Την δύσκολη περίπτωση μιας συντροφιάς που ζει σε μονάδα φιλοξενίας ηλικιωμένων εξετάζουν οι NYT, αφού μια από κυρίες που φιλοξενούνται εκεί έχει «μπλεχτεί» με έναν άντρα μπροστά στα μάτια της ανάπηρης συζύγου του.
Ζω σε έναν οίκο ευγηρίας / δομή για ηλικιωμένους και η συμπεριφορά μιας γνωστής μου με αναστατώνει. Δεν είμαστε πολύ στενές φίλες, αλλά εκείνη έχει ερωτευτεί έναν παντρεμένο άντρα που την πολιορκεί επίμονα. Ο άντρας αυτός κινείται και στον δικό μου κοινωνικό κύκλο, χωρίς να είμαστε ιδιαίτερα κοντά. Η σύζυγός του υπέστη εγκεφαλικό πριν από πάνω από 20 χρόνια και δεν μπορεί πλέον ούτε να μιλήσει ούτε να φροντίσει τον εαυτό της. Είναι όμως ακόμη μια συμπαθητική και αξιαγάπητη γυναίκα, και την εκτιμώ πολύ, αναφέρει η αναγνώστρια. Και συνεχίζει: Νιώθω θυμό και αγανάκτηση με τη συμπεριφορά της φίλης μου. Η φίλη μου και ο παντρεμένος αυτός άντρας πηγαίνουν μαζί σε ταξίδια για γκολφ, κάνουν βόλτες, παίζουν παιχνίδια, και ακούγεται πως εκείνος την επισκέπτεται κρυφά στο διαμέρισμά της. Αισθάνομαι ότι παριστάνω την καλή…», συμπληρώνει ζητώντας συμβουλή.
Την απάντηση δίνει η Λόρι Γκόντλιμπ, ψυχοθεραπεύτρια και συγγραφέας μπεστ σέλερ μέσα από το ίδιο μέσο. Μήπως, πιο βαθιά μέσα σου, ελπίζεις ότι αν πεις κάτι, θα νιώσεις πως έπραξες «το σωστό» με βάση τον προσωπικό σου ηθικό κώδικα; Αυτό είναι πιθανό, αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα βοηθήσει με κάποιο ουσιαστικό τρόπο τη σύζυγο, για την οποία ανησυχείς. Η βιβλιογραφία γύρω από τους/τις συντρόφους-φροντιστές μετά από εγκεφαλικό δείχνει ότι ζουν χρόνια με τεράστια ψυχική επιβάρυνση, άγχος, θλίψη και αίσθηση παγιδευμένης ζωής. Αυτό μπορεί να οδηγεί κάποιους σε επιλογές που απ’ έξω μοιάζουν ανήθικες, αλλά εσωτερικά βιώνονται σαν απελπισμένη προσπάθεια επιβίωσης.
Επιπλέον, δεν μπορείς να είσαι βέβαιη ότι όντως έκανες το «σωστό», αφού δεν ξέρεις πώς βιώνουν ο άντρας και η γυναίκα αυτή την κατάσταση μεταξύ τους. Σε πολλές περιπτώσεις χρόνιας νευρολογικής βλάβης ή άνοιας, οι ερευνητές μιλούν για «αμφίσημη απώλεια»: ο άνθρωπος είναι σωματικά παρών αλλά ψυχικά, γνωστικά ή λειτουργικά «απών», κι αυτό δημιουργεί μια ιδιότυπη, παρατεταμένη μορφή πένθους χωρίς σαφές τέλος. Μέσα σε αυτή τη θολή ζώνη, ο/η φροντιστής βιώνει ταυτόχρονα αφοσίωση και εξάντληση, αγάπη και θυμό, αίσθηση υποχρέωσης αλλά και επιθυμία για μια «κανονική» ζωή.
Στην ηθική της φροντίδας σε άτομα με βαριά νοητική ή λειτουργική έκπτωση, τονίζεται ότι συχνά δεν υπάρχει μία «σωστή» απάντηση,
Στην ηθική της φροντίδας σε άτομα με βαριά νοητική ή λειτουργική έκπτωση, τονίζεται ότι συχνά δεν υπάρχει μία «σωστή» απάντηση, χρειάζεται να σταθμίζονται η ευημερία του ασθενούς, τα όρια του/της φροντιστή και οι πραγματικές δυνατότητες επικοινωνίας.
