Πριν μερικά χρόνια διάβασα σε μια εφημερίδα ότι επισκέφθηκε την Ελλάδα ένας Ελληνοαμερικάνος δημοσιογράφος, που κάποτε υπήρξε λογογράφος πρώην προέδρου των ΗΠΑ. Είχε το ίδιο επίθετο με τη μητέρα μου και άτομα της οικογένειάς μου μού είπαν πως κάποτε τον είχαν συναντήσει. Του έστειλα μήνυμα και μου επιβεβαίωσε πως είμαστε όντως συγγενείς.

Με παρέπεμψε στον αδελφό του, ο οποίος είχε αναλάβει να καταγράψει τα γενεαλογικά της οικογένειας. Ανταλλάξαμε πολλά μηνύματα και φωτογραφίες με αυτόν τον άγνωστο θείο, έδειχνε ενθουσιασμένος που μπορούσε να μάθει κάτι για το παρελθόν της οικογένειάς του. Μου είπε πως έχω συγγενείς σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Αμερικής, στην Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες, το Σεντ Λούις και τη Φλόριντα, το Σικάγο και την Ουάσιγκτον. Όλοι αυτοί οι άγνωστοι συγγενείς δεν είναι απλώς Ελληνοαμερικάνοι, όπως θα τους λέγαμε σήμερα. Είναι απόγονοι μεταναστών.

Advertisement
Advertisement

Και οι Έλληνες που έφυγαν ως μετανάστες στην Αμερική δεν είχαν πάντα λαμπρή μοίρα. Αυτό το κατάλαβα, όταν κάποτε μου είπαν πως ένας προ-προπάππους μου σκοτώθηκε πέφτοντας από μια σκάλα στην Νέα Υόρκη. Ήταν ελαιοχρωματιστής. Αν οι ομογενείς στην Αμερική είναι ταυτισμένοι σήμερα με πλούτο, μόρφωση ή συνήθως μια καλή ζωή, δεν ήταν πάντα έτσι.

Μπορεί κάποιος να κατανοήσει τις συνθήκες της μετανάστευσης του προηγούμενου αιώνα στη χώρα μας, αν διαβάσει το βιβλίο του Στέφανου Μίλεση, «Πειραιάς, το λιμάνι του αποχαιρετισμού»  (Εκδόσεις 24 γράμματα). Είναι ένα βιβλίο που βασίζεται σε πληροφορίες από βιβλία και εφημερίδες της εποχής. Μας παρουσιάζει λεπτομέρειες, που δεν είναι καθόλου γνωστές. Αυτές οι λεπτομέρειες μας δείχνουν πως οι μετανάστες από όπου κι αν έρχονται και όπου κι αν πάνε συχνά αντιμετωπίζουν παρόμοιες δυσκολίες.

Σύμφωνα με το βιβλίο, από το 1923 οι ΗΠΑ άρχισαν να αλλάζουν τους κανόνες για την ευρωπαϊκή μετανάστευση και έτσι οι Ευρωπαίοι μπορούσαν να πάρουν αμερικανική υπηκοότητα και να φέρουν τις οικογένειές τους στις ΗΠΑ. Λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής μεγάλος αριθμός μεταναστών αποχώρησε την Ελλάδα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε δεύτερο κύμα, γιατί ειδικά στην επαρχία οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες. Από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τα μισά του  εκτιμάται ότι οι Έλληνες που έφυγαν για την Αμερική ξεπέρασαν τους 650.000. Οι μισοί περίπου έχασαν την επαφή τους με την πατρίδα τους. Πολλές δεκάδες χιλιάδες Έλληνες έφυγαν ξανά για την Αμερική την περίοδο 1945-1970.

