Των Θόδωρου Τσίκα* και Μαρωβήτας Νικολαΐδου**
Η κρίση στη Γάζα, σχεδόν δύο χρόνια μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023, αποδεικνύει καθημερινά ότι το Ισραήλ βρίσκεται σε έναν πόλεμο χωρίς σαφή πολιτικό στόχο. Παρά την εξόντωση μεγάλου μέρους της στρατιωτικής υποδομής της ισλαμο-φασιστικής Χαμάς, η ισραηλινή ηγεσία αδυνατεί να παρουσιάσει ένα ρεαλιστικό όραμα για την «επόμενη μέρα». Το αποτέλεσμα είναι μια παρατεταμένη ανθρωπιστική καταστροφή, μία πολιτική και ηθική φθορά για το ίδιο το Ισραήλ, και η αποσταθεροποίηση ολόκληρης της περιοχής.
Στην παρούσα φάση, η ευθύνη για τη συνέχιση του πολέμου αρχίζει να μετατοπίζεται από τη Χαμάς στο Ισραήλ. Η απουσία πολιτικού σχεδίου λειτουργεί ως στρατηγικό κενό που καλούνται πλέον να καλύψουν εξωτερικοί δρώντες. Η πρόσφατη κοινή πρωτοβουλία Γαλλίας και Σαουδικής Αραβίας στον ΟΗΕ υπέρ της δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους εντός των συνόρων του 1967 εντάσσεται σε αυτή τη λογική. Καναδάς, Γαλλία και Μ. Βρετανία έχουν ήδη προαναγγείλει αναγνώριση κράτους της Παλαιστίνης, αν δεν υπάρξει σύντομα πολιτική διέξοδος.
Το στρατηγικό πρόβλημα, ωστόσο, είναι βαθύτερο. Το Ισραήλ έχει εγκλωβιστεί σε ένα δόγμα στρατιωτικής απάντησης, το οποίο αποδείχθηκε ανεπαρκές μετά την κατάρρευση των αυταπατών για «διαχείριση της σύγκρουσης». Το πλήγμα της 7ης Οκτωβρίου δεν ήταν μόνο μια φρικτή πράξη βίας, ήταν και μια γεωπολιτική αφύπνιση. Κατέρριψε την αντίληψη ότι οι αραβικές κυβερνήσεις μπορούν να ομαλοποιούν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ αγνοώντας τα παλαιστινιακά αιτήματα.
Η πολιτική για τις «Συμφωνίες του Αβραάμ», που περιλαμβάνουν αμοιβαία διπλωματική αναγνώριση και προσέγγιση μεταξύ μετριοπαθών αραβικών χωρών και του Ισραήλ, ήταν και είναι σωστή. Περιείχε όμως μια ψευδαίσθηση -ότι το Παλαιστινιακό είχε πάψει να είναι κομβικό ζήτημα- που αποδείχθηκε αυτοκαταστροφική.
Οι ηγεσίες πολλών αραβικών κρατών είναι εχθρικές απέναντι στη Χαμάς, ορισμένες μάλιστα είναι επιφυλακτικές και έναντι της μετριοπαθέστερης Παλαιστινιακής Εθνικής Αρχής του προέδρου Μαχμούντ Αμπάς, μοναδικού νόμιμου εκπροσώπου του παλαιστινιακού λαού. Όμως οι κοινωνίες τους -ακόμα και σε καθεστώτα χωρίς ελευθερία έκφρασης- εκφράζουν σταθερή υποστήριξη στους Παλαιστινίους. Αυτή η δυναμική δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Η πολιτική επιλογή του Ισραήλ σήμερα είναι ιστορικής σημασίας. Αν συνεχίσει στην ίδια κατεύθυνση, κινδυνεύει με:
- αποσταθεροποίηση των σχέσεών του με την Αίγυπτο και την Ιορδανία,
- περαιτέρω εσωτερική ρήξη και ιδεολογική πόλωση,
- μείωση της διεθνούς στήριξης, ακόμα και από τις ΗΠΑ,
- άνοδο του αντισημιτισμού, του αντι-εβραϊσμού και της εβραιοφοβίας, που αποτελούν απαράδεκτη, την χειρότερη και πιο ύπουλη μορφή ρατσισμού, ως αντίδραση στην ανθρωπιστική τραγωδία στη Γάζα.
