Πότε ήταν η τελευταία φορά που είδαμε έναν ήρωα να είναι απλώς… καλός; Ο σεναριογράφος και κινηματογραφιστής Vince Cilligan (δημιουργός μεταξύ άλλων των μεγάλων τηλεοπτικών επιτυχιών X-Files και Breaking Bad),  κατά την παραλαβή το 2025 του βραβείου TV Laurel Award, έκανε μια δημόσια έκκληση προκειμένου να γραφτούν περισσότεροι ρόλοι για πραγματικά καλούς (ηθικά) χαρακτήρες. Όπως αναφέρει και στην ομιλία του οι κινηματογραφικές και τηλεοπτικές οθόνες έχουν γεμίσει με «κακούς» που είναι γοητευτικοί και πολλοί νέοι θέλουν να μοιάσουν μαζί τους. Λείπουν τα θετικά πρότυπα. Ακόμα και η εμβάθυνση στον χαρακτήρα του κακού, στην προσπάθεια να αναδειχθεί η ανθρώπινη πλευρά του, μπορεί να δημιουργήσει μια αίσθηση οικειότητας με την κακία. Κατά πόσο η διαπίστωση αυτή είναι ανησυχητική;

Σύμφωνα με τον καθηγητή ψυχολογίας Rowell Huesmann τα παιδιά στις Ηνωμένες Πολιτείες περνούν κατά μέσο όρο μεταξύ τριών και τεσσάρων ωρών την ημέρα παρακολουθώντας τηλεόραση, και οι μελέτες έχουν δείξει ότι πάνω από το 60% των προγραμμάτων περιέχουν κάποια μορφή βίας, ενώ περίπου το 40% αυτών περιέχουν έντονη βία[1]. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα η προβολή της βίας και η επαφή με τον θεατή έχει αλλάξει. Παλιά υπήρχε μια απόσταση ανάμεσα στον θεατή και το θέαμα της βίας. Το τηλεκοντρόλ αποτελούσε ένα όπλο στα χέρια του θεατή, που όταν χρειαζόταν το χρησιμοποιούσε για να τον απομακρύνει από το θέαμα που ήθελε να αποφύγει.  Πλέον αυτό το όπλο έχει αχρηστευθεί μέσω της πολυπλοκότητας. Η φυσική υπόσταση του τηλεκοντρόλ έχει αντικατασταθεί από έναν αλγόριθμο και ο έλεγχος στο περιεχόμενο κατ’ επίφαση βρίσκεται στα χέρια του μέσου θεατή. Η ψηφιοποίηση των media και η μεταφορά της εικόνας από το σινεμά και την οθόνη της τηλεόρασης στο κινητό τηλέφωνο έχει ανατρέψει τη συνθήκη ελέγχου του περιεχομένου.

Advertisement
Advertisement

Ο θεατής παρακολουθεί πλέον αυτό που στην Κωδικοποιημένη γλώσσα  των social media αποκαλείται και “Clickbait Violence” ή “Shock Content“. Περιεχόμενο δηλαδή που αν και σοκαριστικό και βίαιο έλκει την προσοχή και αυξάνει τα έσοδα από την διαφήμιση. Και επειδή ακριβώς έλκει την προσοχή, ο αλγόριθμος αναγνωρίζει αυτήν την προτίμηση των τηλεθεατών και τους κατακλύζει με όλο και περισσότερη βία.  Η βία πουλάει.

Στον αντίποδα, διαπιστώνεται μια σύγχρονη τάση που είναι αξιοπρόσεκτη και αφορά τη θέαση παλαιότερων σειρών εν είδει comfort food (comfort viewing) από τους θεατές που θέλουν με αυτόν τον τρόπο να ξεκουρασθούν από την ένταση της σύγχρονης ζωής. Τηλεοπτικές σειρές όπως το «Παρα Πέντε», οι «Απαράδεκτοι», «Της Ελλάδος τα Παιδιά»  ή το «Κωνσταντίνου και Ελένης» αποτελούν παραδείγματα ελληνικών τηλεοπτικών προγραμμάτων που οι θεατές βλέπουν ξανά και ξανά με ευχαρίστηση.  Αλλά και διεθνώς σειρές όπως το Friends, The Office, Sex and the City και ακόμα και το Star Trek της δεκαετίας του 1990, αποτελούν καθημερινότητα πολλών ανθρώπων που απολαμβάνουν να τις βλέπουν λίγο πριν κοιμηθούν. Σειρές που διακρίνονται για τη λιγότερη θέαση βίας αλλά  και το ομαλό μοντάζ σκηνών που δεν στρεσάρει τον θεατή.

