Την 1 και 2 Σεπτεμβρίου 2025, στην πόλη Τιαντζίν της Κίνας, πραγματοποιήθηκε η 25η Σύνοδος Κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organisation – SCO). Η σημασία της εν λόγω Συνόδου είχε επισημανθεί έγκαιρα από την κοινότητα των αναλυτών που παρακολουθούν τις εξελίξεις στην Ασία, καθώς τόσο η σύνθεση όσο και η ατζέντα της Συνόδου προϊδέαζαν για σημαντικές αποφάσεις. Στις γραμμές που ακολουθούν εξηγείται αυτή η εκτίμηση.
Ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης είναι ένας διακρατικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 2001 στη Σαγκάη από τις Κίνα, Ρωσία, το Καζακστάν, το Κιργιστάν, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν. Από ιδρύσεώς του μέχρι σήμερα οι καταστατικοί στόχοι του Οργανισμού εστίαζαν κυρίως στην περιφερειακή ασφάλεια, την πολιτική σταθερότητα και τη διαμόρφωση κλίματος συνεργασίας και εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, διακρίνοντας τους σε τρεις τομείς, μπορούμε να τους συνοψίσουμε ως εξής:
• Ασφάλεια (Καταπολέμηση τρομοκρατίας, εξτρεμισμού, αποσχιστικών κινημάτων, ενίσχυση συνεργασίας για τον έλεγχο συνόρων και την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών),
• Πολιτική Σταθερότητα (εμπέδωση των αρχών του σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας και της μη επέμβασης σε εσωτερικές υποθέσεις και δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και καλής γειτονίας) και τέλος
• Περιφερειακή Συνεργασία (διευκόλυνση οικονομικών ανταλλαγών, χωρίς την προϋπόθεση δημιουργίας ισχυρών θεσμών). Παράλληλα, στο πλαίσιο του Οργανισμού υλοποιούνταν τακτικά πολιτιστικές και εκπαιδευτικές ανταλλαγές.
Σε επίπεδο εσωτερικής οργάνωσης και ιεραρχικών δομών μέχρι το 2025 ο Οργανισμός λειτουργούσε ως εξής: υπήρχαν τρεις διακριτές κατηγορίες κρατών, τα κράτη – μέλη που αποτελούσαν ουσιαστικά τον Οργανισμό, τα Κράτη – Παρατηρητές (Observer States), τα οποία είχαν δικαίωμα συμμετοχής στις συναντήσεις κορυφής αλλά όχι δικαίωμα ψήφου και θεωρούνταν κράτη σε «προθάλαμο» για ένταξη ως πλήρη μέλη, και τέλος οι Εταίροι Διαλόγου (Dialogue Partners) που είχαν χαμηλότερο καθεστώς και θεωρούνταν “φιλικές χώρες συνεργασίας”. Επισημαίνεται ότι μέχρι το 2025 η Μογγολία, το Αφγανιστάν και η Λευκορωσία ήταν Παρατηρητές. Με την υιοθέτηση της νέας πολιτικής οι δύο πρώτες μεταφέρθηκαν στους Εταίρους και η Λευκορωσία έγινε πλήρες μέλος το 2024/25.
Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία χάραξης στρατηγικής και λήψης αποφάσεων τα κράτη – μέλη λειτουργούσαν ως εξής:
• Το ανώτατο όργανο λήψης αποφάσεων ήταν το Συμβούλιο Αρχηγών Κρατών (Heads of State Council, HSC) το οποίο συνεδρίαζε μια φορά το χρόνο και λάμβανε αποφάσεις για όλα τα μείζονα θέματα.
• Σε ένα δεύτερο επίπεδο το Συμβούλιο Αρχηγών Κυβερνήσεων (Council of Heads of Government, CHG) συνεδρίαζε επίσης μια φορά το χρόνο, λαμβάνοντας αποφάσεις για τη διαμόρφωση στρατηγικής για τις διαδικασίες πολυμερούς συνεργασίας, τον καθορισμό των ζητημάτων ενδιαφέροντος στον οικονομικό και σε άλλους τομείς και ενέκρινε τον ετήσιο προϋπολογισμό του SCO.
• Σε επίπεδο υλοποίησης λειτουργούσαν τομείς συνεργασίας με αντίστοιχα όργανα για εξωτερική πολιτική, εθνική άμυνα, ασφάλεια, οικονομία, εμπόριο, πολιτισμό, υγεία, εκπαίδευση.
• Ο συντονισμός όλων αυτών επιτυγχανόταν μέσω του Συμβουλίου Εθνικών Συντονιστών (Council of National Coordinators).
Τι άλλαξε με τη Σύνοδο Κορυφής της Τιαντζίν; Σχεδόν τα πάντα.