Αντιθέτως, η εναλλακτική πορεία περνά μέσα από την επαναφορά της πολιτικής διαδικασίας. Μια σταδιακή, διεθνώς εποπτευόμενη «λύση δύο κρατών» μπορεί να προσφέρει τόσο στους Ισραηλινούς όσο και στους Παλαιστινίους ένα αφήγημα «έντιμης ειρήνης». Η Αραβική Ειρηνευτική Πρωτοβουλία του 2002 παραμένει αξιόπιστο πλαίσιο. Προτείνει ένα κοινό περιφερειακό «ναι»: δύο κράτη, με αμοιβαία αναγνώριση και συνολικό σχέδιο περιφερειακής ασφάλειας Η τελευταία ιδέα θα μπορούσε να λάβει και μορφή συγκρότησης περιφερειακού οργανισμού ασφάλειας, στον οποίο να συμμετέχουν αραβικά κράτη και το Ισραήλ.
Μια ρεαλιστική πρόοδος απαιτεί πρακτικά βήματα:
- άμεση εκεχειρία και ανταλλαγή Ισραηλινών ομήρων με Παλαιστίνιους κρατούμενους
- προσωρινή τεχνοκρατική παλαιστινιακή διοίκηση στη Γάζα (που προϋποθέτει συνέχιση της αναγκαίας μεταρρύθμισης της Παλαιστινιακής Εθνικής Αρχής),
- πολυεθνική αραβική στρατιωτική-αστυνομική δύναμη για την τήρηση της τάξης,
- αφοπλισμό της Χαμάς,
- διεθνώς εποπτευόμενες εκλογές και ανάδειξη ενιαίας παλαιστινιακής ηγεσίας.
Η ασφάλεια του Ισραήλ δεν μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με στρατιωτικά μέσα. Αντιθέτως, η στρατηγική επιβίωση του απαιτεί ένα περιφερειακό πλαίσιο ειρήνης που θα απομονώσει τη Χαμάς, θα ενσωματώσει τους Παλαιστινίους σε μια ρεαλιστική κρατική δομή και θα επαναφέρει τη Μέση Ανατολή σε τροχιά συνεργασίας.
Ούτε αφέλεια ούτε ιδεαλισμός: πρόκειται για στρατηγική αναγκαιότητα. Και η διεθνής κοινότητα οφείλει να την υπηρετήσει με ενότητα και αποφασιστικότητα.
Το Ιράν μετά τα πλήγματα και το νέο πυρηνικό δίλημμα
Τα κοινά ισραηλινά και αμερικανικά πλήγματα του Ιουνίου 2025 κατά ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων αποτελούν σημείο καμπής στην πυρηνική κρίση της Μέσης Ανατολής. Παρότι η επιχείρηση «Midnight Hammer» πέτυχε την εξουδετέρωση κρίσιμων στόχων, η επόμενη μέρα είναι γεμάτη αβεβαιότητες.
Οι πρώτες αναλύσεις διίστανται: ορισμένοι δυτικοί αξιωματούχοι, όπως ο πρώην διευθυντής της CIA, Ντέϊβιντ Πετρέους, κάνουν λόγο για σημαντική επιχειρησιακή ζημιά. Άλλοι εκτιμούν πως οι επιθέσεις απέτυχαν στρατηγικά, συσπειρώνοντας το ιρανικό θεοκρατικό καθεστώς και επιτείνοντας την αποφασιστικότητά του.
