Ως διπλωματία του ανύπαρκτου μπορούμε να ορίσουμε «την προβολή και υποστήριξη ανέφικτων και μη ρεαλιστικών θέσεων σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας μιας χώρας».
Η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και πραγματικής ισχύος μιας χώρας, η οποία προβάλει μεγαλεπήβολα σχέδια και διακηρύξεις, χωρίς να μπορεί να τα υποστηρίξει, οδηγεί συχνά σε αυταπάτες και απαξίωσή της από τους ισχυρούς δρώντες της διεθνούς πολιτικής. Έτσι υπονομεύεται η αξιοπιστία της χώρας και σταδιακά οδηγείται στο περιθώριο.
Η Ελλάδα, δια των «ηγετών» της, έχει συχνά πέσει θύμα της κούφιας αλαζονείας και του λαϊκισμού για εσωτερική κατανάλωση, χρησιμοποιώντας αυτή ακριβώς την τακτική και φυσικά το πληρώνει πάντα η χώρα και ο λαός της.
Τα παραδείγματα δυστυχώς είναι πολλά και με δραματική κατάληξη για τη χώρα μας, αλλά ουδένας φαίνεται να προβληματίζεται και κυρίως να μαθαίνει από αυτά.
Ο χαμένος πόλεμος του 1897, η Μικρασιατική καταστροφή το 1922, το Κυπριακό (διακηρύξεις και επίκληση του διεθνούς δικαίου χωρίς αντίκρισμα και ουσιαστική αντίδραση), αλλά και δύο συναφή γεγονότα που καταδεικνύουν την ελεγχόμενή «εθνική ανεξαρτησία» της χώρας, είναι μερικά από αυτά. Από το «δόγμα Τρούμαν» μεταπολεμικά, μέχρι το θέμα των Ιμίων το 1996 που χρειάστηκε εγγύηση των ΗΠΑ (ευχαριστούμε τους Αμερικάνους) για να αποφευχθεί η σύρραξη στο Αιγαίο και τα συνεχόμενα προβλήματα με τη «γείτονα και σύμμαχο» Τουρκία στο Αιγαίο, αλλά και την Ανατολική Μεσόγειο, όπου μας απαγορεύει να ποντίσουμε ακόμα κι ένα ενεργειακό καλώδιο (το οποίο μάλιστα είχε και την έγκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης) είναι εμφανές ότι η Ελλάδα, παρά τις διακηρύξεις της, δεν μπορεί να υποστηρίξει στην πράξη, τα νόμιμα δικαιώματά της.
Η συνεχής υποχωρητικότητα, η (μονομερής ) επιδίωξη των «ήρεμων υδάτων», η συναίνεση στη συνεργασία της Τουρκίας με την ΕΕ (άνοιγμα κεφαλαίων ένταξης) παρά το casus belli, έχει οδηγήσει σε πλήρη απαξίωση την εξωτερική μας πολιτική και αντίστοιχα σε αποθράσυνση την Τουρκία.
Αν συμπεριλάβουμε στα μεταξύ μας προβλήματα και την πλήρη κυριαρχία της στην ευρύτερη περιοχή, (Λιβύη, Συρία, Παλαιστίνη, Ιράκ, Αζερμπαϊτζάν, Ουκρανία- συμφωνία των “προθύμων” κλπ) η Ελλάδα πραγματικά φαντάζει σαν ο φτωχός συγγενής, σε μία εποχή που η γεωστρατηγική της θέση, θα έπρεπε να την έχει αναβαθμίσει σε κύριο στρατηγικό «παίχτη», τουλάχιστον στη γειτονιά της.
Η «δηλωτική» διπλωματία που οδηγεί σε ρόλο παρατηρητή και παθητικότητα, χωρίς δυνατότητα αντίδρασης, ακυρώνει τη δυναμική της χώρας ακόμα κι όταν βρίσκεται σε δυνατές συμμαχίες κρατών.
Η Ελλάδα μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εδώ και πενήντα σχεδόν χρόνια, μέλος του ΝΑΤΟ, μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ αυτή την περίοδο, με άμεση συμμετοχή στη βοήθεια της Ουκρανίας μετά την εισβολή της Ρωσίας και τόσες άλλες «συμμαχικές» παρουσίες, είναι σε χειρότερη διαπραγματευτική θέση από κάθε όμορη χώρα, μικρή και μεγάλη, αφού κανείς πια δεν την υπολογίζει.
Ακόμα κι αν εξαιρέσουμε την Τουρκία (που υποτίθεται είναι μεγάλη χώρα) αποδειχθήκαμε κατώτεροι των περιστάσεων και των τυπικών δυνατοτήτων της χώρας, απέναντι σε μικρής ισχύος χώρες όπως η Βόρεια Μακεδονία (επαχθής και ετεροβαρής εναντίον μας η συμφωνία των Πρεσπών), όπως η Αλβανία (η οποία μας εμπαίζει με την ΑΟΖ) ή όπως η Λιβύη η οποία δεν έχει ουσιαστικά «κρατική υπόσταση» και προσφεύγει με διάβημα στον ΟΗΕ για καταπάτηση από τη μεριά μας δικαιωμάτων της και η οποία από τριετίας έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12νμ, ενώ εμείς ακόμα το σκεφτόμαστε, εάν και πότε θα επεκτείνουμε τα δικά μας 6 νμ προς τον Νότο.
