Όταν η Lehman Brothers κατέρρευσε στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, δεν κατέρρευσε μόνο μια τράπεζα. Μαζί της κλονίστηκε η πίστη σε ένα ολόκληρο οικονομικό σύστημα. Σε άρθρο της ακαδημαϊκού Cristina Elena Popa[1] επισημαίνεται ότι μετά την κρίση του 2008, η εμπιστοσύνη στο φιλελεύθερο καπιταλισμό μειώθηκε αισθητά, ενώ το μοντέλο του κρατικού καπιταλισμού αναδύθηκε ως εναλλακτική λύση. Το κράτος, είτε σε δημοκρατικά είτε σε αυταρχικά καθεστώτα, απέκτησε ενεργό ρόλο στην οικονομία, είτε μέσω άμεσης ιδιοκτησίας επιχειρήσεων είτε μέσω παροχής προνομίων και δανείων σε συγκεκριμένους επιχειρηματικούς κλάδους. Όπως σημείωσε και ο οικονομολόγος Nouriel Roubini[2], ο καπιταλισμός εισήλθε σε υπαρξιακή κρίση και έθεσε σημαντικά ηθικά διλήμματα καθώς φάνηκε ότι τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται αλλά οι ζημίες κοινωνικοποιούνται. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το ερώτημα παραμένει: μπορεί η αγορά να λειτουργήσει χωρίς το κράτος;
Το ερώτημα δεν είναι θεωρητικό. Το 2008 δεν ξέσπασε μόνο μια τεράστια οικονομική κρίση. Αναδείχθηκε επίσης η αδυναμία των εθνικών οικονομιών να αυτορρυθμίζονται χωρίς ουσιαστική κρατική παρέμβαση.
Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακολουθώντας τις αρχές του οικονομικού φιλελευθερισμού, υιοθέτησε πολιτικές που επικεντρώθηκαν στη δημοσιονομική σταθερότητα και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών. Αν και αυτές οι πολιτικές συνέβαλαν στη συγκράτηση των ελλειμμάτων και στη διατήρηση της συνοχής της Ευρωζώνης, δέχθηκαν έντονη κριτική για την κοινωνική και παραγωγική τους επίδραση. Η διάσωση του τραπεζικού συστήματος με δημόσιο χρήμα χωρίς αυστηρούς όρους αναδιάρθρωσης, η εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας σε χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος χωρίς καμία πρόνοια για την ανάπτυξη, η περιορισμένη δημοσιονομική παρέμβαση και η εμμονή στη δημοσιονομική πειθαρχία οδήγησαν σε σοβαρές κοινωνικές συνέπειες.
Η πολίτική της λιτότητας επέφερε το 2013 στη χώρα μας, ανεργία που έφτασε το 27,5% και στην Ευρωζώνη το 12%, ενώ το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25% σε σχέση με το 2008. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κοινωνική συνοχή διαβρώθηκε, ο ευρωσκεπτικισμός ενισχύθηκε – όπως δείχνει η άνοδος αντισυστημικών κομμάτων σε πολλές χώρες – και η ευρωπαϊκή οικονομία βρέθηκε να αναρρώνει δημοσιονομικά, αλλά να αντιμετωπίζει δυσκολίες στην παραγωγική της ανασυγκρότηση (οι ρυθμοί ανάπτυξης παρέμειναν κάτω από 0,5% στην ΕΕ, ενώ ο πληθωρισμός ήταν για χρόνια σχεδόν μηδενικός παγιδεύοντας τις επενδύσεις και την οικονομική μεγέθυνση). Η προβληματική εντάθηκε από το γεγονός ότι χώρες που εφάρμοσαν μοντέλα κρατικού καπιταλισμού – δηλαδή οικονομικές στρατηγικές όπου το κράτος έχει ενεργό ρόλο στην αγορά, είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ρυθμιστής – όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, ανέκαμψαν ταχύτερα από την κρίση, αξιοποιώντας κρατικούς πόρους και στρατηγικές επενδύσεις.
