεώρησης αποτελεί η περίπτωση της H. Arendt, η οποία εκφράζει την θέση ότι ο Πλάτωνας καταδικάζει την πειθώ (πράγματι, αυτό συμβαίνει στα πρώιμα πλατωνικά έργα), παραγνωρίζοντας ή και αγνοώντας η ίδια ότι στον «Φαῖδρο» γίνεται πιο επιεικής ο Πλάτωνας απέναντι στην ρητορική, αφού μόνο αυτή μπορεί να βοηθήσει την φιλοσοφία να γίνει πειστική (η θέση μου αυτή υποστηρίζεται και από ερευνητές όπως ο E. Ramsey και η M. Brady).

Τρανό παράδειγμα αναχρονιστικής ερμηνείας αποτελεί η περίπτωση του K. Popper, ο οποίος, σύμφωνα με τον προσωπικό του φίλο και σπουδαίο Έλληνα φιλόσοφο Κ. Δεσποτόπουλο, δεν γνώριζε αρχαία ελληνικά. Ο Popper, λοιπόν, συνέδεσε τον Πλάτωνα με τον ολοκληρωτισμό, αδυνατώντας να κατανοήσει τόσο την πρόοδο των πλατωνικών θέσεων που σταδιακά τείνουν προς ένα είδος πολιτικής μετριοπάθειας (για παράδειγμα, η φιλοσοφική ρητορική του «Φαίδρου» απέχει πολύ από την ρητορική του «Γοργία», που αντιμετωπίζεται πλήρως χλευαστικά από τον Πλάτωνα), όσο και τις διαρκείς συλλογιστικές τροποποιήσεις που λαμβάνουν χώρα εντός των ιδίων των πλατωνικών έργων. Όπως, άλλωστε, ορθά τονίζουν ερευνητές, όπως ο A. Taylor, ο Th. Szlezàk, ο Ι. Συκουτρής, ο Ι. Θεοδωρακόπουλος, ο Κ. Δεσποτόπουλος και ο D. Davidson, ο Πλάτωνας δεν αποτελεί φιλόσοφο στον οποίον δύναται κανείς να αποδώσει δόγματα ή συγκεκριμένο σύστημα φιλοσοφίας.

Η ελλιπής, επομένως, γνώση των αρχαίων ελληνικών εμποδίζει τον ερευνητή να δει πίσω από τις λέξεις. Πώς θα ερμηνεύσει κάποιος τον πλατωνικό «Μενέξενο», αν δεν γνωρίζει άριστα τον επιτάφιο του Περικλή στον Θουκυδίδη; Υπάρχει ολόκληρη βιβλιογραφία για την γλωσσική και, κατʼ επέκταση, νοηματική «επικοινωνία» των δύο κειμένων· η κειμενική αυτή σχέση είναι, δυστυχώς, αδύνατον να γίνει αντιληπτή από μετάφραση. Αν, επίσης, επιθυμεί κανείς να ερμηνεύσει την στάση του Πλάτωνα απέναντι στον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, οφείλει να γνωρίζει άριστα τόσο τον Θουκυδίδη, όσο και τον Αριστοφάνη.

Ειδικά ο Αριστοφάνης είναι απροσπέλαστος ερμηνευτικά χωρίς την καλή γνώση του πρωτοτύπου αρχαίου κειμένου, αφού οι λεκτικές εμπνεύσεις του σατιρίζουν με κωμικό τρόπο τους πολιτικούς της εποχής, αναφέρονται σε λεπτομέρειες του χαρακτήρα τους, διακωμωδούν πολιτικές τους ενέργειες μέσα από ευφάνταστα σκηνικά κ.λπ. Με λίγα λόγια, η ερμηνεία ενός αριστοφανικού εδαφίου είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τις γλωσσικές επιλογές του ποιητή. Καλώς ή κακώς, σε άλλο ερευνητικό επίπεδο δύναται να φτάσει κάποιος που γνωρίζει τον Αριστοφάνη από το πρωτότυπο και σε διαφορετικό κάποιος που τον διαβάζει στα αγγλικά ή τα γαλλικά. Αντιστοίχως, είναι αδύνατον να κατανοήσεις σωστά τον Hegel χωρίς ικανοποιητική ώς και άριστη γνώση της γερμανικής.

