Γράφει ο Λόης Λαμπριανίδης, Εκτελεστικός Διευθυντής Πάντειο Πανεπιστήμιο, Οικονομικός Γεωγράφος, αφ. Καθηγητής Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, πρ. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων υπ. Οικονομίας & Ανάπτυξης, μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ
*
Ζούμε αναμφίβολα σε μια εποχή βαθιών μεταβολών και παγκόσμιων προκλήσεων. Οι ισορροπίες που καθόρισαν τον μεταπολεμικό κόσμο ανατρέπονται, η παγκοσμιοποίηση μετασχηματίζεται, και η οικονομία της γνώσης διαπλέκεται πλέον με την πολιτική ισχύ. Πρέπει, λοιπόν, να κατανοήσουμε αυτές τις δραματικές εξελίξεις πριν επιχειρήσουμε να αρθρώσουμε σκέψεις για την πορεία της χώρας μας.
Στο κείμενο που ακολουθεί θα αναφερθώ σε τρεις από τις μεγάλες προκλήσεις που καθορίζουν το διεθνές πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται η Ελλάδα και η Ευρώπη — και, στη συνέχεια, θα σκιαγραφήσω ορισμένες προτάσεις για τη θέση και τη στρατηγική της χώρας μας σε αυτόν τον νέο, ασταθή κόσμο.
Ζούμε σε εποχή παγκόσμιων προκλήσεων
θα αναφερθώ σε τρεις από αυτές τις προκλήσεις.
Πρώτη πρόκληση: Η προσπάθεια των ΗΠΑ να διατηρήσουν την ηγεμονία τους.
Τις τελευταίες δεκαετίες η ανισότητα εισοδήματος και πλούτου έχει αυξηθεί εντυπωσιακά. Μια μικρή ελίτ ατόμων και επιχειρήσεων ελέγχει πλέον το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πλούτου. Αντί να επενδύουν σε παραγωγή, τεχνολογίες ή υποδομές, οι οικονομικές ελίτ κατευθύνουν τα κεφάλαιά τους σε χρηματοπιστωτικά μέσα, ακίνητα και ψηφιακές τεχνολογίες που συνδέονται με τον έλεγχο της πληροφορίας και την αποκόμιση προσόδων. Αυτή η στροφή οδηγεί σε συγκέντρωση ισχύος και παγκόσμια ολιγοπώλια.
Οι επενδύσεις αυτού του τύπου δεν ενισχύουν την πραγματική οικονομική ανάπτυξη ούτε δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας· αντίθετα, απορροφούν σημαντικό μέρος του παγκόσμιου πλεονάσματος και στερούν πόρους από τους παραγωγικούς τομείς, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη και την καινοτομία.
Το φαινόμενο αυτό ερμηνεύεται από τη θεωρία των «κύκλων της ηγεμονικής διαδοχής» (Braudel, Arrighi) και των μακρών κύκλων ανάπτυξης και στασιμότητας (Van Bavel). Η παγκόσμια ηγεμονία μεταβιβάζεται περιοδικά από ένα κυρίαρχο έθνος σε άλλο —από τη Βενετία και τη Γένοβα, στις Κάτω Χώρες, στη Βρετανία και τελικά στις ΗΠΑ— κάθε φορά ακολουθώντας κύκλο ανόδου, άνθησης και παρακμής λόγω υποεπένδυσης στην παραγωγή και υπερβολικής χρηματιστικοποίησης. Αυτή η φάση, το «φθινόπωρο του ηγεμόνα», χαρακτηρίζεται από αστάθεια και κερδοσκοπία.
Σήμερα φαίνεται πως βιώνουμε το φθινόπωρο της αμερικανικής ηγεμονίας, όπως αποδεικνύουν και οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών.