Όπως αναφέρθηκε, ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης ήταν μια «χαλαρή» μορφή διακρατικής συνεργασίας μεταξύ κρατών μιας περιφερειακής ενότητας με πολύ περιορισμένους – ειδικούς – σκοπούς. Αν θέλετε ένα περίπου ανάλογο – ιστορικά μιλώντας – παράδειγμα, σκεφτείτε τις πρώιμες μέρες της ΕΕ ως Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Μια περιφερειακή Ένωση ειδικού σκοπού.
Όπως η ΕΚΑΧ, την επαύριο του Β΄ΠΠ και σε συνθήκες αρχικά διπολισμού και κατόπιν Δυτικής ηγεμονίας, μετασχηματίστηκε στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, έτσι και ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, σε μια περίοδο διαφαινόμενης παρακμής της Δυτικής ηγεμονίας, έφτασε σταδιακά σε ένα στάδιο πολιτικής ωρίμανσης που καθιστά εφικτή την πορεία προς θεσμική ωρίμανση. Συνεπεία αυτού οι ηγέτες των 10 κρατών-μελών συγκεντρώθηκαν στην Τιαντζίν με μια φιλόδοξη ατζέντα μετασχηματισμού.
Τη Σύνοδο παρακολούθησαν εκπρόσωποι των 17 κρατών-εταίρων (η νέα κατηγορία που προέκυψε με τη συγχώνευση κρατών – παρατηρητών και εταίρων διαλόγου) καθώς και προσκεκλημένοι εκπρόσωποι των: ΟΗΕ, ASEAN, CSTO, Ευρασιατική Οικονομική Ένωση (EAEU), Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (AIIB). Η συμμετοχή αυτή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του νέου θεσμικού σχήματος “SCO Plus”, το οποίο συνεδρίασε για πρώτη φορά στο Τιαντζίν. Η λίστα των κρατών – εταίρων περιλαμβάνει τις ισχυρότερες οικονομίες της Ασίας αλλά και χώρες με ειδικό γεωπολιτικό και γεωοικονομικό αποτύπωμα: Αφγανιστάν, Μογγολία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Καμπότζη, Νεπάλ, Τουρκία, Σρι Λάνκα, Αίγυπτος, Κατάρ, Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ, Μπαχρέιν, Κουβέιτ, Μαλδίβες, Μυανμάρ, Λάος.
Η ουσία και το πραγματικό διακύβευμα της Συνόδου Κορυφής συνοψίζονταν σε δύο ζητήματα καθοριστικής σημασίας:
• Τον μετασχηματισμό του ΟΣΣ σε έναν πολυδιάστατο (οικονομική / εμπορική , πολιτική και στρατιωτική διάσταση) διεθνή θεσμό με δυνατότητες διεύρυνσης.
• Την εμβάθυνση της οικονομικής συνεργασίας.
Προ της έναρξης των εργασιών της Συνόδου είχαν προηγηθεί εντατικές διμερείς και πολυμερείς συναντήσεις εργασίας για την προετοιμασία και ολοκλήρωση των βασικών κειμένων εργασίας καθώς και των επιμέρους θεσμικών πλαισίων που απαιτούνταν. Και τα δύο αυτά ζητήματα ενσωματώθηκαν στα θεμελιώδη κείμενα της Συνόδου, τη Διακήρυξη της Τιαντζίν και τη Στρατηγική Ανάπτυξης 2026–2035 τα οποία υιοθετήθηκαν από τη Σύνοδο.
Τα υπόψη κείμενα ήταν ουσιαστικά ο λόγος σύγκλησης της Συνόδου καθώς:
• Η «Διακήρυξη της Τιαντζίν» αποτελεί το πολιτικό πλαίσιο της επόμενης δεκαετίας για τον ΟΣΣ. Επιβεβαιώνει την προσήλωση των μελών στο “Πνεύμα της Σαγκάης” (αμοιβαία εμπιστοσύνη, ισότητα, συνεργασία) και καθορίζει τη μετατροπή του από περιφερειακό φόρουμ ασφαλείας σε πολυδιάστατο διεθνή θεσμό με οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό αποτύπωμα.
• Η «Στρατηγική Ανάπτυξης 2026–2035» δίνει περιεχόμενο στη Διακήρυξη και καθορίζει τους μακροπρόθεσμους στόχους του Οργανισμού. Διακρίνεται στους εξής τομείς: Πολιτική (θεσμοθέτηση μοντέλου «SCO Plus» για την αναβάθμιση της συνεργασίας με διεθνείς οργανισμούς), Οικονομία (δημιουργία Αναπτυξιακής Τράπεζας Οργανισμού με αρχική στήριξη από την Κίνα, χρήση εθνικών νομισμάτων, πράσινη και ψηφιακή μετάβαση), Δομή (συγχώνευση «Κρατών – Παρατηρητών» και «Εταίρων Διαλόγου» σε «Εταίρους του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης»), Ασφάλεια (συνεργασία στους τομείς αντιτρομοκρατίας, κυβερνοασφάλειας, ενεργειακής ασφάλειας, νέων υβριδικών απειλών).
