Το άρθρο υπογράφουν οι Γιώργος Παπαδόπουλος και Στέλλα Τσάνη – Δίκτυο Generation Youth Energy, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
*
Καθώς ο κόσμος τρέχει προς ένα μέλλον χαμηλών εκπομπών άνθρακα, η «πράσινη μετάβαση» έχει γίνει τόσο περιβαλλοντική όσο και οικονομική επιταγή για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι κυβερνήσεις και οι βιομηχανίες επενδύουν σε μεγάλο βαθμό σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ηλεκτροδότηση και βιώσιμες υποδομές για να επιτύχουν τους στόχους κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050 (Βλέπε Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Μακροπρόθεσμη Στρατηγική για το 2050[1]). Ωστόσο, αυτός ο μετασχηματισμός δεν είναι χωρίς κόστος. Ένα βασικό ερώτημα που αναδύεται στον δημόσιο διάλογο και στους κύκλους πολιτικής είναι εάν η πράσινη μετάβαση θα τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό , και αν ναι, για πόσο καιρό.
Βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα, η πράσινη μετάβαση μπορεί πράγματι να είναι πληθωριστική. Για παράδειγμα, η απασχόληση του προσωπικού σε «πράσινα επαγγέλματα» απαιτεί υψηλότερες δεξιότητες και γνώσεις. Προκειμένου να γίνει η εκπαίδευση αυτή, οι επιχειρήσεις αλλά και οι εργαζόμενοι θα πρέπει να επωμιστούν μεγαλύτερο κόστος παραγωγής και εκπαίδευσης. Μέρος αυτού του κόστους μετακυλίεται στους καταναλωτές μέσω υψηλότερων τιμών.
Η απαλλαγή της παγκόσμιας οικονομίας από τον άνθρακα απαιτεί τεράστιες κεφαλαιουχικές επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, υποδομές δικτύου και πρώτες ύλες. Σύμφωνα με ανάλυση του Reuters[2] βασισμένη σε στοιχεία της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (IEA), η παγκόσμια ενεργειακή επένδυση αναμένεται να ανέλθει το 2025 στα 3,3 τρισεκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων περίπου 2,2 τρισ. δολάρια θα κατευθυνθούν σε καθαρές μορφές ενέργειας, αποθήκευση, δίκτυα και ανανεώσιμες τεχνολογίες. Παράλληλα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι επενδύσεις σε υποδομές ηλεκτρικών δικτύων προβλέπεται να ξεπεράσουν τα 70 δισ. δολάρια ετησίως, ποσό υπερδιπλάσιο σε σχέση με πριν από μία δεκαετία.
Η αύξηση της ζήτησης για κρίσιμα ορυκτά όπως το λίθιο, το κοβάλτιο, το νικέλιο και τα στοιχεία σπάνιων γαιών, έχει ήδη αυξήσει τις τιμές τους, τροφοδοτώντας υψηλότερο κόστος παραγωγής για μπαταρίες, ηλεκτρικά οχήματα και συστήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας(IEA, 2022).
Πολιτικές όπως η τιμολόγηση του άνθρακα και οι αυστηρότεροι κανονισμοί για τις εκπομπές ρύπων συμβάλλουν επίσης στο αυξανόμενο κόστος παραγωγής, ιδίως σε ενεργοβόρους τομείς. Καθώς οι επιχειρήσεις προσαρμόζονται σε υψηλότερο κόστος εισροών, μέρος του βάρους μετακυλίεται στους καταναλωτές.
Υπό αυτή την έννοια, η πράσινη μετάβαση μοιάζει με ένα διαρθρωτικό σοκ εφοδιασμού: μεταβάλλει τις σχετικές τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών, ιδίως εκείνων που εξαρτώνται από εισροές έντασης άνθρακα. Οι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «πράσινος πληθωρισμός» για να περιγράψουν αυτό το φαινόμενο.