Ο σημερινός βασικός διεκδικητής της ηγεμονίας είναι η Κίνα. Η ασιατική χώρα, από τη δεκαετία του ’80, εξελίχθηκε σε «παγκόσμιο εργοστάσιο», αξιοποιώντας τη μεταφορά παραγωγής από τις αναπτυγμένες χώρες. Το ΑΕΠ των ΗΠΑ, 16,5 φορές μεγαλύτερο το 1990, είναι σήμερα μόλις 1,4. Το 2024 η Κίνα κατείχε 16,9% του παγκόσμιου ΑΕΠ, έναντι 26,5% των ΗΠΑ και ηγείται τεχνολογικά παγκοσμίως.
Η συνειδητοποίηση ότι η οικονομική πολιτική των προηγούμενων δεκαετιών αποδυνάμωνε σταδιακά την αμερικανική ισχύ και ενίσχυε την Κίνα, οδήγησε τις ΗΠΑ —επί της πρώτης προεδρικής θητείας Τραμπ, με ρίζες ήδη στην εποχή Ομπάμα— στην πολιτική της «αποσύνδεσης» (decoupling) από την Κίνα, επιδιώκοντας τη διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας. Η στρατηγική αυτή συνεχίστηκε επί Μπάιντεν και εντείνεται σήμερα, υπό τον «Τραμπ 2.0».
Ο Τραμπ κατά τη δεύτερη θητεία του, έως τώρα στοχεύει στη μείωση της ισοτιμίας του δολαρίου, ώστε να ενισχύσει τις επενδύσεις και να μειώσει το κόστος δανεισμού. Ωστόσο, αυτό δημιουργεί προβλήματα σε πλεονασματικές χώρες όπως η Κίνα, η Γερμανία και η Ιαπωνία, των οποίων οι εξαγωγές εξαρτώνται από την αμερικανική αγορά, αλλά και στις ίδιες τις ΗΠΑ, όπου οι χώρες αυτές επένδυαν τα κέρδη τους σε δολάρια καθώς απειλεί τη θέση του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος — θεμέλιο της ισχύος τους.
Μπροστά στην υπερχρέωση, δεν υπάρχει πλέον περιθώριο παράτασης των συνηθισμένων νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Οι επιλογές είναι τρεις:
i) Αύξηση της φορολογίας του πλούτου, λύση σχεδόν αδύνατη για την κυβέρνηση Τραμπ 2.0 λόγω της ταξικής της σύνθεσης.
ii) Περιορισμός της διεθνούς παρουσίας εξαιτίας της υποβάθμισης του Οργανισμού των ΗΠΑ για τη Διεθνή Ανάπτυξη (US Agency for International Development – USAID) και των κοινωνικών δαπανών στο πλαίσιο των περικοπών που επιβάλει το Υπουργείο Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας (Department of Government Efficiency – DOGE), που ήδη επιχειρείται, αλλά με κίνδυνο να υπονομεύσει την παγκόσμια ηγεμονία αλλά και την εσωτερική συνοχή των ΗΠΑ.
iii) Μετακύλιση του κόστους όχι μόνο στους αντιπάλους, αλλά και στους συμμάχους μέσω δασμών, ή υποχρέωσής τους να επενδύσουν στις ΗΠΑ ή επιβολής οικονομικών βαρών (π.χ. αύξηση πολεμικών δαπανών, εκβιασμοί κ.ά.).
Η τελευταία επιλογή εφαρμόζεται, προσφέροντας βραχυπρόθεσμη σταθερότητα, αλλά αναπόφευκτα προκαλεί διεθνείς εντάσεις και απλώς μεταθέτει το πρόβλημα. Η συνέχιση της αμερικανικής ηγεμονίας εντείνει τις ανισότητες και την αστάθεια. Επείγει, λοιπόν, η υπέρβασή της και η αναζήτηση μιας νέας, πιο συνεργατικής πολυπολικής τάξης.
Δεύτερη πρόκληση: Κυριαρχία οικονομικών κολοσσών, που λειτουργούν ανεξέλεγκτα
Τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών απειλούνται σήμερα από την κυριαρχία οικονομικών και τεχνολογικών μονοπωλίων που ελέγχουν τις βασικές υποδομές της σύγχρονης οικονομίας και διαπλέκονται στενά μεταξύ τους.