Φαίνεται να δημιουργείται στην εποχή μας ένα σύγχρονο λειτουργικό πρότυπο κρατικού παρεμβατισμού που έχει ως ακολούθως. Πρωτίστως, το κράτος αναλαμβάνει τη λειτουργία βασικών αγορών – όπως η ενέργεια, το νερό και οι τηλεπικοινωνίες – που είναι κρίσιμες για τη σταθερότητα της οικονομίας. Στη συνέχεια, μέσω στοχευμένου παρεμβατισμού, δημιουργεί εθνικούς οικονομικούς γίγαντες, τους οποίους αξιοποιεί ως στρατηγικά εργαλεία στις διεθνείς διαπραγματεύσεις. Οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν το μέγεθος και την τεχνογνωσία για να επενδύσουν στην καινοτομία και να ανταγωνιστούν σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ταυτόχρονα, το κράτος αποφεύγει να ρυθμίσει απόλυτα τομείς της οικονομίας που δεν έχουν εθνική στρατηγική σημασία – όπως η λιανική, η εστίαση και ο τουρισμός – όπου η δυναμική της αγοράς φαίνεται να λειτουργεί ικανοποιητικά. Με αυτό το υβριδικό μοντέλο, τα κράτη που το υιοθέτησαν πέτυχαν έναν συντονισμό και μια εθνική στόχευση, η οποία, σε συνδυασμό με ευνοϊκές διεθνείς συγκυρίες, τους επέτρεψε να επιτύχουν διαρκή οικονομική ανάπτυξη για πάνω από μία δεκαετία.
Η Κίνα, για παράδειγμα, μετατράπηκε μέσα σε δύο δεκαετίες σε οικονομικό γίγαντα, εφαρμόζοντας ένα ιδιότυπο υπόδειγμα κρατικού καπιταλισμού, πετυχαίνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης άνω του 8% και συμμετοχή στο παγκόσμιο ΑΕΠ που ξεπέρασε το 18%. Με αυτόν τον τρόπο, κατάφερε και διατήρησε τον έλεγχο σε στρατηγικούς τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες και η ενέργεια, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυσε την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία. Πολλές κρατικές επιχειρήσεις της είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο, διαθέτουν επαγγελματική διοίκηση και ανταγωνίζονται διεθνώς (π.χ.: Sinopec, Industrial and Commercial Bank of China (ICBC), PetroChina, κ.α.). Παράλληλα, το κράτος επενδύει με στρατηγική υπομονή, δίνοντας προτεραιότητα σε έργα με μακροπρόθεσμα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη. Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκαν οι λεγόμενοι “εθνικοί πρωταθλητές” – ιδιωτικές εταιρείες που ενισχύονται από το κράτος ώστε να ανταγωνιστούν πολυεθνικούς κολοσσούς (π.χ.: Huawei Technologies, Alibaba Group, BYD -Build Your Dreams, κ.α.).
Ωστόσο, το μοντέλο αυτό δεν είναι χωρίς προβλήματα. Η κρατική παρέμβαση οδηγεί συνήθως σε αύξηση φαινομένων διαφθοράς, σε αναποτελεσματικότητα και σε περιορισμό της καινοτομίας. Η Κίνα, μεταξύ άλλων, αντιμετωπίζει προκλήσεις όπως η υπερπαραγωγή, η χαμηλή εσωτερική κατανάλωση και η ανισότητα μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών που μεσοπρόθεσμα θα θέσουν ισχυρές προκλήσεις στο παραγωγικό της μοντέλο. Παρ’ όλα αυτά, η επιτυχία της «χώρας του μεταξιού» στην παγκόσμια σκηνή έχει αναδείξει το κρατικό καπιταλισμό ως βιώσιμη εναλλακτική.
Οπότε, στην παρούσα φάση το διεθνές οικονομικό σύστημα μοιάζει να απαιτεί την παρέμβαση του κράτους για να λειτουργήσει. Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμα και σε προπύργια του φιλελευθερισμού, όπως η Μεγάλη Βρετανία, κύριες υποδομές όπως τα τραίνα (π.χ. η περίπτωση της Great British Railways) και το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS) επανέρχονται στον έλεγχο του κράτους. Φαίνεται ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός, στη σημερινή του μορφή, δημιουργεί περισσότερες προκλήσεις απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Το εύλογο συμπέρασμα που αναδύεται είναι πως κανένα οικονομικό σύστημα δεν μπορεί να λειτουργεί αδιάλειπτα και τέλεια, σαν καλοκουρδισμένος μηχανισμός, στο διηνεκές. Κάθε εποχή απαιτεί την πολιτική που της αρμόζει. Θυμίζουμε ότι το σοσιαλιστικό μοντέλο, με τον ισχυρό κρατικό παρεμβατισμό, χρησιμοποιήθηκε από όλες τις χώρες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να επιτύχουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και ακριβώς αυτό το μοντέλο είναι που κατηγορήθηκε για το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970. Το μοντέλο αυτό το διαδέχθηκε μετά από 30 έτη, τη δεκαετία του 1980, ο οικονομικός φιλελευθερισμός με μεγαλύτερους υποστηρικτές του τον τότε Αμερικανό Πρόεδρο Ρόναλντ Ρήγκαν και την Βρετανίδα Πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ. Σήμερα, εντούτοις, ακόμη και έγκριτοι οικονομολόγοι, όπως ο νομπελίστας Joseph Stiglitz, υποστηρίζουν ότι η κρίση του 2008 ανέδειξε την αδυναμία της αγοράς να λειτουργεί αυτόνομα και ότι η εμπιστοσύνη στην ορθολογική συμπεριφορά των ατόμων (κύρια φιλοσοφία του οικονομικού φιλελευθερισμού) δεν επαρκεί για τη διασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας.
