Γράφει η Κωνσταντίνα Οικονόμου, Διεθνολόγος, επισκέπτρια ερευνήτρια του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου – H ανάλυση περιλαμβάνεται στο νέο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών εισέρχεται στην ένατη δεκαετία της ζωής του σε μια περίοδο θεσμικής κόπωσης. Ο κόσμος που τον γέννησε το 1945 δεν υπάρχει πια, ενώ ο κόσμος μέσα στον οποίο λειτουργεί σήμερα είναι απομαγεμένος από τις ιδέες που τον νομιμοποίησαν. Παρά τις αυξανόμενες φωνές περί κατάρρευσης, ο ΟΗΕ συνεχίζει να υπάρχει, αλλά μοιάζει όλο και περισσότερο με έναν θεσμό που επιβιώνει χωρίς να πείθει πια ότι μπορεί να εκφράσει συλλογικά νοήματα ή να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς για την παγκόσμια πολιτική. Η επέτειος των 80 ετών, λειτουργεί ως αφορμή θεσμικού αναστοχασμού, όχι για το αν ο ΟΗΕ έχει αποτύχει, αλλά για το ποιον κόσμο καθρεφτίζει πλέον η επιμονή του να επιβιώνει.
Η εξάντληση της συλλογικής ασφάλειας
Η βασική υπόσχεση του ΟΗΕ, η συλλογική ασφάλεια, στηρίχθηκε στην ιδέα ότι η ειρήνη είναι υπόθεση κοινής βούλησης και όχι ισορροπίας φόβου. Ο μηχανισμός αυτός απέδωσε σε περιόδους σχετικής σταθερότητας, αλλά κατέρρευσε στις πρώτες κρίσεις, όπου η ισχύς υπερίσχυσε της συναίνεσης. Από τη Συρία έως τη Γάζα και την Ουκρανία, η λογική του «συλλογικού» έχει αντικατασταθεί από έναν ιδιότυπο πολυμερή εθνικισμό: όλοι επικαλούνται τη νομιμότητα, αλλά ελάχιστοι την αναγνωρίζουν όταν θίγει τα συμφέροντά τους. Το Συμβούλιο Ασφαλείας λειτουργεί όλο και περισσότερο ως μηχανισμός θεσμικής ακινησίας. Οι επαναλαμβανόμενες χρήσεις του δικαιώματος βέτο έχουν απονομιμοποιήσει το ίδιο το νόημα της αποφασιστικής δράσης.
Η κρίση αυτή δεν είναι συγκυριακή. Αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη απορρύθμιση της διεθνούς πολιτικής, κατά την οποία η απαγόρευση της βίας έχει αποδυναμωθεί. Κράτη επικαλούνται το άρθρο 51 του Χάρτη για πράξεις που δεν έχουν καμία σχέση με αυτοάμυνα, ενώ η λογική της εξαίρεσης μετατρέπεται σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Η συλλογική ασφάλεια, το μεγάλο θεσμικό όραμα του 1945, διολισθαίνει σε συλλογική αδράνεια.
Οι οικονομικές και πολιτικές αντιφάσεις της μεταρρύθμισης
Στην ογδοηκοστή του επέτειο, ο ΟΗΕ βρίσκεται αντιμέτωπος όχι μόνο με κρίση νομιμότητας, αλλά και με πρωτοφανή οικονομική δυσχέρεια. Η δραματική περικοπή της χρηματοδότησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη χώρα που εξαρχής λειτουργούσε ως βασικός χρηματοδότης του συστήματος, έχει επιφέρει μια αλυσιδωτή κρίση ρευστότητας. Ο Οργανισμός προχωρά ήδη σε περιορισμό του προσωπικού και σε συγχωνεύσεις υπηρεσιών. Οι ειρηνευτικές αποστολές περιορίζονται ή εγκαταλείπονται, τα προγράμματα βοήθειας συρρικνώνονται και ο ανθρωπιστικός βραχίονας του ΟΗΕ αναγκάζεται να «κάνει λιγότερα με λιγότερα». Πίσω από τις τεχνικές αυτές προσαρμογές, διακρίνεται μια βαθύτερη αμηχανία: ο ΟΗΕ αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ύπαρξής του ως λογιστικό ζήτημα.