Η Ελλάδα έχω τη γνώμη ότι δεν έχει υπάρξει σε μειονεκτικότερη διπλωματική θέση από τα μεταεπαναστατικά χρόνια, μέχρι τις μέρες μας.
Για να ξεφύγει η χώρα από αυτή την ένδεια και αδυναμία άσκησης εξωτερικής πολιτικής, θα μπορούσε με ένα μακρόπνοο ενεργητικό στρατηγικό σχέδιο, στη βάση μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, με πολυμερείς ή διμερείς σχέσεις και συμφωνίες, να απαιτήσει από τους διεθνείς οργανισμούς και ενώσεις κρατών που συμμετέχει, «πρακτική» στήριξη, όπως στην περίπτωση του casus belli ή στην επέκταση των χωρικών υδάτων και στην ακώλυτη δυνατότητα ερευνών σε αυτά.
Με το κύρος και την αποφασιστική στάση, ο διεθνής παράγοντας και οι σοβαρές χώρες υπολογίζουν τον συνομιλητή τους και τον εταίρο τους, σε αντίθεση με αυτούς που επιλέγουν την υποτακτική και υποχωρητική στάση, η οποία οδηγεί στην είσπραξη ενός φιλικού χτυπήματος στην πλάτη (στην καλύτερη περίπτωση) και στην «κατανόηση» χωρίς αντίκρισμα.
Η αναφορά παραδειγμάτων είναι δηλωτική της εθελοντικής συνεισφοράς, χωρίς ανταπόδοση και αναγνώριση της Ελλάδας σε διάφορα μέτωπα.
Αρκεί να δούμε τι ακριβώς εισέπραξε (πολιτικά και όχι μόνο) από τη συμφωνία των Πρεσπών που επιθυμούσε διακαώς ο διεθνής παράγοντας, προκειμένου να εντάξει τη γείτονα στο ΝΑΤΟ. Τι εισπράττει ως στήριξη διπλωματική ή πολιτική από την έμπρακτη υποστήριξη της Ουκρανίας. Τι εισέπραξε από τη συναίνεση της στο προενταξιακό καθεστώς της ΕΕ με την Τουρκία, τι εισπράττει από την θετική στάση της για την ένταξη των δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ (η Τουρκία παρεμπιπτόντως ελέγχει σε μεγάλο βαθμό αυτές τις χώρες).
Εύκολα μπορεί να πει κάποιος «εισπράττουμε ότι είχαμε εισπράξει από τη βοήθειά μας στην απομάκρυνση των εργαζομένων στη Λιβύη, όταν αποφάσισαν να την διαλύσουν ή όταν συνυπογράφαμε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας από την οποία κληρονομήσαμε το Μακεδονικό».
Από όλες τις προαναφερόμενες ανακατατάξεις η μόνη κερδισμένη είναι η Τουρκία, γιατί έχει μάθει καλά το ρητό του Μάο «μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση» και ορμάει με όλες της τις δυνάμεις προκειμένου να αποκομίσει όσο περισσότερα οφέλη μπορεί για τη χώρα της και δυστυχώς το καταφέρνει, με την ενεργητική της πολυεπίπεδη διπλωματία, η οποία είναι σαφώς καλύτερη από την παθητική και υποχωρητική που ακολουθεί η Ελλάδα.
Φυσικά για την διπλωματική αδυναμία, όπως και για κάθε αδυναμία της χώρας μας δεν φταίνε οι ξένοι (που κι αυτοί κοιτάζουν το συμφέρον της χώρας τους), αλλά οι ηγεσίες της Ελλάδας οι οποίες δείχνουν μία «ραθυμία» και απροθυμία, να ανυψώσουν τη χώρα στο επίπεδο που της αξίζει.
Το yesmen χωρίς ανταλλάγματα ποτέ και σε κανέναν δεν έφερε θετικά αποτέλεσμα στο ισοζύγιο της διπλωματίας, όπως και σε κανένα θέμα. Ας μην το ξεχνάμε.
Συμπερασματικά, σημασία στην πολιτική δεν έχει πόσο δυνατός είσαι, αλλά πόσο δυνατός φαίνεσαι στους άλλους (εφόσον έχεις φροντίσει προηγουμένως γι αυτό με σοβαρότητα, συνέπεια και δυναμική) χρησιμοποιώντας και προβάλλοντας τα συγκριτικά σου πλεονεκτήματα (γεωστρατηγική θέση, στρατιωτική ετοιμότητα, σταθερές συμμαχίες με όμορες ή δυνατές χώρες κ.α.) που θα είναι χρήσιμα και σ΄ αυτούς, σε μία προοπτική, εκτός των άλλων, και της εξυπηρέτησης των αμοιβαίων συμφερόντων.