Και εδώ αξίζει να διατυπωθεί ένα περαιτέρω σχόλιο. Ο μέσος χρόνος μεταξύ δύο πλάνων (Average Shot Length – ASL) την δεκαετία του 1950 μπορεί να έφθανε και τα 10 δευτερόλεπτα. Αυτός ο χρόνος μειώθηκε σε κάτω από 2,5 δευτερόλεπτα σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα μέσα σε 10 δευτερόλεπτα ένας μέσος θεατής εκτίθεται σε 3–4 φορές περισσότερα πλάνα, μια σημαντικά αυξημένη ποσότητα πληροφορίας σε σχέση με το παρελθόν. Κάθε πλάνο συνοδεύεται από οπτικά εφέ, μουσική, ήχο, κείμενο, και συχνά πολλαπλά επίπεδα πληροφορίας. Ζούμε στην εποχή του  Hyper-editing . Το μοντάζ χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει ένταση, δράση και ρυθμό. Η υπερέκθεση σε τέτοιο περιεχόμενο δημιουργεί γνωσιακή υπερφόρτωση που συνοδεύεται με αυξημένα επίπεδα συναισθηματικής κόπωσης. Αν αυτά τα πλάνα κυριαρχούνται με εικόνες βίας, τότε ο εγκέφαλος κινεί μηχανισμούς άμυνας που ενεργοποιούν την αμυγδαλή, το μέρος του εγκεφάλου που διαχειρίζεται το στρες και είναι υπεύθυνος για τις εκρήξεις θυμού. Γίνεται κατανοητό ότι ένας νέος και μόνο να παρακολουθεί συνεχόμενα Short Videos  εκπαιδεύεται στην ενεργοποίηση αντιδραστικών ή επιθετικών συμπεριφορών.

Εντέλει, όμως αυτή η αλλαγή στη συνθήκη της θέασης της βίας έχει όντως επιπτώσεις; Σύμφωνα με άρθρο της American Psychological Association οι σύγχρονες έρευνες συντείνουν ότι η συστηματική έκθεση των παιδιών σε βίαιο περιεχόμενο που προβάλλεται είτε στα μέσα ενημέρωσης είτε στα video games συνδέεται με αυξημένη επιθετικότητα και μειωμένη ενσυναίσθηση. Ακόμα περισσότερο τα βίαια video games έχουν ιδιαίτερη επίδραση, καθώς ο παίκτης συμμετέχει ενεργά στη βία, γεγονός που ενισχύει την ταύτιση με τον επιτιθέμενο. Ως εκ τούτου η μακροχρόνια έκθεση ενός ατόμου  σε βίαιο περιεχόμενο, από μικρή ηλικία, αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης επιθετικής ή εγκληματικής συμπεριφοράς στην ενήλικη ζωή. Αν συνδυασθεί αυτός ο παράγοντας με άλλες παραμέτρους όπως το οικογενειακό περιβάλλον, οι κοινωνικές επιρροές και τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του παιδιού τότε η έκθεση σε βίαιο περιεχόμενο μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη μιας βίαιης συμπεριφοράς[2]. Δεν υπάρχουν αρκετές μελέτες πάνω σε αυτό το φαινόμενο αλλά ίσως το γεγονός ότι από το 2000 έως το 2024, ο ετήσιος αριθμός επιθέσεων σε αμερικανικά σχολεία έχει σχεδόν επταπλασιαστεί είναι ενδεικτικό[3] της κατάστασης.

Είναι σημαντικό ότι πλέον υπάρχει ένα ιστορικό απόθεμα μελετών πάνω στο ευρύτερο φαινόμενο και μια διαχρονική τάση παρακολούθησης της εξέλιξης της σχέσης ανάμεσα στη θέαση της βίας μέσα από τα media και στην εκτέλεση ακραίων συμπεριφορών. Υπάρχουν κάποιες ενστάσεις ως προς τις διαφορετικές μεθοδολογίες που ακολουθούνται από διάφορες έρευνες, αλλά πλέον διατυπώνεται με ασφάλεια μια θετική συσχέτιση ανάμεσα στη βίαιη συμπεριφορά που προβάλλεται και στη μίμηση της[4].