Συνεπώς, δεδομένου ότι η θεσμοθέτηση οικονομικών εργαλείων και η στρατηγική μακροπρόθεσμης ανάπτυξης παρέχουν τα αναγκαία εργαλεία διεθνούς πολίτικό-οικονομικής συνεργασίας, καθίσταται σαφές πως με αυτές τις δύο αποφάσεις σηματοδοτήθηκε η ξεκάθαρη μετάβαση του ΟΣΣ από ένα περιφερειακό φόρουμ ασφαλείας σε έναν θεσμοθετημένο διεθνή οργανισμό με πολυδιάστατο ρόλο και ολιστική στρατηγική ταυτότητα, με οικονομική, πολιτική και αναπτυξιακή διάσταση.
Οι συνέπειες αυτού του μετασχηματισμού σε διεθνές επίπεδο αναμένονται σημαντικές.
Σε ό,τι αφορά την οικονομική διάσταση εκτιμάται πως θα κινηθεί επιθετικά, δεδομένης της θέσης της Κίνας ως χρηματοδότη της νέας Τράπεζας αλλά και του ειδικού βάρους που διαθέτει εντός του. Αναμένεται πως θα επιδιώξει τη συγχώνευση οικονομικών έργων από το κινεζικό σχέδιο του «Δρόμου του Μεταξιού» (BRI), αξιοποιώντας την Αναπτυξιακή Τράπεζα του Οργανισμού ως “BRICS Bank 2.0”, επιταχύνοντας και ενισχύοντας την κινεζική οικονομική διείσδυση στην Κεντρική Ασία.
Περαιτέρω, η υιοθέτηση της πολιτικής για τη χρήση εθνικών νομισμάτων μεταξύ των μελών του Οργανισμού ενισχύει τη (σταδιακά ενισχυόμενη) τάση αποδολαριοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας, αποτελώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια μέσο-μακροπρόθεσμη πολιτική υπονόμευσης της ισχύος των ΗΠΑ.
Σε πολιτικό και ενδεχομένως στρατιωτικό επίπεδο ο Οργανισμός δύναται και αναμένεται να αποτελέσει σταδιακά θεσμικό αντίβαρο Δυτικών Συμμαχιών, πολιτικής ή στρατιωτικής φύσης (ΝΑΤΟ, ΕΕ). Η πιθανή εμβάθυνση στρατιωτικο-τεχνολογικής συνεργασίας σε επίπεδο περιφέρειας θεωρείται αναμενόμενη, δεδομένων των τεχνολογικών και βιομηχανικών δυνατοτήτων των κρατών – μελών αλλά και των εταίρων. Φυσικά, και σε αυτό το πεδίο η υπεροχή της Κίνας και η πυρηνική κληρονομιά της Ρωσίας συνιστούν τον σκληρό πυρήνα του Οργανισμού. Η πρόσφατη στρατιωτική παρέλαση στο Πεκίνο και οι ξένοι προσκεκλημένοι, ως «μάρτυρες» του συμβάντος, συνιστούν ηχηρή δήλωση.
Ταυτόχρονα, η εγγύτητα πολλών πολιτικών θέσεων του Οργανισμού με άλλους διεθνείς οργανισμούς, στους οποίους μετέχει με ισχυρό ρόλο η Κίνα και η Ρωσία (όπως οι BRICS+), ή στους οποίους το Πεκίνο ασκεί επιρροή (όπως η ASEAN), και οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα έχουν ταχθεί υπέρ ενός εσωτερικού μετασχηματισμού και ανακατανομής της ισχύος των διεθνών θεσμών προκειμένου να εκπροσωπούνται με πιο αναλογικό (και άρα, ισχυρίζονται, δίκαιο) τρόπο τα συμφέροντα των μη Δυτικών κρατών (της Ασίας και του λεγόμενου «Παγκόσμιου Νότου»), αναμένεται να φέρει τον Οργανισμό στο προσκήνιο διεθνών εξελίξεων (ή και κρίσεων).
