Στην σημερινή κρίσιμη εποχή για τον κόσμο, την Ευρώπη και την Ελλάδα, η ηγεσία της θα έπρεπε να αποφασίζει και να υλοποιεί πολιτικές με το βλέμμα να κοιτάει 20 χρόνια μπροστά. Και θα έπρεπε να εξοικειώσει και την κοινωνία ώστε να πράττει με την ίδια αντίληψη.
Ακούγεται κλισέ, αλλά βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό κατώφλι. Οι κατευθύνσεις που επιλέγουμε σήμερα θα δεσμεύσουν τα περιθώρια επιλογών των μελλοντικών γενεών αυτής της χώρας και αυτής της κοινωνίας. Ένα παράδειγμα είναι το δημογραφικό: διανύουμε την 5η δεκαετία δημογραφικής υποχώρησης, που έχει ξεκινήσει από το 1980. Καμιά φορά όμως η στατιστική δεν μπορεί να αποκαλύψει τις ποιοτικές διαστάσεις.
Σε πολλές τις πτυχές η δημογραφική κάμψη δεν φαίνεται ακόμα γιατί ο κύριος όγκος των γενεών που είναι οικονομικά ενεργές (οι γεννημένοι το 1960, 1970, 1980) έχουν τα μεγέθη των βιώσιμων δημογραφικά δεικτών της εποχής τους. Το 1981 ο δείκτης παρέμενε στο όριο της πληθυσμιακής υποκατάστασης (2.1 παιδιά ανα οικογένεια). Από τότε μειώνεται διαρκώς.
Το τι σημαίνει, λοιπόν, χώρα που γερνάει ταχύτατα και συρρικνώνεται δεν το έχουμε καταλάβει. Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι για παράδειγμα, έχουν μ.ο. ηλικίας κοντά στα 60. Ίσως και παραπάνω. Τα παιδιά τους δεν τους ακολουθούν επαγγελματικά. Αυτό σημαίνει ότι σε είκοσι χρόνια δεν θα υπάρχουν άνθρωποι να λειτουργήσουν τον πρωτογενή τομέα. Η αγροτική και η κτηνοτροφική παραγωγή είναι θνησιγενής. Και μαζί της η ελληνική περιφέρεια.
Από την σκοπιά των 20 χρόνων μετά το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ φαντάζει επί πλέον με καθαρή εθνική αυτοκτονία. Οι εμπλεκόμενοι σήμερα δεν το καταλαβαίνουν, γιατί ακόμα ζουν με την αδράνεια του παρελθόντος, αντιμετωπίζοντας το ζήτημα ως ένα πελατειακό business as usual.
Και ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, δυσαρεστείται μεν καθώς οι αποκαλύψεις μας σέρνουν ενώπιον ενός φάσματος γενικευμένης διαφθοράς. Αλλά δεν σοκάρεται, ίσως γιατί έχει εθιστεί σε μια συνθήκη όπου “έτσι παίζεται το παιχνίδι”, κάτι που βαραίνει με ευθύνες την κυβέρνηση, αλλά που εν τέλει αφορά συλλήβδην στο πολιτικό σύστημα.
Πρέπει δηλαδή να αλλάξουμε προοπτική για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της αυτοκαταστροφής καθώς πόροι συνεχίζουν να τρέφουν τον κυκεώνα του παρασιτισμού, ενώ έπρεπε ήδη χθες να έχουν επενδυτικό και όχι επιδοματικό χαρακτήρα, και να ενθαρρύνουν αποφασιστικά νέους αγρότες και κτηνοτρόφους,.
Δεν χρειάζεται βέβαια να μεσολαβήσει σκάνδαλο για να λειτουργήσει αυτή η αδράνεια σαν κινούμενη άμμο που μας βυθίζει.
Υπάρχει για παράδειγμα το στοίχημα ενίσχυσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας: να αποκτήσουμε τεχνολογική κυριαρχία σε κρίσιμους τομείς που καθορίζουν τον ρου των εξελίξεων στις στρατιωτικές υποθέσεις, και να διευρύνουμε την παραγωγική μας δυνατότητα.