Πέρα από τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, κρίσιμη σημασία έχουν πλέον οι ψηφιακές υποδομές, οι οποίες ελέγχονται από ελάχιστες, κυρίως αμερικανικές εταιρείες — «σιαμαίες αδελφές» του αμερικανικού βαθέος κράτους.
Οι πλατφόρμες αυτές λειτουργούν ως μονοπωλιακές αγορές: ένας μικρός επιχειρηματίας που επιχειρεί να προωθήσει ένα προϊόν στο διαδίκτυο εξαρτάται από τις ίδιες εταιρείες που καθορίζουν ποιο περιεχόμενο θα προβληθεί, απαιτώντας οικονομικό αντάλλαγμα για ορατότητα και πρόσβαση στο κοινό.
Ο Τραμπ εκφράζει σήμερα τις ισχυρότερες μερίδες του αμερικανικού κατεστημένου —την πολεμική, ενεργειακή και τεχνολογική βιομηχανία, με κορμό τους κολοσσούς GAFAM (Google, Amazon, Facebook, Apple, Microsoft). Οι τεχνολογικοί ολιγάρχες, σε στενή σχέση με το Πεντάγωνο, συνθέτουν πλέον ένα «τεχνολογικό-χρηματιστικό σύμπλεγμα» που ελέγχει την οικονομία, τη ροή της πληροφορίας και τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, αντίστοιχο του «στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος» που είχε επισημάνει ο Αϊζενχάουερ.
Αυτό το φαινόμενο περιγράφεται ως «πολιτικός καπιταλισμός», δηλαδή ένα σύστημα όπου η οικονομική και πολιτική ελίτ συνεργάζονται για αμοιβαίο όφελος, παρακάμπτοντας τη δημοκρατική λογοδοσία. Στην κορυφή βρίσκονται επενδυτικοί γίγαντες όπως η BlackRock, η Vanguard και η State Street, που διαχειρίζονται κεφάλαια που αντιστοιχούν στο 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ και ελέγχουν, μέσω διασταυρούμενων ιδιοκτησιών και δεσμών με την πολιτική τάξη, ένα παγκόσμιο ολιγοπώλιο με επίκεντρο τις ΗΠΑ — προς όφελος του πλουσιότερου 0,1% και εις βάρος της δημοκρατίας και της κοινωνικής ισότητας.
Τρίτη πρόκληση: Το τέλος του συγκριτικού πλεονεκτήματος
Μεταβαίνουμε από την αλληλεξάρτηση στην ισχύ: Για δεκαετίες, η διεθνής κατανομή εργασίας βασιζόταν στο δόγμα του συγκριτικού πλεονεκτήματος, σύμφωνα με το οποίο κάθε χώρα εξειδικευόταν στους τομείς όπου είχε σχετική υπεροχή. Έτσι, οι ΗΠΑ επικεντρώνονταν στην προηγμένη τεχνολογία, ενώ οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες στην υλική παραγωγή, με χαμηλό εργατικό κόστος.
Η άνοδος της Κίνας και οι αυξανόμενες παγκόσμιες ανισορροπίες, όπως τα ελλείμματα και τα χρέη των ΗΠΑ, οδήγησαν, επί Τραμπ 2.0, στην ανοιχτή αμφισβήτηση αυτού του μοντέλου. Η επιβολή δασμών σε συμμάχους και αντιπάλους, η αποχώρηση από διεθνείς συμφωνίες και ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα σηματοδοτούν τη μετάβαση από την άνιση συνεργασία στην πολιτική επιβολή και τον εξαναγκασμό.
Οι εξελίξεις αυτές είχαν βαθιές επιπτώσεις στη διεθνή διακυβέρνηση. Ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) αποδυναμώθηκε, ενώ το πολυμερές εμπορικό σύστημα καταρρέει.
Στη θέση ενός ενιαίου πλαισίου κανόνων αναδύεται ένα σύστημα που στηρίζεται στη διμερή διαπραγμάτευση με βάση την πολιτική ισχύ, όχι την ελεύθερη αγορά ή το διεθνές δίκαιο.