Πράγματι, στο εσωτερικό της Ισλαμικής Δημοκρατίας, η στρατιωτική επίθεση είχε -εν μέρει- αντίστροφα αποτελέσματα: ενίσχυσε το αίσθημα εθνικής ενότητας και επανέφερε τον κρατικό εθνικισμό στο επίκεντρο. Η δημόσια επανεμφάνιση του Ανώτατου Ηγέτη της Ισλαμικής Επανάστασης, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, πλαισιώθηκε από έντονα πατριωτικά και θρησκευτικά σύμβολα, επιδιώκοντας να καταδείξει συνέχεια, σταθερότητα και εσωτερική συνοχή εν μέσω κρίσης.
Παρότι οι υποδομές υπέστησαν σοβαρό πλήγμα και κρίσιμο τεχνικό προσωπικό εξοντώθηκε, η απουσία επιθεωρήσεων από τη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (IAEA) δημιουργεί μια επικίνδυνη «ζώνη σιωπής». Το Ιράν ενδέχεται να χρησιμοποιήσει την αβεβαιότητα για να επανεκκινήσει μυστικά το Πρόγραμμα, επικαλούμενο υπαρξιακή απειλή.
Την ίδια στιγμή, οι περιφερειακοί δρώντες παρακολουθούν με ανησυχία. Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα φοβούνται ότι ένα απομονωμένο, πληγωμένο Ιράν ενδέχεται να επιστρέψει στον ρόλο του «αντάρτη της περιοχής». Αντί για θρίαμβο της αποτροπής, τα πλήγματα ενδέχεται να ενθαρρύνουν μια νέα κούρσα εξοπλισμών.
Η Τουρκία, ανήσυχη από την εντεινόμενη ισραηλινή δράση στη Συρία, ενδέχεται να κλιμακώσει τη διπλωματική αντιπαράθεση της με το Ισραήλ. Η απειλή ενός κενού ισχύος στη Δαμασκό ή στο Ιράν, φέρνει την Άγκυρα σε τροχιά ενεργότερης εμπλοκής, ακόμη και αντιπαλότητας.
Η Τεχεράνη γνωρίζει ότι το αποτρεπτικό της οπλοστάσιο – η ακραία ισλαμιστική Χεζμπολάχ στον Λίβανο, οι φιλο-ιρανικές σιιτικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ, η ιρανική επιρροή στη Συρία- έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα. Το πυρηνικό πρόγραμμα φαντάζει πλέον ως το μοναδικό εργαλείο επιβίωσης της, έστω και υπό τον κίνδυνο νέων διεθνών κυρώσεων ή χτυπημάτων.
Η επιλογή είναι διττή: είτε το Ιράν θα επιστρέψει σε διαπραγματεύσεις υπό ένα νέο πλαίσιο, είτε θα επιδιώξει κλιμάκωση και εσωτερική συσπείρωση υπό το αφήγημα της απειλούμενης κυριαρχίας του. Οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι εταίροι τους έχουν περιορισμένο χρονικό περιθώριο να θέσουν διπλωματικά θεμέλια, που να δώσουν στην Τεχεράνη μια εναλλακτική αφήγηση μακριά από τον πυρηνικό τυχοδιωκτισμό.
Η αποτροπή χωρίς πολιτική στρατηγική οδηγεί σε αδιέξοδο. Οι πόλεμοι που δεν οδηγούν σε διαπραγματεύσεις ή πολιτική λύση δεν μπορούν να κερδηθούν. Είτε στη Γάζα είτε στην Τεχεράνη, το κενό στρατηγικού σχεδιασμού γεμίζει πάντα από κλιμάκωση και αμοιβαία καχυποψία.
Η ειρήνη απαιτεί πολιτική πρόθεση. Και για να έχει διάρκεια, πρέπει να έχει στόχο.
* Ο Θόδωρος Τσίκας είναι Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για την Ομοσπονδία της Ευρώπης (ΕΕνΟΕ)
** Η Μαρωβήτα Νικολαϊδου είναι Επικοινωνιολόγος – Πολιτική Επιστήμονας, υπεύθυνη Επικοινωνίας και μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Ένωσης για την Ομοσπονδία της Ευρώπης (ΕΕνΟΕ)