Οι πεποιθήσεις μου, φυσικά, αυτές δεν συνεπάγονται αντιμετώπιση των αρχαίων ελληνικών κειμένων αποκλειστικά υπό το γλωσσικό πρίσμα· αντιθέτως, αυτό στο οποίο είναι αναγκαίο να δοθεί έμφαση από τους σχολικούς και πανεπιστημιακούς διδάσκοντες είναι η σύζευξη γλωσσικής παρατήρησης και νοηματικής προσέγγισης. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υιοθετήσουμε το άκρο της προσέγγισης των αρχαίων ελληνικών (και λατινικών) κειμένων μόνο μέσα από μετάφραση, όπως και δεν είναι αποδεκτό να αδιαφορεί κανείς πλήρως για τις μεταφράσεις και να διαβάζει τα κείμενα μόνο από το πρωτότυπο. Χρειαζόμαστε τόσο το πρωτότυπο, όσο και τις μεταφράσεις· τις μεταφράσεις, εντούτοις, τις συμβουλευόμαστε μόνο όταν έχουμε κατακτήσει επαρκώς το πρωτότυπο.

Στην παρουσίαση του βιβλίου μου «Τα Αρχαία Ελληνικά στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: Πρόταση Διδασκαλίας Αγνώστου Κειμένου» ο κύριος Ιωάννης Κωνσταντάκος, Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, μεταξύ άλλων σημείωσε χαρακτηριστικά:

«Ανάλογη είναι η φύση των αρχαίων ελληνικών: σαφώς προσμένουν μεγάλες απολαύσεις τον αναγνώστη που έχει δαμάσει τη γλώσσα σε επαρκή βαθμό ώστε να διαβάζει τα έργα του Ομήρου και του Πλάτωνα, του Αισχύλου και του Λουκιανού. Μέχρι να φτάσει όμως σε εκείνο το σημείο, ο νεαρός μαθητευόμενος είναι ανάγκη να αντέξει μεγάλες δόσεις ανίας και αηδίας, να απομνημονεύσει με κόπο αναρίθμητους γραμματικούς τύπους και συντακτικούς κανόνες, να παλέψει με κείμενα που θα του φαίνονται στην αρχή ακατανόητα, να νυστάξει πάνω από τις σελίδες των βιβλίων. Δίχως αυτόν τον πολύχρονο βασανισμό, δεν θα μπορέσει να προσεγγίσει εντέλει τις διανοητικές ηδονές των παλαιών αριστουργημάτων. Για να κατακτήσεις τα αρχαία, σε περιμένουν πρώτα χρόνια ολόκληρα θεραπείας με πνευματικό μουρουνέλαιο».

Ο κύριος Νεχαμάς, από την άλλη, σημειώνει στο άρθρο του πως η παράλειψη αυτή του πρωτοτύπου κειμένου, ήτοι η διδασκαλία του από μετάφραση, κίνησε την περιέργεια περισσότερων φοιτητών, οι οποίοι στην συνέχεια διαπίστωσαν από μόνοι τους την αναγκαιότητα εκμάθησης της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γλώσσας. Εννοείται, συνεπώς, εδώ ότι, επειδή οι φοιτητές εκτίμησαν ορισμένες ιδέες που συναντάμε στην αρχαιότητα, ακολούθως στράφηκαν μόνοι τους στα πρωτότυπα κείμενα. Πρόκειται για απτό αποτέλεσμα, που δεν δύναμαι να αμφισβητήσω· ωστόσο, μου φαίνεται πως η μέθοδος αυτή βασίζεται στην τύχη, δηλαδή το ζήτημα εναπόκειται στην ευαισθησία και το φιλότιμο ενός φοιτητή, ο οποίος θα θελήσει να δει πέρα από την μετάφραση. Θα το θελήσουν, όμως, αυτό όλοι οι φοιτητές; Λίγοι άνθρωποι θα προτιμήσουν τις ζόρικες διατυπώσεις και πολλοί θα επιλέξουν την ραστώνη.

Ας φανταστούμε ένα ωδείο, στο οποίο δεν γίνεται ποτέ λόγος για τον Verdi και τις θρυλικές ερμηνείες του Pavarotti στον Rigoletto: πόσοι σπουδαστές πιάνου θα θελήσουν από μόνοι τους να εντρυφήσουν στην όπερα και τον μελωδικότατο κόσμο που υπάρχει εντός της; Κι αν αυτό το παράδειγμα θεωρείται υπερβολικό (θα αντιτείνει, δηλαδή, κάποιος ότι ο πιανίστας δεν υποχρεούται να γνωρίζει εις βάθος την όπερα), τότε αρκεί να επισημάνω ότι ελάχιστοι Έλληνες σπουδαστές μονωδίας γνωρίζουν τον Πέτρο Επιτροπάκη ή τον Ζαννή Καμπάνη· κανείς δεν τους μίλησε για αυτούς.

