Ο πόλεμος και η κρίση στην Ουκρανία αποκάλυψε με τον πιο εύγλωττο τρόπο τα όρια και τους κινδύνους των εξαρτήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών μελών της.
Η Ευρώπη παρά τις προόδους σε επιμέρους ζητήματα, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και προϊόντων , η οικονομική πολιτική και η ενιαία θεσμική λειτουργία, δεν κατάφερε να κάνει εδώ και πενήντα χρόνια την υπέρβαση στον πολιτικό τομέα -με την περαιτέρω εξέλιξη της Ένωσης, στην ενιαία εξωτερική πολιτική και άμυνα αλλά και στην εμβάθυνση της Δημοκρατίας.
Έτσι ήρθε μία πολεμική σύρραξη στην πόρτα της, που προκλήθηκε κυρίως από δυνάμεις εκτός της επιρροής της, να αναδείξει τις ελλείψεις σε στρατηγική και αυτονομία πολιτικής στη βάση λειτουργίας της Ε.Ε.
Έτσι καλείται πλέον να χτίσει πάνω σε μια νέα πραγματικότητα.
Να επενδύσει σε δικές της δυνατότητες, να ενισχύσει την ενεργειακή της αυτάρκεια και να επιδιώξει μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να απαγκιστρωθεί από κάθε δύναμη εκτός της Ευρωπαϊκής ένωσης και να δημιουργήσει προϋποθέσεις αυτονομίας στον αμυντικό τομέα και την εξωτερική πολιτική, καθώς και στον οικονομικό και ενεργειακό τομέα.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά απομόνωση και μοναχική πορεία, αλλά συνεργασία με τις παλιές υπερδυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, αλλά και στενή διασύνδεση προς εξυπηρέτηση των κοινών συμφερόντων με τις αναδυόμενες ΄΄υπερδυνάμεις΄΄ , όπως η Κίνα, η Ινδία και γενικά οι χώρες των BRICS, με νηφαλιότητα και προνοητικότητα, χωρίς πολεμικές ιαχές ή αποκλεισμούς.
Κατά συνέπεια το δίλημμα που τίθεται δεν είναι απλά ανάμεσα σε μία επιλογή στρατοπέδου, αλλά το πραγματικό ζητούμενο είναι η στρατηγική αυτονομία.
Η Ευρώπη πρέπει να πάψει να λειτουργεί ως «ουρά» των μεγάλων δυνάμεων και να αποκτήσει τη δική της φωνή, τις δικές της προτεραιότητες και τα δικά της μέσα επιρροής.
Για δεκαετίες, η ευρωπαϊκή ασφάλεια στηρίχθηκε στη συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω του ΝΑΤΟ. Αυτή η σχέση ίσως υπήρξε καθοριστική για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην ήπειρο, κυρίως όσο υπήρχε το αντίπαλο δέος του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Όμως, ταυτόχρονα, οδήγησε σε εξάρτηση σε στρατιωτικό και τεχνολογικό επίπεδο.
Από την κατάργηση όμως του προαναφερόμενου συμφώνου, το ΝΑΤΟ (και οι χώρες που το αποτελούσαν) επειδή δεν είχε υπαρκτό και φανερό εχθρό, προσπάθησε να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα ύπαρξής του, εφευρίσκοντας νέους εχθρούς και το πέτυχε αν κρίνουμε από τα πολεμικά μέτωπα που συμμετείχε τα τελευταία τριάντα χρόνια (Ιράκ, Αφγανιστάν, Γιουγκοσλαβία, ανάπτυξη βάσεων σε όλη την πρώην Ανατολική Ευρώπη, κλπ).
Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία, μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ, ( αν απομονώσει κανείς την καταδικαστέα εισβολή στην Ουκρανία) υπήρξε βασικός εταίρος της Ευρώπης στον ενεργειακό τομέα και ανέκαθεν αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής γεωγραφίας και ιστορίας. Φυσικά και βασικός πυλώνας συνεργασίας και καταλυτικός παράγοντας στον Β΄ ΠΠ για τη νίκη κατά του ναζιστοφασιμού.
Η Ευρώπη πλέον δεν μπορεί να παραμείνει αιώνια εξαρτημένη ούτε φυσικά να απομονωθεί. Πρέπει να γίνει ένας αυτόνομος πυλώνας ισχύος και ειρήνης, ικανός να υπερασπίζεται τις αξίες της δημοκρατίας, του δικαίου και της αλληλεγγύης.
Το μέλλον της δεν θα καθοριστεί από το ποιον ακολουθεί, αλλά από το αν θα έχει το θάρρος ( και κυρίως τους ηγέτες) να χαράξει τον δικό της δρόμο.