Ωστόσο, η ιστορία δεν τελειώνει βραχυ-/μεσοπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα, η πράσινη μετάβαση μπορεί να είναι αντιπληθωριστική ή τουλάχιστον σταθεροποιητική των τιμών. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια, έχουν εξαιρετικά χαμηλό οριακό κόστος μόλις εγκατασταθούν και οι τιμές τους έχουν μειωθεί δραματικά την τελευταία δεκαετία. Συγκεκριμένα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ηλιακά πάνελ έχει μειωθεί δραματικά, κατά περίπου 82% την περίοδο 2010-2020, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕ και Ember[3], ενώ το αντίστοιχο κόστος για αιολικά έργα έχει επίσης πέσει πάνω από 50% κατά την ίδια δεκαετία.
Η συνεχιζόμενη τεχνολογική καινοτομία και οι οικονομίες κλίμακας υπόσχονται περαιτέρω μειώσεις κόστους. Οι βελτιώσεις στην ηλεκτροδότηση και την ενεργειακή απόδοση μειώνουν επίσης την έκθεση σε ασταθείς αγορές ορυκτών καυσίμων, ενισχύοντας την οικονομική ανθεκτικότητα. Με άλλα λόγια, ενώ η μετάβαση μπορεί αρχικά να δημιουργήσει πληθωριστική πίεση, η ολοκλήρωσή της μπορεί να μειώσει τον διαρθρωτικό πληθωρισμό σταθεροποιώντας το κόστος ενέργειας και βελτιώνοντας την παραγωγικότητα.
Οι επιλογές πολιτικής θα καθορίσουν πώς θα εξελιχθεί η πορεία των πληθωριστικών πιέσεων που σχετίζονται με τη πράσινη μετάβαση. Μια καλά διαχειριζόμενη μετάβαση που συντονίζει τις πράσινες επενδύσεις με την κοινωνική προστασία, τη βιομηχανική πολιτική και την επανεκπαίδευση του εργατικού δυναμικού μπορεί να ελαχιστοποιήσει τα πληθωριστικά σοκ και να διασφαλίσει έναν δίκαιο μετασχηματισμό. Αντίθετα, οι απότομες κανονιστικές αλλαγές, ο ανεπαρκής ενεργειακός σχεδιασμός ή οι γεωπολιτικές διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αστάθεια και να καθυστερήσουν τη σταθεροποίηση των τιμών.
Στη διαδικασία του ενεργειακού, κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού που βιώνουμε, η πράσινη μετάβαση σχετίζεται λιγότερο με τον πληθωρισμό και περισσότερο με μια αναδιάρθρωση της οικονομίας μετατοπίζοντας το κόστος κατανάλωσης και παραγωγής από την περιβαλλοντική υποβάθμιση στον τεχνολογικό μετασχηματισμό. Η βασική πρόκληση για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής είναι να διασφαλίσουν ότι αυτή η απαραίτητη μετατόπιση παραμένει τόσο οικονομικά διαχειρίσιμη όσο και κοινωνικά δίκαιη. Ο πληθωρισμός μπορεί να αυξηθεί προσωρινά, αλλά η μακροπρόθεσμη ανταμοιβή που αφορά μια καθαρότερη, πιο σταθερή και λιγότερο εξαρτώμενη από τους ρυπογόνους ενεργειακούς πόρους οικονομία, αξίζει το τίμημα.
[1] https://climate.ec.europa.eu/eu-action/climate-strategies-targets/2050-long-term-strategy_el
[2] Crellin, F. (2025, June 5). Global energy investment set to hit record $3.3 trillion in 2025, IEA says. Reuters. https://www.reuters.com/sustainability/boards-policy-regulation/global-energy-investment-set-hit-record-33-trillion-2025-iea-says-2025-06-05/
[3] European Commission. (n.d.). Solar energy. European Commission. https://energy.ec.europa.eu/topics/renewable-energy/solar-energy_en
Ember. (2025). European electricity review 2025. https://ember-energy.org/app/uploads/2025/01/EER_2025_22012025.pdf