Η πρωτοβουλία “UN80”, που παρουσιάστηκε φέτος από τον Γενικό Γραμματέα, επιδιώκει να καταστήσει τον οργανισμό αποτελεσματικότερο μέσα από εκτεταμένες περικοπές και αναδιοργάνωση δομών. Όμως η οικονομική διάσταση δεν μπορεί να αποκοπεί από την πολιτική. Το ερώτημα δεν είναι μόνο πώς θα εξοικονομηθούν πόροι, αλλά πώς θα οριστούν οι προτεραιότητες ενός κόσμου που δεν μοιράζεται κοινό όραμα για το τι πρέπει να υπηρετεί ο ΟΗΕ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, διά του Προέδρου τους, έχουν υιοθετήσει μια στάση ανοιχτής αμφισβήτησης απέναντι στον ΟΗΕ, θέτοντας υπό ερώτημα τον ίδιο τον λόγο ύπαρξής του. Ο Παγκόσμιος Νότος ζητά προσανατολισμό στην ανάπτυξη και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Η Ευρώπη ανησυχεί για την υποχώρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι απαιτήσεις αυτές συνυπάρχουν χωρίς να συνδιαλέγονται ουσιαστικά.
Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να επιτύχουν αν αγνοούν ότι το πρόβλημα δεν είναι η δομή, αλλά η απουσία κοινής πολιτικής βούλησης. Ο ΟΗΕ δεν είναι μια εταιρεία που χρειάζεται ανασχεδιασμό, αλλά ένα πολιτικό σώμα που χρειάζεται συναίνεση για το τι σημαίνει ασφάλεια, δικαιοσύνη, ευημερία, διεθνές κοινό αγαθό. Η μεταρρύθμιση είναι αναγκαία, αλλά χωρίς επανεφεύρεση της έννοιας του κοινού σκοπού, κινδυνεύει να παραμείνει διαχειριστική απάντηση σε υπαρξιακή κρίση.
Η αυταρχική πολυμέρεια και η κρίση της νομιμότητας
Η παρατεταμένη θεσμική αδράνεια έχει δημιουργήσει ένα νέο παράδοξο: ο ΟΗΕ επιβιώνει μέσα σε ένα περιβάλλον, στο οποίο η πολυμέρεια αποκτά αυταρχικά χαρακτηριστικά. Νέες και παλαιές δυνάμεις, από τη Ρωσία και την Κίνα έως περιφερειακές δυνάμεις της Ασίας και της Μέσης Ανατολής, χρησιμοποιούν τη γλώσσα του διεθνούς δικαίου για να νομιμοποιήσουν την πολιτική τους κυριαρχία. Το δίκαιο δεν αμφισβητείται ρητά, αλλά ανασημασιοδοτείται. Επικαλούνται την κυριαρχία και την ισότητα των κρατών, για να εδραιώσουν καθεστώτα ανεξέλεγκτης εξουσίας, απονομιμοποιώντας τη λογοδοσία και αδρανοποιώντας τους μηχανισμούς δικαιοσύνης.
Την ίδια στιγμή, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες, εξαντλημένες και αντιφατικές, χάνουν την πολιτική βούληση να υπερασπιστούν το αξιακό υπόβαθρο του διεθνούς δικαίου. Η αυταρχική διεθνής τάξη που, ενδεχομένως, αναδύεται είναι οργανωμένη, όχι απαραιτήτως στη βάση κάποιας συνεκτικής κοινής ιδεολογίας, αλλά γύρω από δίκτυα με κοινούς εχθρούς. Μία φαινομενική πολυμέρεια, απογυμνωμένη από δημοκρατικό περιεχόμενο, μία ρητορική γλώσσα νομιμότητας, που υποκρύπτει τη λογική της ωμής ισχύος.
Η νέα αυτή μορφή αυταρχικού διεθνισμού υπονομεύει εκ των έσω την ίδια τη λογική του Οργανισμού. Η διεθνής νομιμότητα δεν επιβάλλεται με βάση αρχές, αλλά διαπραγματεύεται μέσα σε ένα σύστημα ανισοτήτων που θυμίζει την εποχή πριν από το 1945. Η ίδια η έννοια της παγκόσμιας συλλογικότητας αποσαθρώνεται. Αν ο 20ός αιώνας οικοδόμησε θεσμούς για να περιορίσει την ισχύ, ο 21ος δείχνει διατεθειμένος να τους διατηρήσει, αλλά ως μορφές εξυπηρέτησης της ισχύος.
