Η Ελλάδα των τελευταίων δεκαπέντε ετών βιώνει ένα παράδοξο φαινόμενο: ενώ οι αριθμοί του τουρισμού καταρρίπτουν διαδοχικά ρεκόρ, η παραγωγικότητα παραμένει καθηλωμένη και οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται. Αυτό δεν αποτελεί συγκυριακό γεγονός, αλλά την έκφραση μιας βαθιάς δομικής μεταμόρφωσης της ελληνικής οικονομίας. Σταδιακά, η χώρα μετατράπηκε σε αυτό που οι ερευνητές του London School of Economics (LSE) περιγράφουν ως «café economy», μια οικονομία βασισμένη στην εστίαση, τα καταλύματα και τις υπηρεσίες χαμηλής παραγωγικότητας.
Αυτό το μοντέλο προσφέρει βραχυπρόθεσμα λύσεις, κυρίως στην απορρόφηση της ανεργίας, αλλά ταυτόχρονα εγκλωβίζει τη χώρα και τις τοπικές κοινωνίες σε έναν φαύλο κύκλο φθηνής εργασίας, έντονης εποχικότητας και αυξανόμενων ανισοτήτων. Η ανάγκη για στρατηγική αλλαγή είναι επιτακτική.
Μια οικονομία που δουλεύει, αλλά δεν προοδεύει
Σύμφωνα με τη μελέτη «The café economy: Structural transformation in Greece in the wake of austerity and reforms» του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του LSE, μετά το 2009 η ελληνική οικονομία αναδιατάχθηκε ριζικά. Η πλειονότητα της απασχόλησης μεταφέρθηκε στον τομέα Accommodation and Food Service Activities (AFSA) — δηλαδή την εστίαση, τα καφέ, τα ενοικιαζόμενα και τον τουρισμό.
Μόνο ο τομέας AFSA απορρόφησε σχεδόν το ένα τρίτο της συνολικής πτώσης της παραγωγικότητας της χώρας, ενώ οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων σε αυτόν μειώθηκαν δραματικά, κατά περίπου 60%. Παράλληλα, από το 2009 έως το 2023, η συνολική παραγωγικότητα στην Ελλάδα υποχώρησε κατά 16%, ενώ οι πραγματικοί μισθοί στο σύνολο της οικονομίας μειώθηκαν κατά 35%, δημιουργώντας ένα διπλό πλήγμα: α) οι εργαζόμενοι έχασαν σημαντικό μέρος της αγοραστικής τους δύναμης και β) η οικονομία συνολικά είδε τη βάση παραγωγικότητας να συρρικνώνεται. Η απορρόφηση εργασίας από τον AFSA έγινε κυρίως μέσω χαμηλότερης παραγωγικότητας και φθηνότερης εργασίας, αντί μέσω επενδύσεων σε τεχνολογία ή οργανωτική αναβάθμιση, εγκλωβίζοντας την ελληνική οικονομία σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Με άλλα λόγια, η αιτία δεν ήταν μόνο οι πολιτικές λιτότητας, αλλά και οι λανθασμένες υποθέσεις των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων: οι αλλαγές στην αγορά εργασίας και προϊόντων, αντί να ενισχύσουν την καινοτομία και την αποδοτικότητα, οδήγησαν σε φθηνή εργασία και συγκέντρωση δραστηριοτήτων χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Η Ελλάδα, λοιπόν, δουλεύει περισσότερο αλλά παράγει λιγότερο και αμείβεται ακόμα λιγότερο.
Παραγωγικότητα, μισθοί και ανισότητες
Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι οι τομείς εστίασης και φιλοξενίας είναι οι λιγότερο παραγωγικοί στην Ευρώπη, ενώ η Ελλάδα παρουσιάζει την πιο οξεία κατάσταση. Η παραγωγικότητα μειώθηκε κατά 40% τα τελευταία 15 χρόνια, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο κλάδο.
Η μείωση των μισθών υπερέβη την πτώση της παραγωγικότητας, σηματοδοτώντας τη συρρίκνωση του μεριδίου των εργαζομένων στο εθνικό εισόδημα υπέρ των επιχειρηματικών κερδών ή της φορολογίας. Το οικονομετρικό μοντέλο Panel-VAR δείχνει ότι η πτώση ζήτησης και μισθών λειτουργεί σαν «δίδυμος κόφτης» της παραγωγικότητας: όταν η εργασία είναι φθηνή και η κατανάλωση περιορισμένη, οι επιχειρήσεις δεν έχουν κίνητρο να επενδύσουν σε καινοτομία ή τεχνολογία.
Στο πιο κάτω γράφημα γίνεται η ανάλυση παραγωγικότητας με κέρδη και ζημίες ανά τομέα δραστηριότητας. Όπως προκύπτει οι περισσότεροι τομείς παρουσίασαν απώλειες παραγωγικότητας. Ειδικότερα ο τομέας AFSA, δλδ οι «δραστηριότητες παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης», παρουσίασε τις μεγαλύτερες απώλειες παραγωγικότητας από όλους τους υπόλοιπους.