Πώς υπηρετείται αυτός ο στόχος όμως; Το ζητούμενο θα παραμείνει ζητούμενο αν το Υπουργείο, το νεότευκτο Ελληνικό Κέντρο Αμυντικής Καινοτομίας (ΕΛΚΑΚ), οι συνήθεις εργολήπτες, τα ερευνητικά κέντρα, και ολόκληρο το οικοσύστημα των εταιρειών αντιμετωπίσουν την κατάσταση ως συνήθως: Επιτελεστικά, με την λογική “να παίρνουμε προμήθειες/έργα/προγράμματα” για να παίρνουμε”, ή πάλι, με την λογική εκείνων που διανέμουν αυτούς τους πόρους, να μοιράσουν την πίτα και πάλι στην δική τους πολιτική δικτύωση. Αυτά ακριβώς καθηλώνουν την καινοτομία, κι αν συνεχίζουμε έτσι θα συνεχίσουμε να κάνουμε κύκλους γύρω από τον εαυτό μας εγγυημένα για πάντα.
Εδώ πατριωτισμός δεν είναι ταρατατζουμ, ρητορική και πόζα. Είναι η λυσιτέλεια των εθνικών στόχων από την κορυφή του κράτους μέχρι την βάση της κοινωνίας.
Σε αυτό το επίπεδο χωλαίνουμε πραγματικά. Για την πολιτική ηγεσία, είναι ξένη αυτή η μορφή κινητοποίησης. Υποτίθεται ότι οι πλατιές κοινωνικές συμμαχίες στην βάση μιας “μεγάλης ιδέας”, και τα μέτωπα που χτίζουν πανεθνική συσπείρωση είναι λαϊκιστικά –ενώ στην πραγματικότητα τίποτε δεν προδικάζει την ταύτισή τους με τον λαϊκισμό.
Οι διανοούμενοι ήταν εκείνοι που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ένα κλίμα ώστε να αλλάξει αυτό. Έχουν βραχυκυκλώσει όμως καθώς μεταμοντέρνα φάση που βρίσκονται τώρα είναι ολότελα αντι-ηγεμονικοί, αποστρέφονται όσο τίποτε την εθνική ενότητα, και την κοινωνική συσπείρωση καθώς ο μειονοτισμός, η πολυπολιτισμικότητα, και η απόρριψη του συλλογικού εαυτού τους στέλνουν στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Ένα πράγμα που επίσης παίζει ρόλο είναι η ένδεια στα μικρά και τα μεσαία στελέχη. Το περίφημο “ενδιάμεσο επίπεδο” σε υπουργεία και ιδιωτική οικονομία, τόσο κρίσιμο για το μάνατζμεντ, που περιορίζει τα όρια παρέμβασης των “από πάνω”, αλλά και περιορίζει σημαντικά την διάχυση και την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεών τους “προς τα κάτω”. Στην Ελλάδα, αυτό το επίπεδο λειτουργεί ακόμα με τις πρακτικές και τις νοοτροπίες της Ελλάδας των προηγούμενων δεκαετιών, με συνέπεια να ανάγεται σε αποφασιστικό παράγοντα καθήλωσης.
Τι σημαίνει όμως συντονισμός στον εθνικό στόχο από το επίπεδο της ηγεσίας στην βάση της κοινωνίας;
Το παράδειγμα της Ταϊβάν
Το 1980 η Ταϊβάν είχε ΑΕΠ λίγο μικρότερο από της Ελλάδας (42,3 δισ. $ έναντι 56,04 δισ.). Μόλις δε συνερχόταν από ένα ισχυρό χαστούκι που αποτέλεσε για την χώρα η αναγνώριση της Κίνας του Μάο από τις ΗΠΑ υπό την αιγίδα της πολιτικής Κίσσιγκερ.
Την δεκαετία του 1980, το κράτος θέτει έναν υπερφιλόδοξο στόχο, να πλασαριστεί σε νευραλγικό ρόλο στην αγορά των ημιαγωγών. Όλα ξεκινούν από ένα ερευνητικό κέντρο, έπειτα (1987) ιδρύεται η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company Limited (TSMC), που σήμερα ηγείται παγκοσμίως στην κατασκευή των μικροαγωγών. Ξεκίνησε από πολύ χαμηλά στην κλίμακα της ειδίκευσης, εξασφαλίζοντας υπεργολαβίες από την Philips.