Τέτοια σοβαρά ζητήματα, ακριβώς επειδή απαιτούν εξαντλητική μελέτη, πέρα από γούστο (το γούστο, αν δεν είναι έμφυτο, μπορούμε να το καλλιεργήσουμε), δεν πρέπει να αφήνονται στην τύχη τους. Το χορωδιακό ρεπερτόριο των Κερκυραίων, παρόλο που ζουν μέσα στην μουσική από μωρά, πριν την έλευση του μαέστρου Λευτέρη Σπίνουλα στο νησί το 1985, αφορούσε σχεδόν κατά αποκλειστικότητα καντάδες. Πώς θα μάθαιναν μόνοι τους οι Κερκυραίοι τον Orlando di Lasso, αν δεν βρισκόταν ο κατάλληλος άνθρωπος προκειμένου να τους μεταδώσει αυτήν την γνώση;

Το άλλο ζήτημα με το οποίο δεν μπορώ να συμφωνήσω απολύτως με τον κύριο Νεχαμά αφορά την πολιτική ορθότητα. Μπορεί το Princeton να μην έλαβε την απόφαση αυτήν για λόγους πολιτικής ορθότητας (επιλέγω να εμπιστευτώ εδώ τον κύριο Νεχαμά, ο οποίος διδάσκει στο πανεπιστήμιο αυτό και, άρα, γνωρίζει καλύτερα από εμάς τι συμβαίνει), αλλά στο σημείο αυτό η καχυποψία πολλών νεοελλήνων ερευνητών δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητη.

Η ελλιπής γνώση των αρχαίων ελληνικών κειμένων διαδραματίζει και πάλι καθοριστικό ρόλο: υπάρχουν ερευνητές, στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, οι οποίοι, ακριβώς επειδή δεν γνωρίζουν καλά αρχαία ελληνικά (πέρα από το γεγονός ότι ασκούν την επιστήμη με όρους ιδεολογικούς ή ακόμα και κομματικούς), διαδίδουν ανυπόστατες φήμες, καθαρά, δηλαδή, αντιεπιστημονικές προσεγγίσεις: ο Όμηρος ήταν ρατσιστής, ο Πλάτωνας ήταν vegan κ.ά. Συνήθως εκφράζω την άποψη ότι δεν αξίζει καν να ασχοληθούμε με αναχρονιστικές, ατεκμηρίωτες έως και αστείες αντιλήψεις, αφού στον σκληρό πυρήνα της Κλασικής Φιλολογίας οι φωνές αυτές δεν έχουν σημαντική απήχηση. Φοβάμαι, όμως, μήπως η τάση αυτή (ο εντοπισμός της οποίας στην διεθνή βιβλιογραφία είναι ακόμα σπάνιος σε γενικές γραμμές) λάβει στο μέλλον χαρακτήρα κυρίαρχου αφηγήματος.

Τέλος, η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών (εν πολλοίς, και των λατινικών) στην Ελλάδα δεν μπορεί σαν γνωστική διαδικασία να παραλληλιστεί με τις μεθόδους που ακολουθούνται στην Αμερική ή και σε άλλες χώρες του εξωτερικού. Η Κλασική Φιλολογία, παρόλο που λατρεύεται διεθνώς και η αντίστοιχη βιβλιογραφική παραγωγή είναι τεράστια, δεν είναι σαν τα μαθηματικά ή την ιατρική που είναι παγκόσμιες επιστήμες· πρόκειται για μια επιστήμη που κατά το ήμισυ (αρχαία ελληνικά) βασίζεται στην ίδια την ιστορία της Ελλάδας. Η ιατρική, επί παραδείγματι, δεν αφορά γιατρούς συγκεκριμένου έθνους, αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η ιδιομορφία αυτή της Κλασικής Φιλολογίας σημαίνει ότι, παρόλο που επιστημονικά είναι πρέπον όλοι οι κλασικοί φιλόλογοι παγκοσμίως να έχουν άριστη γνώση του αρχαίου κειμένου, στην Ελλάδα αυτό είναι επιβεβλημένο και για λόγους εθνικής συνοχής και ιστορικής παράδοσης.

