Πενήντα ένα χρόνια από την τουρκική εισβολή, και ο υπουργός Εξωτερικών την Ελλάδα έπειτα από την τελευταία πενταμερή συνδιάσκεψη του ΟΗΕ, με τις δηλώσεις του για την «εξαιρετικά παραγωγική συνάντηση», φαντάζει σαν εκπρόσωπος από εκείνες τις νεοεποχίτικες θρησκευτικές σέχτες «θετικής σκέψης», οι οποίες απευθύνονται σε σελέμπριτις και μέλη της καλής κοινωνίας.

Θα του απαντήσει ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν, από τους εορτασμούς της εισβολής στα Κατεχόμενα («ειρηνευτική επιχείρηση» την ονομάζει όπως και αντιστοίχως ο Βλ. Πούτιν εκείνην της Ρωσίας στην Ουκρανία): «Η Τουρκία θα είναι πάντα παρούσα στην Κύπρο, και η διεθνής κοινότητα καλά θα κάνει να συμφιλιωθεί με την νέα πραγματικότητα».

Advertisement
Advertisement

Στην Ελλάδα υποδεχθήκαμε την επέτειο με τους συνήθεις ιδεολογικούς και προπαγανδιστικούς αυτοματισμούς: η παράταξη της επαναπροσέγγισης, που κάνει πια ότι δεν βλέπει, τόνισε την ανάγκη να πειστεί η Τουρκία ώστε να εγκαταλείψει την θέση των δύο κρατών, και να συρθεί στις διαπραγματεύσεις για μια Κύπρο διζωνική και δικοινοτική. Χαλασμένο ρολόι· η Τουρκία βρίσκεται σε τροχιά ανασύστασης της περιφερειακής της ηγεμονίας, και χρησιμοποιεί ποικιλοτρόπως το κυπριακό για την μόχλευσή της.

Από την άλλη, αριστεροί και δεξιοί, κρυφοί και φανεροί οπαδοί του ρωσικού κόσμου βρήκαν ευκαιρία να προωθήσουν την δική τους εκδοχή του 1974. Όπου λίγο πολύ ο πραγματικός εισβολέας –η Τουρκία δηλαδή– στέκεται στο περιθώριο, και την θέση του απόλυτου ενόχου παίρνει το ΝΑΤΟ, και η Δύση. Φυσικά αποσιωπούν το γεγονός ότι πράσινο φως για την εισβολή τότε έδωσε και η Σοβιετική Ένωση. Όπως και σήμερα συγκαλύπτουν, το γεγονός ότι η Ρωσία σαφώς επιθυμεί μια Τουρκία να κρατάει σφιχτά τα πλοκάμια της στην Κύπρο, με την κατοχή του Βορρά και την μεγιστοποίηση της έμμεσης επιρροής στο Νότο. Αφού δεν μπορεί να ελέγξει τον γεωπολιτικό προσανατολισμό του νησιού, κάνει ότι μπορεί για να παραμένει πάντοτε γκρίζος και αμφισβητούμενος –μεταξύ Ευρώπης και νεο-οθωμανικής Ανατολής.

Για την 51η επέτειο της Εισβολής χρειαζόμαστε να συγκρατήσουμε τα εξής σαν διδάγματα: αφ’ ενός την καταστροφική επίδραση της δικτατορίας με την καρικατουρίστικη εθνικοφροσύνη της, η οποία δεν έδωσε απλά την αφορμή, αλλά προκάλεσε την τελευταία μεγάλη εθνική καταστροφή για τον Ελληνισμό· αφ’ ετέρου, ότι παρ’ όλα τα «Δεν Ξεχνώ», η πορεία προς την σταθερότητα και την ευημερία της ελλαδικής κοινωνίας τις δεκαετίες που ακολούθησαν βιώθηκε σαν «τέλος της ιστορίας» και στηρίχτηκε στην απώθηση της τουρκικής απειλής. Πολύ σύντομα, μετά το 1974, το τραύμα της εισβολής και της κατοχής ξεχάστηκε, και η μεταπολιτευτική πορεία της χώρας χτίστηκε πάνω σε μια γεωπολιτική αμεριμνησία…

Ας εστιάσουμε, όμως, σε κάτι άλλο, στην περίφημη «μη λύση» για την οποία πολύς λόγος συνηθίζεται, ιδίως όταν πλησιάζει ή εξελίσσεται κάποια απόπειρα επαναπροσέγγισης με την κατοχική διοίκηση.