Η επιδίωξη στρατηγικής αυτονομίας καθίσταται ολοένα δυσκολότερη, καθώς η συμμετοχή στις αλυσίδες αξίας εξαρτάται πλέον από γεωπολιτική «συμμόρφωση» καθώς και από τις εκάστοτε συμμαχίες. Όπως επισημαίνουν οι Farrell και Newman (2019), η «καταναγκαστική αλληλεξάρτηση» δείχνει πώς κράτη του κέντρου, όπως οι ΗΠΑ, αξιοποιούν κρίσιμους κόμβους των παγκόσμιων δικτύων για να επιβάλλουν παραχωρήσεις μέσω κυρώσεων, ελέγχων εξαγωγών και απειλών αποσύνδεσης (π.χ. απειλή για επιβολή δασμών 50% στη Βραζιλία εάν καταδικαστεί ο Μπολσονάρο -Bolsonaro tarrifs). Μια κατάσταση που ο Tooze (2021) παρομοιάζει με «διαπραγμάτευση με το πιστόλι στον κρόταφο».
Στο νέο περιβάλλον, το διεθνές εμπόριο και οι αλυσίδες αξίας αναδιαρθρώνονται με γεωπολιτικά, όχι οικονομικά, κριτήρια. Η αποτελεσματικότητα υποχωρεί μπροστά στην πολιτική ευθυγράμμιση και οι αγορές υποτάσσονται στη στρατηγική ισχύ. Η στροφή αυτή σηματοδοτεί ρήξη με το νεοφιλελεύθερο αφήγημα: η παγκοσμιοποίηση μετατρέπεται από μοχλό ανάπτυξης σε μηχανισμό εξάρτησης, όπου η παραγωγή οργανώνεται βάσει ωμής κυριαρχίας και οπωσδήποτε όχι αμοιβαίου οφέλους.
Υποχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η διατήρηση της αμερικανικής ηγεμονίας και η κυριαρχία των επιχειρηματικών κολοσσών που τη στηρίζουν συμβάλλουν καθοριστικά στη συνεχή υποβάθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία υποχωρεί σε όλα τα επίπεδα.
Πρώτον, η οικονομική της ισχύς μειώνεται σταθερά: η συμμετοχή της στο παγκόσμιο ΑΕΠ από 28,8% το 1980 υποχώρησε σε 17% το 2024, ενώ οι επιδόσεις της στις τεχνολογίες αιχμής παραμένουν απογοητευτικές. Οι νέες, ετεροβαρείς συμφωνίες Τραμπ–Φον ντερ Λάιεν αναμένεται να επιδεινώσουν περαιτέρω τη θέση της ΕΕ.
Δεύτερον, το αρχικό όραμα μιας ενωμένης και αυτόνομης Ευρώπης έχει αποδυναμωθεί. Η Ένωση αδυνατεί να λειτουργήσει ως γεωπολιτική δύναμη, υποχωρώντας και ηθικά. Η διγλωσσία της απέναντι στους πολέμους σε Ουκρανία και Γάζα έχει διαβρώσει τη διεθνή της αξιοπιστία. Οι κινήσεις της στο ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον με τα ψυχροπολεμικά χαρακτηριστικά αλλοιώνουν την ταυτότητα της ΕΕ, περιθωριοποιώντας τις ανθρωπιστικές αξίες, το διεθνές δίκαιο και την πολυμέρεια, ενώ η πολεμική οικονομία εμφανίζεται ως κύριος, αλλά ψευδεπίγραφος, μοχλός ανάπτυξής της.
Τρίτον, η Ευρώπη γερνά και συρρικνώνεται: από το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού το 1960, σήμερα αντιπροσωπεύει μόλις το 9,3%. Ο Τραμπ αντιμετωπίζει την Ευρώπη ως οικονομικό ανταγωνιστή και πολιτικά υποδεέστερη δύναμη. Η εποχή «Τραμπ 2.0» λειτουργεί ως καταλύτης: η Ευρώπη καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην υποταγή και σε μια ριζική ανανέωση βασισμένη στη δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη και την τεχνολογική-πολιτική της αυτονομία.
