Με λιγότερο από δύο μήνες να απομένουν για την ολοκλήρωση του 2025, η χρονιά αυτή φαίνεται πως θα μείνει στην ιστορία για το ελληνικό χρηματηστήριο, ίσως όχι ως έτος ορόσημο, αλλά σίγουρα ως έτος γέφυρα προς μια πρωτοφανή χρηματιστηριακή ανάπτυξη για τα ελληνικά δεδομένα.

Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά βρίσκεται πλέον σε φάση μετάβασης, καθώς έχει δρομολογηθεί η αναβάθμισή της από «αναδυόμενη» σε «ανεπτυγμένη»,  μετά την απόφαση του FTSE Russell να εντάξει την Ελλάδα στη κατηγορία ‘‘Developed Markets’’ από τον Σεπτέμβριο του 2026. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την ανάλογη πρόταση της S&P Dow Jones Indices, σηματοδοτεί μια νέα εποχή για το ελληνικό χρηματιστήριο καθώς ενισχύει τη θεσμική του αξιοπιστία, αναβαθμίζει τη θέση του στον διεθνή επενδυτικό χάρτη και ανοίγει τον δρόμο για την προσέλκυση αμοιβαίων κεφαλαίων ( funds)  που επενδύουν αποκλειστικά σε οικονομίες που ταξινομούνται ως ανεπτυγμένες, όπως των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιαπωνίας και πολλών ακόμα.

Advertisement
Advertisement

Η πορεία του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών επιβεβαιώνει αυτή τη μεταβατική δυναμική. Στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2025, ο δείκτης έκλεισε στις 1.685 μονάδες, σημειώνοντας ισχυρή άνοδο της τάξης του 14,7 % σε σχέση με την αρχή του έτους. Μέχρι το τέλος του δεύτερου τριμήνου, είχε ήδη φτάσει τις 1.868 μονάδες, καταγράφοντας πρόσθετα κέρδη και ενισχύοντας το θετικό επενδυτικό κλίμα. Στις 31 Οκτωβρίου 2025, ο δείκτης βρισκόταν κοντά στις 1.995 μονάδες, αντανακλώντας μια συνολική άνοδο που πλησιάζει το 18 % από την αρχή του έτους, σε μια χρονιά που χαρακτηρίζεται από σταθερή εμπιστοσύνη, αυξημένη ρευστότητα και έντονο ενδιαφέρον ξένων επενδυτών. Αξίζει επιπλέον να σημειωθεί ότι λιγότερο από 3 μήνες πριν, τον Αύγουστο, ο γενικός δείκτης ξεπέρασε εκ νέου το όριο των 2.000 μονάδων, για πρώτη φορά μετά από περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια!

Με τη θεαματική αυτή άνοδο του Χρηματιστηρίου, εύλογα τίθεται το ερώτημα κατά πόσο αυτή η εικόνα αποτυπώνει την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας; Η αγορά εξακολουθεί να στηρίζεται σε έναν σχετικά περιορισμένο αριθμό μεγάλων εισηγμένων εταιρειών — κυρίως τραπεζών, ενεργειακών ομίλων και επιχειρήσεων του τουριστικού και βιομηχανικού κλάδου — αφήνοντας εκτός πεδίου την πλειονότητα της παραγωγικής δραστηριότητας της χώρας καθώς σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΕ και της ΕΛΣΤΑΤ, το 99,9% των ελληνικών επιχειρήσεων ανήκει στην κατηγορία των μικρομεσαίων, εκ των οποίων περίπου 96% είναι πολύ μικρές (με λιγότερους από δέκα εργαζομένους) και με τις ΜμΕ να αντιπροσωπεύουν πάνω από 65% της απασχόλησης και περίπου 56% της προστιθέμενης αξίας του ιδιωτικού τομέα.

Παρά λοιπόν την εντυπωσιακή αυτή εικόνα, δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως σαφή ένδειξη συνολικής οικονομικής ανάκαμψης καθώς εντείνονται οι απαιτήσεις να υπάρξει ουσιαστική σύνδεση της χρηματιστηριακής αγοράς με το δυναμικό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων – οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν τον κορμό της εγχώριας παραγωγικής βάσης! Η κυβέρνηση γνωρίζει καλά ότι η συγκυρία αυτή δεν προσφέρεται για εφησυχασμό. Τα επόμενα βήματα οφείλουν να είναι γρήγορα, στοχευμένα και θεσμικά ορθά, με μεταρρυθμίσεις που θα λειτουργήσουν ως πραγματικός πυλώνας βιώσιμης ανάπτυξης χωρίς φόβο πολιτικού κόστους, αλλά με στόχο μια πιο ανθεκτική, ανταγωνιστική και σύγχρονη οικονομία.