Το κλειδί για την ερμηνεία της μη-λύσης βρίσκεται κατά τη γνώμη μου στα όσα είπε ο Ερντογάν εχθές στα Κατεχόμενα, κυρίως στο «Η Τουρκία θα είναι πάντοτε παρούσα στην Κύπρο».

Η αμφισβήτηση του status quο που χτίστηκε με την Συνθήκη της Λωζάνης από την Τουρκία, ξεκινάει το 1955 με την εσωτερική εκκαθάριση της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, και εξωτερικεύεται με την εισβολή του 1974.

Advertisement

Εκεί για πρώτη φορά έμπρακτα αποδεικνύεται ότι πια η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται να παραμείνει στα όρια ενός τουρκικού εθνικού κράτους, και ότι η κεμαλική περίοδος ήταν απλά ένας κύκλος εσωτερικής σταθεροποίησης και εκσυγχρονισμού, προκειμένου το αίτημα για ευρύτερη τουρκική ηγεμονία να επανέλθει.

Η παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο σε αυτό το πλαίσιο, δηλαδή επαναφοράς της τουρκικής ηγεμονίας –που σήμερα είναι σαφές όσο τίποτε άλλο στην ευρύτερη περιοχή– αναστέλλει οποιαδήποτε διαδικασία λύσης. Ακριβώς διότι η πλευρά της κυπριακής Δημοκρατίας φοβάται –και δικαίως– την εργαλειοποίηση ολάκερης της Κύπρου από την Τουρκία.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ο κυπριακός Ελληνισμός απέρριψε με 76% το σχέδιο Ανάν. Παρά τα όσα ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του Σχεδίου, η κυπριακή κοινωνία ήθελε σταθερότητα, και επιβεβαίωση μιας πορείας Ευρωπαϊκής. Όχι ένα ασταθές ανανικό κρατίδιο, που και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα έπαιζε ρόλο proxy state της Τουρκίας. Κάτι που επιπροσθέτως θα είχε και καταστροφικές συνέπειες για την ίδια την Ευρώπη, γιατί θα υπονόμευε έκτοτε και σταθερά την ολοκλήρωση και την προοπτική της γεωπολιτικής αυτοδυναμίας ολόκληρης της Ένωσης.

Advertisement

Διότι αυτή είναι η στρατηγική της Τουρκίας, να αλώσει διπλωματικά την Ευρώπη. Όπως και σήμερα το κάνει, παριστάνοντας την θετική στις διαπραγματεύσεις, επιδιώκοντας να αποσπάσει σε αντάλλαγμα την τελωνειακή ένωση, τις θεωρήσεις visa, και το στρατηγικό πλασάρισμά της στον αμυντικό επανεξοπλισμό της Ευρώπης.

Αντιθέτως, ήταν η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την παράλληλη απόρριψη του σχεδίου Ανάν που βελτίωσε τα περιθώρια της αυτοδυναμίας της. Όπως και η πρόσφατη γεωπολιτική της αναβάθμιση στο πλαίσιο των συνεργασιών του 3+1 (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ & ΗΠΑ), η ισχυροποίηση των δεσμών με τον Λίβανο και την Αίγυπτο ακόμα, και βέβαια η προοπτική συμμετοχής της Μεγαλονήσου στον διάδρομο ΙΜΕC που ξεκινάει από την Ευρώπη και καταλήγει στην Ινδία.

Έτσι, φαίνεται, ότι το πιο ουσιαστικό βήμα για την «λύση», δηλαδή, για την απαγκίστρωση της Κύπρου από τις δαγκάνες μιας Τουρκίας ηγεμονικής δεν ήταν η τελευταία πενταμερής συνδιάσκεψη αλλά… η επίσκεψη του Ινδού πρωθυπουργού, Ναρέντρα Μόντι, στην ελεύθερη Λευκωσία.

Advertisement

Όσο ισχυροποιείται γεωπολιτικά και οικονομικά η Κυπριακή Δημοκρατία, άλλο τόσο θα αυξάνεται η θωράκισή της απέναντι στην επεκτατική Τουρκία και, τούτων λεχθέντων, έτσι θα μπορέσει να λειτουργήσει και σαν σημείο αναφοράς για τους Τουρκοκύπριους που δεν επιθυμούν να παραμείνουν ενεργούμενα της Άγκυρας. Στις δοσμένες συνθήκες, νομίζω, καλύτερη προοπτική από αυτήν δεν υφίσταται.

Advertisement