Η αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων της χώρας σε συνθήκες παγκόσμιας αστάθειας και υποχώρησης της ΕΕ
Σε αυτό το περιβάλλον, την ίδια ώρα, η Ελλάδα αντιμετωπίζει βαθιά δομικά προβλήματα: κοινωνία χαμηλής και φθίνουσας εμπιστοσύνης, αναπτυξιακό υπόδειγμα παραγωγικής υστέρησης, ολιγοπωλιακή οικονομία, έντονες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, καθώς και οικολογική και δημογραφική κρίση. Η δημοκρατική δυσλειτουργία, η αδιαφάνεια και η ολιγαρχική κυριαρχία συνθέτουν ένα περιβάλλον «τέλειας καταιγίδας», πάνω στο οποίο επικάθεται ένα πολιτικό σύστημα, ελάχιστης αξιοπιστίας και ανικανότητας στρατηγικού σχεδιασμού.
Η εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από έλλειψη αυτόνομης στρατηγικής και άκριτη προσκόλληση στις επιλογές των ΗΠΑ και μιας υποχωρούσας ΕΕ.
Η Ελλάδα λειτουργεί ως «παρακολούθημα» της αμερικανικής ηγεμονίας στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας, παραχωρώντας βάσεις χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα και στηρίζοντας ανεπιφύλακτα την ισραηλινοαμερικανική στρατηγική, με κίνδυνο απομόνωσης από τον αραβικό κόσμο. Η ρήξη με τη Ρωσία, η αποστασιοποίηση από την Κίνα και η αδυναμία ανάπτυξης σχέσεων με τους BRICS+ στερούν πολύτιμες ευκαιρίες.
Η χώρα ακολουθεί μοντέλο «φθηνής ανάπτυξης», με χαμηλούς μισθούς, περιορισμένη περιβαλλοντική προστασία και ελλιπή τεχνολογική αναβάθμιση, εγκλωβίζοντας την οικονομία στην «παγίδα μεσαίου εισοδήματος». Απαιτείται νέα στρατηγική: αύξηση της καινοτομίας και της προστιθέμενης αξίας, μείωση ανισοτήτων, ενίσχυση των ΜμΕ, δημόσιος έλεγχος στρατηγικών τομέων και αντιμετώπιση της κλιματικής και δημογραφικής κρίσης.
Η μετάβαση σε νέο υπόδειγμα είναι δύσκολη: ισχυρά συμφέροντα αντιστέκονται, το πολιτικό σύστημα βαδίζει με στόχους αποκλειστικά βραχυπρόθεσμου ορίζοντα, ενώ ο εφησυχασμός που καλλιεργεί η κυβέρνηση και τα φιλικά ΜΜΕ θυμίζει την προ της κρίσης περίοδο, όταν η κοινωνία καθησυχάζονταν ότι «είμαστε θωρακισμένοι».
Η μετάβαση προϋποθέτει έναν σταθερό κοινωνικοπολιτικό συνασπισμό για τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, βιώσιμη ανάπτυξη και δημοκρατική ανασυγκρότηση.
Το κράτος πρέπει να είναι στενά συνδεδεμένο με το δημιουργικό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, διατηρώντας θεσμοθετημένα κανάλια επικοινωνίας με την κοινωνία και τους οργανωμένους φορείς της. Το νέο αναπτυξιακό κράτος, θα μπορεί να σχεδιάζει στοχευμένες αναπτυξιακές πολιτικές (industrial policies), διατηρώντας παράλληλα την αυτονομία του από ολιγαρχικές παρεμβάσεις, αλλά με συνεχή διάλογο και εμπλοκή με τους κοινωνικούς φορείς.
Απαραίτητη είναι η αξιοκρατική οργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών και η ενίσχυση της «συλλογικής αναλυτικής ικανότητας» του κράτους, ώστε οι δημόσιες πολιτικές να στηρίζονται σε αξιόπιστα δεδομένα (evidence based policies).