Αν σκέφτεσαι και αυτά τα ενδεχόμενα, θα ήταν χρήσιμο να κάνεις παρόμοιες ερωτήσεις στον εαυτό σου: Τι ακριβώς ελπίζω ότι θα προκύψει; Θέλω να προστατεύσω τη σύζυγο; Να «ξεμπροστιάσω» τη φίλη μου; Να βάλω όρια στον εαυτό μου ως προς το τι αντέχω να βλέπω; Η διεθνής συζήτηση για τις εξωσυζυγικές σχέσεις συζύγων με άνοια ή βαριές αναπηρίες δείχνει ότι πολλοί/ές κουβαλούν ενοχή, αλλά ταυτόχρονα νιώθουν πως μια νέα σχέση τους κρατά ψυχικά ζωντανούς και, παραδόξως, τους βοηθά να συνεχίσουν να φροντίζουν τον/τη σύντροφό τους. Δεν πρόκειται για γενική «δικαιολόγηση» της απιστίας, αλλά για αναγνώριση του πόσο ακραίες και γκρίζες είναι κάποιες συνθήκες.
Για παράδειγμα:
– Αν η σύζυγος δεν γνωρίζει για τη σχέση, θα της έφερνε άραγε ανακούφιση να μάθει, ή θα την παγίδευε σε έναν πόνο που δεν έχει τρόπο να εκφράσει ή να επεξεργαστεί, ειδικά εφόσον οι δυνατότητες επικοινωνίας της είναι περιορισμένες;
– Αν αντιμετωπίσεις τον σύζυγο και εκείνος πράγματι κρύβεται, θα ωφελήσει αυτό τη γυναίκα του; Ή είναι πιθανό οι βόλτες, το γκολφ, οι συζητήσεις και ίσως η ερωτική επαφή, μετά από 20 χρόνια μιας τόσο δύσκολης ζωής (και πιθανώς άλλα τόσα μπροστά), να τον βοηθούν να αντέξει και να είναι πιο παρών και τρυφερός απέναντί της; Οι μελέτες για τους φροντιστές μακροχρόνια ασθενών δείχνουν ότι η συναισθηματική και σωματική εξάντληση μπορεί να οδηγήσει σε «burnout», με κίνδυνο να μειωθεί η ποιότητα της φροντίδας που προσφέρουν.
Κι έτσι επιστρέφουμε στην αρχική, ουσιαστική ερώτηση: τι σημαίνει να είσαι «καλός άνθρωπος» εδώ; Να είσαι δηλαδή κάποιος που αναγνωρίζει τον πόνο όλων των εμπλεκομένων, που σέβεται πόσο περίπλοκες είναι αυτές οι ζωές και που παραδέχεται ότι κάποια πράγματα δεν γίνεται να τα ξέρει απ’ έξω, ούτε να τα διορθώσει μόνος/η του. Η ηθική της φροντίδας (ethics of care) προτείνει ακριβώς αυτό: μια στάση ταπεινότητας, ενσυναίσθησης και προσοχής στις σχέσεις, αντί για άκαμπτες, άσπρο-μαύρο κρίσεις.
Και η ειδικός καταλήγει: Η δική μου θέση είναι ότι το πιο σοφό σε αυτή την περίπτωση είναι να μην αναμειχθείς ενεργά στη σχέση τους. Αυτό δεν σημαίνει αδιαφορία, αλλά αναγνώριση ότι βρίσκεσαι «απ’ έξω» σε μια πολύ εύθραυστη ισορροπία, την οποία ούτε γνωρίζεις πλήρως ούτε μπορείς να ελέγξεις. Αν εξετάσεις διεξοδικά τα κίνητρά σου και τις πιθανές συνέπειες, ίσως έστω και με βαριά καρδιά, να καταλήξεις στο ίδιο συμπέρασμα: ότι ο πιο έντιμος ρόλος που μπορείς να κρατήσεις είναι να προστατεύσεις τη δική σου ακεραιότητα (π.χ. βάζοντας ήπια όρια στις συναναστροφές σου) χωρίς να αναλάβεις τον ρόλο «ηθικού δικαστή» σε μια ιστορία που, στην πραγματικότητα, κανείς τρίτος δεν μπορεί να τη δει ολόκληρη.
ΠΗΓΗ: NYT, .PubMed+1, Alzheimer Europe+1, livewell.care