«Οι Έλληνες της Αμερικής αφού εξαπατήθηκαν και κακόπαθαν με διάφορες εργασίες, στράφηκαν στην πώληση τριών ειδών ή στην άσκηση ενός μόνο επαγγέλματος, που δεν είχε να κάνει με πωλήσεις. Πουλούσαν ζαχαρωτά, φρούτα ή λουλούδια ή ασκούσαν το επάγγελμα του στιλβωτή (λούστρου) με συνθήκες και όρους των ΗΠΑ. Δηλαδή έδρευαν στα λόμπι μεγάλων ξενοδοχείων όπου οι πελάτες κάθονταν σε υψηλές θέσεις με τα παπούτσια τους να φτάνουν στο ύψος του καθήμενου στιλβωτή», γράφει ο Στέφανος Μίλεσης στο βιβλίο.

Κάπου αλλού γράφει ότι ο όρος «μετανάστης» σήμαινε αυτομάτως ένα πρόσωπο, που ήταν ευάλωτο, ήταν εύκολο να καταστεί θύμα εκμετάλλευσης. Πλήρωνε πολλά χρήματα για να φτάσει στη Γη της Επαγγελίας που του υπόσχονταν,  για να καταλήξει τελικά εξαπατημένος από «πρακτορεία ταξιδίων», «πρακτορεία εύρεσης εργασίας», «γραφεία διαμεσολάβησης» ή «γλωσσάδες», όπως έλεγαν τους διερμηνείς.

Διαβάζουμε ένα τέτοιο παράδειγμα στο βιβλίο:

Advertisement

«Το 1900 ένας πράκτορας συγκέντρωσε 150 μετανάστες και τους οδήγησε στον Καναδά με ιταλική γραμμή από τη Νάπολη, για να εργαστούν τάχα στην κατασκευή μιας σιδηροδρομικής γραμμής. Μόλις οι άτυχοι Έλληνες έφτασαν στο έρημο και άγονο τοπίο κατάλαβαν ότι επρόκειτο περί απάτης. Ξημερώνοντας στο άγριο τοπίο αντελήφθησαν ότι οι οδηγοί τους είχαν εγκαταλείψει μόνους και χωρίς τρόφιμα ή κατάλληλα ρούχα κατά τη διάρκεια μάλιστα του δριμύτατου καναδικού χειμώνα.

Και αυτοί άρχισαν να περπατούν προς τον νότο προσπαθώντας να τραφούν με ρίζες και χόρτα με ελπίδα να συναντήσουν γρήγορα κάποιον οικισμό. Κάποτε λέγεται ότι αυτοί οι άνθρωποι έφτασαν στο Μέιν σε κακή κατάσταση

Όλοι αυτοί οι μετανάστες αναχώρησαν, εξαπατήθηκαν, ήλπισαν, ονειρεύτηκαν, αποχωρίστηκαν τους αγαπημένους τους στο λιμάνι του Πειραιά. Η τελευταία τους ανάμνηση από την Ελλάδα ήταν ο τρούλος του Αγίου Νικολάου, παρηγοριά για εκείνους και τους συγγενείς τους, που μπορεί να μην τους είδαν ξανά ποτέ.

Advertisement

Όσες συζητήσεις κι αν επιφέρει το μεταναστευτικό, νομίζω πως πρέπει να αναρωτηθούμε, με βάση τα παραπάνω, αν έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε αυτόματα ως κατώτερο έναν άνθρωπο, απλώς και  μόνο επειδή έχει την ιδιότητα του μετανάστη. Το επιτρέπει άραγε η ιστορία μας;

Γιατί μια χώρα δεν την ορίζει μόνο η σημαία της, το θρήσκευμά της και η θέση που κατέχει στο παρόν. Ούτε μόνο οι ένδοξες στιγμές, αυτές που είναι λίγο ή πολύ γνωστές σε όλους, αυτές για τις οποίες γράφουν στα σχολικά βιβλία ή για τις οποίες αγορεύουν με στόμφο επίσημοι που δεν νοιάστηκαν αληθινά ποτέ. Μια χώρα την καθορίζουν εξίσου και οι ιστορίες των απλών, πονεμένων της ανθρώπων.

Advertisement