Το κράτος οφείλει να είναι στενά συνδεδεμένο με το δημιουργικό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, διατηρώντας θεσμοθετημένα κανάλια επικοινωνίας με την κοινωνία και τους οργανωμένους φορείς της. Το νέο αναπτυξιακό κράτος πρέπει να σχεδιάζει στοχευμένες πολιτικές, διατηρώντας αυτονομία από ολιγαρχικές παρεμβάσεις, αλλά και ενεργό διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αξιοκρατική λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών και η ενίσχυση της «συλλογικής αναλυτικής ικανότητας» του κράτους, ώστε οι πολιτικές να στηρίζονται σε αξιόπιστα δεδομένα.
Η κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, που κορυφώθηκε μετά τα Τέμπη, έχει λάβει επικίνδυνες διαστάσεις. Η αποκατάσταση της θεσμικής αξιοπιστίας αποτελεί προϋπόθεση ανάπτυξης. Όπως επισημαίνουν οι Αcemoglu και Robinson, οι θεσμοί —οι κανόνες που διέπουν τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις— καθορίζουν τη μακροπρόθεσμη επιτυχία των κρατών.
Απαιτείται η δημιουργία Κέντρου Διακυβέρνησης για ολοκληρωμένο αναπτυξιακό προγραμματισμό, με αποστολή την αντιμετώπιση κρίσιμων προκλήσεων, όπως η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, η κοινωνική συνοχή και το δημογραφικό.
Το Κέντρο, με ισχυρή πολιτική θέση και διεπιστημονική σύνθεση, θα συντονίζει υπουργεία και φορείς για την επίτευξη κοινών στόχων. Χωρίς αυτό το επιτελικό κέντρο, η χώρα κινδυνεύει να πορευθεί χωρίς «πηδάλιο» σε συνθήκες παγκόσμιας αστάθειας.
Η προτεινόμενη στρατηγική απαιτεί ενεργό ρόλο του κράτους στη βελτίωση της θέσης της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, αλλά και στη δημιουργία νέων εμπορικών σχέσεων με αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Ινδία, η Κίνα και η Αφρική. Η Ελλάδα δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στη λογική του στατικού συγκριτικού πλεονεκτήματος· χρειάζεται πολυδιάστατη διεθνή στρατηγική, που θα συνδυάζει γεωπολιτική ευελιξία και τεχνολογική καινοτομία.
Η νέα φιλοσοφία δημόσιας πολιτικής πρέπει να στηρίζεται στη γνώση, την καινοτομία και τη συμμετοχή. Η κοινωνία των πολιτών πρέπει να ενδυναμωθεί μέσω συνεργασιών, συνεταιρισμών και συμπράξεων. Η συλλογική αδράνεια οφείλει να μετατραπεί σε ενεργή συμμετοχή — ευθύνη που ανήκει τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην αντιπολίτευση.
Δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Παραδείγματα όπως η Κορέα, η Σιγκαπούρη και η Ιρλανδία δείχνουν ότι με σωστό σχεδιασμό και πολιτική βούληση είναι δυνατός ο μετασχηματισμός. Η Ελλάδα πρέπει να χαράξει τη δική της πορεία με αυτοπεποίθηση, στρατηγικό σχέδιο και διοίκηση που υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.
Παράλληλα, χρειάζεται συσπείρωση σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, για την αντιμετώπιση των καρτέλ, των ανισοτήτων, του περιορισμού της δημοκρατίας και της πολεμικής οικονομίας, προωθώντας ένα πολυπολικό σύστημα συνεργασίας — τη μόνη στρατηγικά βιώσιμη επιλογή σε οικονομικό, κοινωνικό και οικολογικό επίπεδο.
Το άρθρο βασίζεται στην ομιλία του στο πλαίσιο της διημερίδας «Παραγωγική Ελλάδα 2030: Μετασχηματισμός με όραμα, δικαιοσύνη και αποτελεσματικότητα» που διοργάνωσαν το Ινστιτούτο Ερευνών και Πολιτικής Στρατηγικής (ΙΝΕΡΠΟΣΤ), το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ και η Πρωτοβουλία για το Πρόγραμμα Προοδευτικής Εναλλακτικής Διακυβέρνησης (10-11 Οκτωβρίου 2025).