Η αναγκαιότητα μιας ουσιαστικής μεταρρύθμισης
Η μεταρρύθμιση του ΟΗΕ είναι αναγκαία, αλλά πρέπει να είναι ουσιαστική, όχι τεχνική. Η επανεξέταση εν συνόλω του Συμβουλίου Ασφαλείας, η αναβάθμιση της Γενικής Συνέλευσης και η ενίσχυση της διεθνούς δικαιοσύνης αποτελούν αναγκαία βήματα, όχι όμως από μόνα τους επαρκή. Ο Οργανισμός χρειάζεται ανανοηματοδότηση του διεθνούς συμφέροντος: μια νέα κατανόηση του κοινού αγαθού, που να υπερβαίνει τη λογική της εκπροσώπησης ισχύος και να αποκαθιστά τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους θεσμούς και τους λαούς.
Η οικονομική κρίση μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης. Οι περικοπές και η εξάρτηση από λίγους χρηματοδότες ανέδειξαν με ωμό τρόπο την άνιση φύση της διεθνούς τάξης. Ο ΟΗΕ δεν μπορεί να στηρίζεται διαρκώς στην ευμένεια των ισχυρών. Μια βιώσιμη μεταρρύθμιση θα απαιτήσει διεύρυνση της θεσμικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση, διαφάνεια στη διαχείριση των πόρων και, κυρίως, επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων. Αν η συλλογική ασφάλεια παραμένει ο πυρήνας, πρέπει να οριστεί εκ νέου τι σημαίνει «ασφάλεια» σε έναν κόσμο όπου οι μεγαλύτερες απειλές είναι η φτώχεια, η ανισότητα, η κλιματική κρίση και η αυταρχική οπισθοδρόμηση.
Μια πραγματική μεταρρύθμιση δεν θα επιδιώξει να «επαναφέρει» τον ΟΗΕ του 1945, αλλά να τον επανιδρύσει νοηματικάστον 21ο αιώνα: ως χώρο όπου η ισχύς ελέγχεται αποτελεσματικά, η ευθύνη μοιράζεται και η δικαιοσύνη δεν παραμένει υπόσχεση.
Η δυσκολία του «μαζί»
Το θέμα της ογδοηκοστής επετείου του Οργανισμού είναι «Χτίζοντας το Μέλλον μας Μαζί». Το μήνυμα είναι καλοπροαίρετο, σχεδόν ελπιδοφόρο, αλλά ταυτόχρονα συνοψίζει τις μεγάλες δυσκολίες που υψώνονται μπροστά μας, καθώς το ίδιο το «μαζί», η έννοια της συλλογικής πρόθεσης και της κοινής ευθύνης, μοιάζει σήμερα πιο δύσκολο από ποτέ να οριστεί και να πραγματωθεί. Σε έναν κόσμο όπου οι συλλογικές έννοιες έχουν αποδυναμωθεί, όπου η πολυμέρεια βάλλεται από τις λογικές της ισχύος, και όπου το διεθνές συρρικνώνεται σε άθροισμα εθνικών στρατηγικών, η ίδια η ιδέα του «μαζί» φαντάζει όλο και πιο μακρινή.
Η πρόκληση για τον ΟΗΕ στα 80 του χρόνια δεν είναι μόνο να οικοδομήσει το μέλλον, αλλά να προσδιορίσει με σαφήνεια και πειστικότητα ποιοι το οικοδομούν, με ποια μέσα και με ποια κοινή κατανόηση του δικαίου και της ασφάλειας. Ο Οργανισμός δεν χρειάζεται να επινοήσει ξανά τον εαυτό του, αλλά να θυμηθεί γιατί δημιουργήθηκε: για να αποτρέψει το αυτονόητο της βίας και να θεμελιώσει την πολιτική ως πράξη συλλογικής αυτοσυγκράτησης.