Σήμερα συνεισφέρει περίπου στο 25% του ΑΕΠ της χώρας (περίπου όσο ο τουρισμός στην Ελλάδα), αλλά κυρίως, συνιστά τον βασικότερο οικονομικό συντελεστή αποτροπής της κινεζικής επιθετικότητας και είναι πολλαπλασιαστής γεωπολιτικής ισχύος.
Κατασκευάζει πια μικροεπεξεργαστές σε νανοεπίπεδο –το πιο προηγμένο έχει μέγεθος 2 νανόμετρα, που σημαίνει ότι δεκάδες δισεκατομμύρια από αυτό μπορούν να χωρέσουν σε μια πλακέτα που είναι όσο ένα νύχι, εξέλιξη που μπορεί να επαναστατικοποιήσει τις έξυπνες συσκευές. Και είναι απολύτως νευραλγική για την παγκόσμια οικονομία μιας και η εταιρία κατέχει το 60% του παγκόσμιου μεριδίου κατασκευής μικροεπεξεργαστών.
Αξίζει να επισημάνουμε, πώς σε ό,τι αφορά στην Ταϊβάν εδώ και αρκετά χρόνια η πλειοψηφία έχει γυρίσει την πλάτη στα κόμματα που είναι μετεξέλιξη των πολιτικών δυνάμεων της ηπειρωτικής Κίνας, οι οποίες κατέφυγαν στο νησί το 1949 μετά την ήττα τους από τον Μάο, και υπερασπίζεται την ανεξαρτησία της χώρας. Εξ άλλου το νησί θα προσαρτηθεί στην αυτοκρατορική Κίνα μόνον στα τέλη του 17ου αιώνα (και στον κινέζικο εποικισμό του θα βάλει και το χεράκι της η ολλανδική εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών) και σήμερα ζει την αναβίωση μιας ισχυρής γηγενούς ταυτότητας.
Η ανάδειξη της Ταϊβάν σε βασικό προμηθευτή ημιαγωγών του πλανήτη, κάτοχο κι όχι μόνον διεκπεραιωτή της πιο προηγμένης τεχνολογίας στον κλάδο που συνεισφέρει υλισμικό κρίσιμο για την τεχνητή νοημοσύνη, τις έξυπνες συσκευές και τον κάθε λογής εξελιγμένο υπολογιστή, υπήρξε μια εποποιία ενός μικρού τόπου που ήξερε ότι δεν έχει παρά ελάχιστες ευκαιρίες για να συνεχίσει να επιβιώνει στο στόμα του λύκου.
Απαιτήθηκε γι’ αυτήν την εποποιία ο συντονισμός ενός ολόκληρου έθνους –το κράτος, η κοινωνία μέσα από την εκπαίδευση, ο ιδιωτικός τομέας, και η διασπορά που την κρίσιμη στιγμή τροφοδότησε στελέχη και έγινε γέφυρα εξασφάλισης συμβολαίων αλλά και μεταφοράς τεχνογνωσίας.
Είναι ένα από τα παραδείγματα που μας δείχνει τι μπορεί να πετύχει μια χώρα που συντονίζεται σε μια κοινή προσπάθεια έχοντας στραμμένο το βλέμμα 20 χρόνια μπροστά.
Η Ελλάδα δεν μπορεί βέβαια να γίνει Ταϊβάν· ούτε “Δανία του Νότου” που έλεγε ο Γιώργος Παπανδρέου το 2008-2009, λίγο πριν μας βάλει στο ΔΝΤ. Μπορεί όμως να κάνει “αντίστροφη μηχανική”. Να αναλύσει τον δρόμο και την επιτυχία των παραδειγμάτων αυτών, να τα προτυποποιήσει, και μετά να τα προσαρμόσει στην ελληνική πραγματικότητα.
Επομένως τι; Όσο ποτέ άλλοτε είναι σήμερα επίκαιρο και αναγκαίο να δούμε 20 χρόνια μπροστά, να βγούμε από την πεπατημένη, να υπερβούμε την αδράνεια που μας αποβλακώνει πολιτικά, και μας κάνει μικρούς και αναντίστοιχους με το ιστορικό κατώφλι που βρισκόμαστε.