Ωστόσο, ο οικονομικός φιλελευθερισμός δεν είναι απλώς ένα σύστημα παραγωγής και κατανομής πόρων· είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την έννοια της ατομικής ελευθερίας, της δημοκρατικής συμμετοχής και της ελεύθερης έκφρασης. Επιπλέον, ο οικονομικός φιλελευθερισμός είναι συνδεδεμένος με την καινοτομία καθώς αυτή ανθίζει σε περιβάλλοντα που ευνοούν την κοινωνική κινητικότητα και την ανοιχτή ανταλλαγή ιδεών. Και η καινοτομία, και μόνο η καινοτομία, είναι το κύριο καύσιμο για την δυναμική ανάπτυξη μιας σύγχρονης οικονομίας. Κι όμως, οι σύγχρονες εξελίξεις στις δυτικές κοινωνίες — όπως η αυξανόμενη ανισότητα, η συγκέντρωση εξουσίας και η περιορισμένη κοινωνική κινητικότητα — θέτουν υπό αμφισβήτηση τα ίδια τα θεμέλια του οικονομικού φιλελευθερισμού, απειλώντας το περιβάλλον μέσα στο οποίο η καινοτομία και η ελευθερία μπορούν να ευδοκιμήσουν.
Όπως αναφέρει ο γνωστός οικονομολόγος Branko Milanovic[3] σήμερα παρατηρείται μια παγκόσμια “πλουτοκρατική σύγκλιση”, όπου η συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας υπονομεύει τη λειτουργία της αγοράς. Ο σημερινός καπιταλισμός – με μεγάλα μονοπώλια και άνιση πρόσβαση στην πληροφορία – δεν θυμίζει το μοντέλο της «ελεύθερης αγοράς» που διδάσκεται στα πανεπιστήμια. Οι δυτικές οικονομίες θα πρέπει να θεμελιώσουν καλύτερα τους θεσμούς που αποτρέπουν τη συγκέντρωση εξουσίας και διασφαλίζουν τη λογοδοσία, τη διαφάνεια και τη δημοκρατική λειτουργία. Η αποτελεσματική λειτουργία των αγορών προϋποθέτει τη δημιουργία ενός συστήματος που εμπνέει εμπιστοσύνη και ακεραιότητα, σύμφωνα με τον Stiglitz[4]. Όσο δεν το πράττουν αυτό οι δυτικές κοινωνίες μετατρέπουν τα οικονομικά τους μοντέλα σε δυσλειτουργικές απομιμήσεις φιλελευθερισμού που απογοητεύουν τους πολίτες και απογυμνώνουν την ιδέα της δημοκρατίας στο σκεπτικό των ψηφοφόρων.
Δεν βρισκόμαστε απλώς μπροστά σε μια σύγκρουση οικονομικών μοντέλων· βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής για το πώς αντιλαμβανόμαστε την ίδια την έννοια της ανάπτυξης. Η πρόκληση δεν είναι να επιλέξουμε ανάμεσα στον κρατισμό και τον φιλελευθερισμό, αλλά να σχεδιάσουμε ένα σύστημα που υπηρετεί τις κοινωνίες και όχι το αντίστροφο. Ένα σύστημα που συνδυάζει την καινοτομία με τη δικαιοσύνη, την ελευθερία με τη λογοδοσία, την αγορά με τους θεσμούς. Η πρόκληση του 21ου αιώνα δεν είναι να επιλέξουμε μεταξύ αγοράς και κράτους, αλλά να χτίσουμε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, που θα εξασφαλίζει ανάπτυξη, δικαιοσύνη και δημοκρατία για όλους.
[1] Popa, Cristina. (2012). liberal capitalism versus state capitalism. Revista economică. 589 – 595.
[2] Crisis Economics: A Crash Course in the Future of Finance (Penguin, 2010)
[3] https://blogs.lse.ac.uk/internationaldevelopment/2022/11/02/cutting-edge-issues-with-branko-milanovic-recent-trends-in-global-income-distribution/
[4] https://news.ucsc.edu/2024/09/stiglitzucsc/