Ούτως ή άλλως, πώς θα είναι ικανός ο μέσος Έλληνας πολίτης να παρακολουθήσει άνετα την κυριακάτικη Θεία Λειτουργία, αν δεν έχει αξιοπρεπή γνώση των αρχαίων ελληνικών; Δεν παραβλέπω, βέβαια, το ότι ο Έλληνας καταλαβαίνει την Θεία Λειτουργία και λόγω της βιωματικής σχέσης που έχει με τα εκκλησιαστικά δρώμενα, αλλά σίγουρα η γνώση της αρχαίας ελληνικής δρα βελτιωτικά ως προς την κατανόηση των χριστιανικών κειμένων. Αν, πάντως, δύναται να κατανοεί την Θεία Λειτουργία, τότε σημαίνει ότι θα διαβάζει άνετα και Παπαδιαμάντη χωρίς την ανάγκη λεξικού ή θα καταλαβαίνει με ευκολία τις μελέτες του Συκουτρή. Συνοπτικά, η γνώση των αρχαίων ελληνικών προσφέρει απευθείας πρόσβαση σε διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας της ελληνικής ιστορίας μέσα στους αιώνες. Γιατί να μην μπορούμε να διαβάσουμε και να χαρούμε τα γραπτά, λόγου χάριν, του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου;

Σε κάθε περίπτωση, αν το δει κανείς και ερευνητικά, θα διαπιστώσει ότι ο Έλληνας ερευνητής αποκτά συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους συναδέλφους του από το εξωτερικό. Για παράδειγμα, στο 303a του πλατωνικού «Πολιτικοῦ» διαβάζουμε:

«διὸ γέγονε πασῶν μὲν νομίμων τῶν πολιτειῶν οὐσῶν τούτων χειρίστη, παρανόμων δὲ οὐσῶν συμπασῶν βελτίστη». Όταν τα πολιτεύματα είναι νόμιμα, ήτοι όταν έχουμε βασιλεία ή αριστοκρατία, δεν πρέπει, κατά τον Πλάτωνα, να ζει κανείς σε δημοκρατία· όταν, αντιθέτως, τα πολιτεύματα είναι παράνομα, δηλαδή όταν έχουμε τυραννίδα ή ολιγαρχία, τότε η δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα με διαφορά.

Υπάρχει λόγος που στην πρώτη περίπτωση τίθεται ένα γενικόλογο και «άχρωμο» από άποψη ερμηνευτικής έντασης «τούτων», ενώ στην δεύτερη περίπτωση η γενική πληθυντικού «τούτων» μετατρέπεται σε «συμπασῶν», σε μια λέξη που έχει σαφή ερμηνευτικό προσανατολισμό. Εννοεί, επομένως, ο Πλάτωνας ότι αν τα πολιτεύματα είναι παράνομα, τότε η δημοκρατία όχι, απλώς, είναι η μοναδική λύση, αλλά κερδίζει κατά κράτος τα πολιτεύματα αυτά και, άρα, αποτελεί μονόδρομο η εγκαθίδρυσή της. Ας σημειωθεί και η φιλοσοφική απόσταση που έχει διανύσει ο Πλάτων από την «Πολιτεία» μέχρι τον «Πολιτικό», αφού, πλέον, κάνει τις απαραίτητες πολιτικές υποχωρήσεις. Εδώ εντοπίζεται αποδοχή της δημοκρατίας· αν το «συμπασῶν» είχε τοποθετηθεί δίπλα στο «χειρίστη», τότε θα είχαμε καταδίκη της δημοκρατίας. Να, λοιπόν, πώς η γλωσσική παρατήρηση μπορεί να συνταιριαστεί αρμονικά με την ερμηνευτική εξήγηση.

Εν κατακλείδι, ο διάλογος για την διδασκαλία των Κλασικών Σπουδών και τον τρόπο προσέγγισης περισσότερων νέων σε αυτές έχει ανοίξει για τα καλά τα τελευταία χρόνια και ορθώς συνεχίζεται. Στην Ελλάδα, οι επιστήμονες οφείλουμε να ακολουθήσουμε την αριστοτελική προτροπή, την «ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς» λύση: έχουμε χρέος να ξεκινάμε από το αρχαίο κείμενο, δίχως γλωσσικό φανατισμό και χωρίς εμμονική προσκόλληση στα γραμματικο–συντακτικά φαινόμενα, και να θέτουμε ως απώτερο στόχο της διδασκαλίας μας την βαθύτερη κατανόηση των ανθρώπων που έζησαν στην αρχαιότητα, δηλαδή την συνολική προσέγγιση μιας εποχής μακρινής, αλλά αενάως επίκαιρης και χρήσιμης.

Δημοφιλή