Μία μέρα ο Διογένης καθόταν στην αυλή του σπιτιού του και έτρωγε ένα πιάτο φακές.

Δεν υπήρχε σε όλη την Ελλάδα πιο φθηνό φαγητό από μία σούπα με φακές. 

Advertisement
Advertisement

Μ’ άλλα λόγια, αν έτρωγες φακές σήμαινε ότι βρισκόσουν σε κατάσταση απόλυτης ανέχειας. 

Περνώντας ένας απεσταλμένος του άρχοντα του λέει:

-Α! Διογένη. Αν μάθαινες να μην είσαι ανυπότακτος κι αν κολάκευες λιγάκι τον άρχοντα, δε θα ήσουν αναγκασμένος να τρως συνέχεια φακές.

Ο Διογένης σταμάτησε να τρώει, σήκωσε το βλέμμα και κοιτάζοντας στα μάτια τον πλούσιο συνομιλητή του αποκρίθηκε:

-Α, φουκαρά αδελφέ μου! Αν μάθαινες να τρως λίγες φακές, δεν θα ήσουν αναγκασμένος να υπακούς και να κολακεύεις συνεχώς τον άρχοντα.

Ξέρετε η σάτιρα δεν είναι μόνο για να γελάμε. Είναι και για να ξυπνάμε και οι «φακές» του Διογένη είναι σήμερα πιο επίκαιρες από ποτέ. 

Advertisement

Γιατί δεν τις τρως για να επιβιώσεις, τις τρως για να παραμείνεις αξιοπρεπής, αλλά περισσότερο γιατί μας θυμίζουν ότι οι πραγματικοί ισχυροί δεν είναι οι άρχοντες, αλλά εκείνοι που δεν τους χρειάζονται.

Ο διάλογος αυτός, όσο απλοϊκός κι αν μοιάζει, θα πρέπει να διδάσκεται σε όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας σαν μία μεγάλη μορφή επανάστασης.

Γιατί οι «φακές» του Διογένη δεν είναι απλώς ένα πιάτο τροφής, αλλά ένα σύμβολο ελευθερίας. Γιατί όποιος μπορεί να ζήσει με φακές, δεν σκύβει το κεφάλι σε κανέναν «άρχοντα», δεν γίνεται υπηρέτης της εξουσίας, ούτε τρέχει πίσω από μεγαλόσχημους για χάρες.

Advertisement

Σήμερα, οι «φακές» του Διογένη είναι το πιο ριζοσπαστικό πολιτικό μανιφέστο, γιατί όσο εμείς δεν αντέχουμε ούτε μια μέρα χωρίς το σκύψιμο στον δυνατό, χωρίς το κολάκευμα στον υπουργό, χωρίς τα παρακάλια στον μεγαλοπαράγοντα, τόσο πιο πολύ βουλιάζουμε στη δουλοπρέπεια.

Κι αντί να πούμε θα ζήσω με λίγες φακές κι ελεύθερος, προτιμάμε να ζούμε ως κολαούζοι των μεγαλόσχημων και σκλάβοι.

Ξέρετε, κάποιες φορές η μέση λυγίζει προς τα μπρος από την σκληρή δουλειά, τα βάρη, τα πολλά χρόνια βιοπάλης που καταστρέφουν ή μετατοπίζουν το χόνδρο που βρίσκεται μεταξύ των σπονδύλων, με αποτέλεσμα να πιέζονται τα νεύρα της σπονδυλικής στήλης και να προκαλείται πόνος. 

Advertisement

Για τους μειωμένων ηθικών αντιστάσεων, τους υποταγμένους και ηθικά αδιαμόρφωτους κανένα παθολογικό αίτιο δεν τους εξαναγκάζει να γέρνουν προς τα μπρος παρά μόνο η ματαιόδοξη υστεροβουλία τους. 

Ο ραγιαδισμός σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια. 

