Η εξωτερική πολιτική κάθε κράτους αποσκοπεί στην εκμετάλλευση των ευμενών και την αποτροπή των δυσμενών εξελίξεων που ανακύπτουν στο διεθνές σύστημα. Τις τελευταίες δεκαετίες η Δημόσια Διπλωματία έχει ανατιμηθεί σε βασική εργαλείο για την επίτευξη των στόχων της εξωτερικής πολιτικής των κρατών, συμπληρώνοντας και ενισχύοντας την παραδοσιακή διπλωματική πρακτική. Ως Δημόσια Διπλωματία ορίζεται η στρατηγική επικοινωνία ενός κράτους με το ξένο κοινό-ακροατήριο, με βασικό στόχο την προώθηση των αξιών, της πολιτικής, της κουλτούρας και φυσικά των συμφερόντων του, αποσκοπώντας στην ενίσχυση της διεθνούς κατανόησης και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Διαφέρει από την παραδοσιακή διπλωματία καθώς δεν απευθύνεται πρωτίστως στις κυβερνήσεις, αλλά στους πολίτες άλλων χωρών μέσω πολιτιστικών και εκπαιδευτικών ανταλλαγών, εκστρατειών πληροφόρησης, κοινωνικών δικτύων και μέσων ενημέρωσης. Η Δημόσια Διπλωματία συνιστά εργαλείο μέσω του οποίου ένα κράτος επικοινωνεί απ’ ευθείας με το ξένο κοινό για να επηρεάσει την εικόνα, τις αντιλήψεις και τις στάσεις απέναντί του, να προβάλλει τις αξίες, τη στρατηγική του και τα συμφέροντά του στο διεθνές γίγνεσθαι.
Επίσης, η Δημόσια Διπλωματία διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης και της προπαγάνδας, καθώς παρέχει ακριβή και συνεπή πληροφόρηση για τη θέση και τις δράσεις του κράτους. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται η διαφάνεια, η εμπιστοσύνη και η κατανόηση μεταξύ των κοινωνιών, ενώ περιορίζονται οι αρνητικές επιρροές από ξένα αφηγήματα. Τέλος, η δημόσια διπλωματία αποτελεί κρίσιμο εργαλείο γεωπολιτικής επιρροής και διαχείρισης κρίσεων. Μέσα από τη στρατηγική επικοινωνίας και τη θετική προβολή της εικόνας ενός κράτους, δύναται να επηρεαστεί η διεθνής κοινή γνώμη και – ως έναν βαθμό- οι πολιτικές αποφάσεις άλλων κυβερνήσεων.
Στην Ελλάδα, έξι χρόνια μετά την ένταξη της Δημόσιας Διπλωματίας στο Υπουργείο Εξωτερικών (Π.Δ. 81/2019 και 84/2019), το κρίσιμο αυτό εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής εξακολουθεί να παραμένει στο περιθώριο. Παρά τη διεθνή τάση ανάδειξής της σε βασικό πυλώνα άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, η εγχώρια Δημόσια Διπλωματία υποβαθμίζεται θεσμικά, περιορίζεται διοικητικά και τα στελέχη της πλήττονται οικονομικά. Η έως σήμερα σύμμειξη της Δημόσιας Διπλωματίας με τον Απόδημο Ελληνισμό αποδείχθηκε λανθασμένη. Ενώ ο Απόδημος Ελληνισμός αποτελεί φυσικό σύμμαχο των ελληνικών επιδιώξεων, η Δημόσια Διπλωματία στοχεύει σε ξένα –ουδέτερα ή και εχθρικά– ακροατήρια με στόχο τη διαμόρφωση θετικού κλίματος για τη χώρα. Η κοινή τους διοικητική υπαγωγή, πέρα από παράλογη, έχει οδηγήσει σε θεσμική σύγχυση ρόλων ανάμεσα στα Γραφεία Δημόσιας Διπλωματίας και τα Προξενεία, καθώς και σε επιχειρησιακούς περιορισμούς λόγω της μη βέλτιστης χρήσης των διαθέσιμων πόρων και περιορισμένου πεδίου εφαρμογής της.
Επομένως, η θεσμική αναβάθμιση της Δημοσίας Διπλωματίας –ως μέσο άσκησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής– είναι λογική και αναμενόμενη, ώστε και τις αρρυθμίες του παρελθόντος να διορθώσουμε και τη διεθνή τάση ανάδειξής της να ακολουθήσουμε και επιπλέον όπου χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε τη χρήση του μέσου από τρίτα κράτη, τουναντίον παρατηρείται εσχάτως η τάση περαιτέρω υποβάθμισής της.
Παρά το ότι οι Σύμβουλοι και Γραμματείς Επικοινωνίας (ΣΓΕ) υπηρετούν τον διπλωματικό κλάδο, αποφοιτούν από την ΕΣΔΔΑ, φέρουν διπλωματικούς βαθμούς και ασκούν καθήκοντα αντίστοιχα με εκείνα των Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ), κατ’ εξαίρεση παραμένουν εκτός ειδικού μισθολογίου. Το κόστος ένταξης του κλάδου στο ειδικό μισθολόγιο υπολογίζεται σε μόλις 1,8–2 εκατ. ευρώ ετησίως – ποσοστό 0,03% της συνολικής δαπάνης των ειδικών μισθολογίων. Παρ’ όλα αυτά, η αδικία παραμένει, απαξιώνοντας επαγγελματίες με υψηλή εξειδίκευση. Στο άρθρο 37, του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για τον Προϋπολογισμό 2026 προβλέπεται ομαδοποίηση του κλάδου ΣΓΕ με άλλους ανόμοιους κλάδους και μειωμένο επίδομα ειδικών καθηκόντων (45%-70%) σε σχέση με τους Γραμματείς Πρεσβείας Α’. Πρόκειται για θεσμική και ηθική προσβολή ενός εξειδικευμένου κλάδου, που αποτελεί κρίσιμο μοχλό της εθνικής εξωστρέφειας. Η μισθολογική εξίσωση δεν συνιστά συντεχνιακή αξίωση αλλά ηθική και νομική υποχρέωση και εύλογο κίνητρο.
Η Δημόσια Διπλωματία δεν είναι επικοινωνιακό συμπλήρωμα, αλλά στρατηγικό εργαλείο διεθνούς επιρροής και εθνικής ασφάλειας. Ο κλάδος των ΣΓΕ οφείλει να απολαμβάνει πλήρη θεσμική και μισθολογική ισοτιμία με τους λοιπούς διπλωματικούς κλάδους, καθώς και άμεση πρόσβαση σε κονδύλια και εργαλεία δράσης. Η Ελλάδα δεν μπορεί να ευαγγελίζεται την «εξωστρέφεια» όταν τα στελέχη που την υπηρετούν βρίσκονται σε θεσμική αφάνεια και οικονομική υποβάθμιση.