Βέβαια όπως όλοι οι Οργανισμοί τέτοιου μεγέθους και σκοπών ο ΟΣΣ αναμένεται να βρεθεί μπροστά σε δυσκολίες, οι πρώτες εκ των οποίων αναμένεται να προέλθουν από το εσωτερικό του. Προκλήσεις συνοχής λόγω ενδο-ανταγωνισμών (Ινδία–Κίνα, Ινδία–Πακιστάν) ενδέχεται να απασχολήσουν νωρίτερα παρά αργότερα το Συμβούλιο Αρχηγών Κρατών ενώ διασυνοριακές διενέξεις για σειρά ζητημάτων (οι διασυνοριακές υδατικές διενέξεις αναμένεται να βρεθούν ψηλά στη λίστα Ινδίας – Κίνας) καθώς και η ανταγωνιστική φύση μεταξύ οικονομιών των κρατών – μελών θα απαιτήσουν ασκήσεις διπλωματικής ισορροπίας.
Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του Οργανισμού στη διεθνή σκηνή δύο μείζονες δρώντες έχουν ιδιαίτερη σημασία: η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και οι ΗΠΑ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση τον τρέχοντα αλλά και μέσο / μακροπρόθεσμο συσχετισμό ισχύος έναντι του Οργανισμού, τις ισχύουσες πολιτικές και την κρίση που διέρχεται για σειρά λόγων αναμένεται να τηρήσει πιο διπλωματική στάση, παρακολουθώντας τις εξελίξεις με προσοχή αναγνωρίζοντας το ειδικό βάρος του Οργανισμού σε πεδία όπως η ανεφοδιαστική αλυσίδα, η παραγωγική δυνατότητα και τα μονοπώλια σε πρώτες ύλες καθώς και την ηγετική θέση που σταδιακά εδραιώνει σε σειρά τομέων του πεδίου της υψηλής τεχνολογίας. Το μείζον δίλημμα που αναμένεται να αντιμετωπίσει φέρνει στην επιφάνεια αφενός με την εξάρτηση της ΕΕ από ενεργειακές και βιομηχανικές πηγές καθώς και την απώλεια σχεδόν κάθε ελέγχου επί της ανεφοδιαστικής αλυσίδας και αφετέρου τον, σχεδόν ανιμιστικής φύσης, φόβο της έναντι της σύγκλισης Ρωσίας – Κίνας εντός του Οργανισμού.
Οι ΗΠΑ έχουν πιο ξεκάθαρη θέση. Εξαρχής θεωρούν τον ΟΣΣ ως αντι-δυτικό μηχανισμό, κυρίως λόγω της ηγεσίας Κίνας και Ρωσίας. Οι ανησυχίες τους εστιάζουν σε τρεις τομείς: στο οικονομικό η διπλή απειλή της αποδολαριοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας μέσω χρήσης εθνικών νομισμάτων και της ενίσχυσης της κινεζικής οικονομικής διείσδυσης στην Κεντρική Ασία που αναμένεται να φέρει περισσότερα κράτη εγγύτερα στον Οργανισμό ή / και τους BRICS+ εκτιμάται ως βάσιμη μέσο-μακροπρόθεσμη απειλή με στρατηγικές συνέπειες για τις ΗΠΑ. Στο στρατιωτικό τομέα η πιθανή εμβάθυνση στρατιωτικο-τεχνολογικής συνεργασίας μεταξύ ασιατικών κρατών, όπως το Ιράν, με την Κίνα ή / και το Πακιστάν αλλά και η πιθανή ένταξη των κεντρασιατικών περίκλειστων κρατών στην ευρύτερη ζώνη επιρροής του Πεκίνου μέσω προσφοράς εξόδου στον Ινδικό μέσω του «Δρόμου του Μεταξιού» είναι πηγή στρατηγικής ανησυχίας στην Ουάσιγκτον.
Συμπερασματικά, η Σύνοδος της Τιαντζίν σηματοδότησε τον μετασχηματισμό του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης από ένα περιφερειακό φόρουμ ασφαλείας σε θεσμοθετημένο διεθνή οργανισμό με πολυδιάστατο ρόλο. Η υιοθέτηση της «Διακήρυξης της Τιαντζίν», της «Στρατηγικής 2026–2035» και οι συνεπαγόμενες πολιτικές αποφάσεις για το «SCO Plus» και την ίδρυση της Αναπτυξιακής Τράπεζας προσδίδουν νέα δυναμική, καθιστώντας τον Οργανισμό πιθανό βασικό πυλώνα της «πολυπολικότητας» στην νέα παγκόσμια τάξη.

* Ο Ανδρέας Λιούμπας είναι Διεθνολόγος με ειδίκευση στην Κίνα.
Είναι επικεφαλής ερευνητής της Ομάδας Ανατολικής Ασίας του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο άρθρο είναι προσωπικές του συγγραφέα και δεν αντανακλούν την επίσημη θέση του Ινστιτούτου.