Αποσυμφορητικός παράγοντας στην όλη αυτή εξέλιξη αποτελεί η οικογένεια και η κοινωνία. Η οικογένεια θέτει όρια, προβάλλει αξίες και πρότυπα και κατευθύνει τον νέο. Ωστόσο, οι σημερινοί γρήγοροι ρυθμοί έχουν οδηγήσει στην απορρύθμιση του μοντέλου της οικογενειακής ζωής. Η γνωσιακή και συναισθηματική αποσύνδεση είναι αποτέλεσμα της διάσπασης του οικογενειακού ρυθμού και της υπερφόρτωσης με εξωτερικά ερεθίσματα, κυρίως μέσω της τεχνολογίας[5]. Τα μέλη της οικογένειας όχι μόνο έχουν λιγότερο κοινά μοιρασμένο χρόνο μεταξύ τους αλλά ειδικά σε δραστηριότητες, όπως τα γεύματα, η τεχνολογία παρεισφύει με αποδιοργανωτικό και απομονωτικό τρόπο.  Η κοινωνία από την άλλη αντιδρά σπασμωδικά και κατασταλτικά.

Advertisement

Τα σχολεία έχουν μετατραπεί σε φροντιστήρια και έχουν απογυμνωθεί από τον παιδευτικό τους ρόλο ενώ ο δημόσιος λόγος που αρθρώνεται είναι όλο και περισσότερο επιθετικός. Για παράδειγμα στις ΗΠΑ από το 2015 έως το 2024, η χρήση λέξεων με βίαιο περιεχόμενο στις ομιλίες του Donald Trump αυξήθηκε από 0,6% σε 1,6%, ξεπερνώντας ακόμη και αυταρχικούς ηγέτες όπως ο Κιμ Γιονγκ Ουν[6]. Αυτό όμως αρχίζει και είναι και κοινή διαπίστωση καθώς σε έρευνες αποτυπώνεται ότι η ρητορική μίσους έχει εξαπλωθεί σημαντικά στη δημόσια σφαίρα[7].

Οπότε αυτό είναι το σύγχρονο πλαίσιο. Ένα πλαίσιο που εν μέρει κάνει την καλοσύνη να φαίνεται παράταιρη και ίσως και μη ελκυστική. Ωστόσο, οι σύγχρονες κοινωνίες δεν χτίσθηκαν στο μίσος αλλά στην βάση της εμπιστοσύνης και της αλληλοϋποστήριξης των μελών τους. Ας θυμηθούμε τη διάσημη ανθρωπολόγο Margaret Mead που είχε διατυπώσει το συμπέρασμα της ότι στη φύση, ένα σπασμένο πόδι ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη για τον τραυματισμένο, καθώς τον καθιστά ανίκανο να τραφεί ή να διαφύγει από τους κινδύνους. Ένα θεραπευμένο οστό δείχνει ότι κάποιος έμεινε με τον τραυματία, τον φρόντισε, τον προστάτεψε και τον βοήθησε να αναρρώσει. Αυτό, κατά τη Mead, είναι το σημείο όπου ξεκινά ο πολιτισμός, η αλληλεγγύη και η φροντίδα προς τον άλλον σε καιρό ανάγκης.

Οι κοινωνίες του μίσους και του φόβου είναι οπισθοδρομικές κοινωνίες και οιωνοί παρακμάζουσες. Οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται, δεν συνεργάζονται, δεν αλληλοεπιδρούν μέσα σε εχθρικά περιβάλλοντα. Είναι πρόδηλο ότι η σύγχρονη κοινωνία διανύει κάποιο στάδιο μετάβασης όπου συμβαίνουν πολλά και πολύ γρήγορα. Θεωρώ ότι βρίσκονται λύσεις και ήδη σε πολλές χώρες προσπαθούν να ανασυντάξουν τα εκπαιδευτικά τους προγράμματα αλλά και να επανασχεδιάσουν τις οικογενειακές τους πολιτικές.  Τι να κάνουμε στο τέλος το καλό νικάει…για αυτό και υπάρχουμε ακόμα.  
 
 


[1] Huesmann LR. The impact of electronic media violence: scientific theory and research. J Adolesc Health. 2007 Dec;41(6 Suppl 1):S6-13. doi: 10.1016/j.jadohealth.2007.09.005. PMID: 18047947; PMCID: PMC2704015.
[2] https://www.apa.org/topics/video-games/violence-harmful-effects
[3]https://en.wikipedia.org/wiki/List_of_school_shootings_in_the_United_States
[4] https://magazine.wsu.edu/web-extra/the-evidence-that-video-game-violence-leads-to-real-world-aggression/
[5] Λιντζέρης, Π. (2020). Τεχνολογική αλλαγή, ψηφιοποίηση, εργασία και δεξιότητες. Ερευνητικά Κείμενα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 14/2020, Αθήνα: ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Διαθέσιμο στο: https://www.academia.edu/43405617
[6] https://theconversation.com/we-analyzed-9-years-of-trump-political-speeches-and-his-violent-rhetoric-has-increased-dramatically-238962
[7] Makrystathis, D. (2017). Education to combat hate speech among youth. Academia.edu. Διαθέσιμο στο: https://www.academia.edu/37557229

Advertisement