Αυτοί, οι οσφυοκάμπτες, που κάθε πρωΐ εκφράζουν «τα σέβη τους», αυτοί που σηκώνονται όρθιοι όταν στο τηλέφωνο τους μιλά ο δικός τους «άρχοντας», που αν ο «από πάνω» τους προσβάλλει, όχι μόνο καταπίνουν την προσβολή χαμογελώντας ευδιάθετα προσποιούμενοι πως δεν την κατάλαβαν αλλά τον κολακεύουν κι όλας, είναι οι σύγχρονοι ακάματοι «Γκρούεζοι» που επιχειρούν να αποκτήσουν κύρος, εκείνο δηλαδή που δεν κατάφεραν στον ιδιωτικό και στον επαγγελματικό τους βίο να κερδίσουν.

Advertisement

Τελευταίοι στην κοινωνική καταξίωση, «κλητήρες» των μεγαλοσχημόνων, που το μόνο που έμαθαν στην ζωή τους είναι να τρέχουν πίσω από τα αφεντικά τους ζητιανεύοντας λίγα ψίχουλα αναγνώρισης και καταξίωσης.

Advertisement

Γυμνοσάλιαγκες που προσκολλώνται σε υπουργούς, γλείφουν παπούτσια προκειμένου να λάβουν μία θέση στη Διοίκηση αρκεί να λένε «Ναι» και «Τι σπουδαίος που είσαι υπουργέ μου».

Αυτά είναι και τα μοναδικά προσόντα που κάποιος χρειάζεται για να ανελιχθεί στην κομματική πυραμίδα και στα αξιώματα του κρατικού μηχανισμού.

Όλοι αυτοί είναι οι «χρήσιμοι ηλίθιοι» του συστήματος.

Advertisement

Και το σύστημα τους χρειάζεται γιατί αποτελούν την συνισταμένη του.

Γιατί χωρίς αυτούς δεν έχει ενημέρωση, δε διαρρέει πληροφορίες, χάνεται η συγκολλητική γλοιώδης ουσία και η συνοχή του.

Είναι οι φωνές που αναπαράγουν χωρίς σκέψη, πληκτρολογούν με υποταγή ότι τους σερβίρουν, χωρίς να ρωτήσουν, χωρίς να αμφισβητήσουν αν και γνωρίζουν την αλήθεια πίσω από την εικόνα.

Και η αλήθεια είναι απλή και πικρή.

Όσοι μαθαίνουν να ζουν με αξιοπρέπεια και με τις δικές τους δυνάμεις, δεν τους κρατά κανένας όμηρο.

Όσοι όμως θέλουν να ζουν με ότι περισσεύει από τα λάφυρα της εξουσίας, θα είναι αιώνιοι χειροκροτητές του κάθε «άρχοντα», από τον πιο γελοίο τοπικό παράγοντα μέχρι τον πιο θλιβερό πρωθυπουργό.

Κι αν υπάρχει ένα μάθημα από τις φακές του Διογένη, είναι τούτο:

Η πραγματική δύναμη δεν είναι να εξουσιάζεις τους άλλους, αλλά να μη σε εξουσιάζει η ανάγκη για περισσότερα από όσα χρειάζεσαι, πουλώντας τον εαυτό σου.

Αν ζούσε σήμερα ο Διογένης, θα έτρωγε τις φακές του στην πλατεία Συντάγματος έξω από την βουλή και θα γελούσε με την κουστωδία τόσων αυλικών.

Θα έδειχνε με το δάχτυλο εκείνους που για να μη χάσουν τα λίγα ψίχουλα της εξουσίας, γλύφουν τα χέρια που τους ταΐζουν σκύβοντας κάθε φορά και πιο χαμηλά το κεφάλι.

Θα μισούσε τους πολιτικούς που ταΐζουν με χρυσά κουτάλια τους αυλικούς τους και πετούν τους πολίτες ένα πιάτο με ξεραμένες φακές από τα ράφια των σούπερ μάρκετ.

Κι ύστερα θα στρεφόταν στον λαό, που αντί να σηκώσει το κεφάλι και να πει θα ζήσω με λίγες φακές αλλά ελεύθερος, συνεχίζει να υποκλίνεται στον άρχοντα για να του πετάξει ένα παντεσπάνι από τα λάφυρα της εξουσίας.