Η παγίδα της «Café Economy» και οι παρενέργειες
Ο τουρισμός, αν και ζωτικής σημασίας πηγή εισοδήματος, συνεισφέρει περίπου το μισό της βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αλλά η υπερεξάρτηση από αυτόν τον τομέα έχει σοβαρές παρενέργειες:
- Περιορισμός μακροπρόθεσμης ανάπτυξης: Η φύση του AFSA περιορίζει τα περιθώρια αύξησης παραγωγικότητας σε σχέση με τη μεταποίηση ή την υψηλή τεχνολογία.
- Κοινωνικές επιπτώσεις: Η έκρηξη βραχυχρόνιων μισθώσεων, τύπου Airbnb, μετατρέπει την κρίση στέγης σε σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα, καθιστώντας τα ενοίκια απρόσιτα για μόνιμους κατοίκους και εργαζόμενους.
- Υπερ-τουρισμός: Η άναρχη επέκταση οδηγεί σε υποβάθμιση υποδομών, περιβάλλοντος και πολιτιστικού αποθέματος σε κορεσμένους προορισμούς.
Η ελληνική περίπτωση διδάσκει ότι η τυφλή εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, χωρίς έμφαση στην παραγωγικότητα και τις μακροοικονομικές συνθήκες, οδηγεί σε διχασμένη αναπτυξιακή πορεία και σε μοντέλο χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Προτεινόμενες λύσεις και η μετάβαση σε οικονομία γνώσης
Η «café economy» δεν είναι μόνο οικονομικός όρος, αλλά κοινωνικό σύμπτωμα. Είναι το αποτέλεσμα πολιτικών που υποτίμησαν τη σημασία της παραγωγής και της γνώσης, πιστεύοντας ότι η φθηνή εργασία οδηγεί σε ανταγωνιστικότητα. Η εμπειρία της Ελλάδας απέδειξε το αντίθετο: η μείωση μισθών και δημόσιων επενδύσεων συρρικνώνει τη βάση πάνω στην οποία οικοδομείται η ανάπτυξη.
Η έρευνα του LSE αποτελεί προειδοποίηση και κάλεσμα για ριζική αλλαγή παραδείγματος. Το μοντέλο της «café economy» εξασφάλισε δημοσιονομική ισορροπία, αλλά όχι ευημερία και βιώσιμη ανάπτυξη. Η Ελλάδα καλείται να σχεδιάσει το επόμενο βήμα της:
Η μόνη οδός διαφυγής είναι το σπάσιμο του φαύλου κύκλου χαμηλών μισθών, περιορισμένης καινοτομίας και χαμηλής παραγωγικότητας.
Οι Στρατηγικές λύσεις που πρέπει να ακολουθηθούν είναι:
- Ενίσχυση κινήτρου για καινοτομία μέσω μισθών: Άμεση και σταδιακή αύξηση κατώτατου μισθού, επαναφορά του ρόλου των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Το αυξημένο κόστος εργασίας αποτελεί ισχυρό κίνητρο για επενδύσεις σε τεχνολογία και οργάνωση.
- Δομική ισορροπία (Rebalancing): Στοχευμένες επενδύσεις σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, αγροδιατροφική καινοτομία, μεταποίηση, έρευνα και τεχνολογία. Παράλληλη καλλιέργεια δεξιοτήτων μέσω δημόσιας εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης.
- Ρύθμιση και ποιοτική αναβάθμιση του τουρισμού: Θεσμική αντιμετώπιση βραχυχρόνιων μισθώσεων, εφαρμογή περιβαλλοντικών τελών ή ανώτατων ορίων επισκεψιμότητας, ποιοτική αναβάθμιση υπηρεσιών, επιμήκυνση τουριστικής περιόδου και ανάπτυξη τουρισμού υψηλών προδιαγραφών.
Η Ελλάδα χρειάζεται μια «οικονομία της δημιουργίας», που παράγει, καινοτομεί και εξάγει, χωρίς να χάνει την κοινωνική συνοχή της. Αν συνεχιστεί η επένδυση μόνο σε φθηνή εργασία και υπηρεσίες χαμηλής παραγωγικότητας, η σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα παραμείνει μακρινό όνειρο. Αν συνεχίσουμε να επενδύουμε μόνο στον καφέ και στον τουρισμό, θα πίνουμε τον καφέ της παρηγοριάς για χαμένες ευκαιρίες. Αν όμως επενδύσουμε στη γνώση, στη συνεργασία και στην τοπική παραγωγή, μπορούμε να γίνουμε παράδειγμα μιας άλλης Ελλάδας, αυτής που δεν φοβάται να παράγει αξία, όχι απλώς να σερβίρει.
Δρ Παναγιώτης Ε. Τζαβάρας
Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου
Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων
Τμήμα Διοίκησης και Μάρκετινγκ