Έχουν περάσει δεκαετίες από τις σπουδές μου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θυμάμαι ακόμη την έκπληξή μου όταν έβλεπα τους New York Knicks να προπονούνται στις αθλητικές εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου μου. Θυμάμαι επίσης το κλίμα φιλελευθερισμού που κυριαρχούσε τότε: οργανώσεις λεσβιών, ομοφυλόφιλων ανδρών και άλλων ομάδων λειτουργούσαν μέσα στο πανεπιστημίο με πλήρη νομιμότητα, κάτι που στην Ελλάδα της εποχής εκείνης θα φάνταζε αδιανόητο.

Μερικές από αυτές τις ομάδες έφτασαν μάλιστα στο σημείο να ζητούν το κλείσιμο του γυμναστηρίου, με το επιχείρημα ότι «ενδυναμώνει» τους άνδρες, οι οποίοι δυνητικά θα μπορούσαν να ασκήσουν βία ή ακόμη και βιασμό. Σύμφωνα με τη λογική τους, όλοι οι άνδρες ήμασταν υποψήφιοι θύτες.

Advertisement
Advertisement

Αυτό το περιστατικό μου ήρθε στο νου με αφορμή τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ. Για πολλούς, ο Κερκ ήταν φυσικό να προκύψει∙ όπως φυσική συνέπεια είναι και η εμφυλιοπολεμική πορεία που ακολουθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η διαδικασία ξεκίνησε δεκαετίες πριν∙ σήμερα απλώς κορυφώνεται.

Μα τι συμβαίνει τελικά στις ΗΠΑ; Επιστρέψαμε στην εποχή του μακαρθισμού;

Το ερώτημα ακούγεται όλο και πιο συχνά. Η δολοφονία του Κερκ προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις: κάποιοι φανερά ή έμμεσα εξέφρασαν την ικανοποίησή τους, άλλοι μίλησαν για μια ακραία πράξη που στόχο είχε να φιμώσει την ελευθερία του λόγου. Η συνέχεια ήταν λογοκρισία, απολύσεις, απειλές απόλυσης. Και βεβαίως, η αφορμή για τον Τραμπ να κλιμακώσει ακόμη περισσότερο την επιθετική του πολιτική έναντι των αντιπάλων.

Όμως είναι πράγματι τώρα που ξεκίνησαν η λογοκρισία και οι διωγμοί; Ή μήπως απλώς άλλαξε χέρια το μαστίγιο; Γιατί όπως λέει η παροιμία: «Ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις».

Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δικτατορία της πολιτικής ορθότητας, του woke κινήματος και της κουλτούρας της ακύρωσης είχε ήδη καταστρέψει καριέρες ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων και υπαλλήλων σε μεγάλες εταιρείες. Είδαμε την κατάργηση της διδασκαλίας αρχαίων ελληνικών και λατινικών, την απομάκρυνση της Οδύσσειας και της Ιλιάδας από πανεπιστημιακά προγράμματα, επειδή θεωρήθηκαν φορείς πατριαρχικών και σεξιστικών προτύπων. Είδαμε επιθέσεις στον Μπαχ, τον Σοπέν και άλλους μεγάλους της κλασικής μουσικής απλώς επειδή ήταν Ευρωπαίοι λευκοί. Είδαμε αγάλματα να γκρεμίζονται σε ΗΠΑ και Ευρώπη, στο όνομα της «απολευκοποίησης» και της «αποαποικιοκρατίας».

Για χρόνια και με κορύφωση τα πιο πρόσφατα ο λευκός, και ειδικά ο λευκός ετερόφυλος άντρας, θεωρήθηκε υπεύθυνος για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας. Δεν έφτανε που έπρεπε να αισθανθεί ενοχή για το χρώμα του∙ υπήρχαν και προγράμματα εκπαίδευσης σε εταιρείες και πανεπιστήμια που, μέσω ερωτηματολογίων, «ενθάρρυναν» τον λευκό υπάλληλο να αναστοχαστεί πόσο ευνοημένος είναι εις βάρος των μειονοτήτων.

Advertisement

Την ίδια ώρα, αναδύθηκαν νέοι προσδιορισμοί φύλου και αντίστοιχες αντωνυμίες. Η παραμικρή αστοχία στη χρήση τους μπορούσε να εκληφθεί ως προσβολή και να οδηγήσει ακόμη και σε απώλεια εργασίας. Στα σχολεία, το μήνυμα προς τους ανήλικους ήταν ότι το φύλο είναι κοινωνική κατασκευή και, αν νιώσουν δυσφορία, μπορούν να το αλλάξουν. Αν οι γονείς αντιδρούσαν, μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωποι με σοβαρές συνέπειες.

Η αντιρατσιστική παιδαγωγική δεν έμεινε περιορισμένη στην εκπαίδευση. Επεκτάθηκε σε όλη την κοινωνία, επηρεάζοντας μονόπλευρα ακόμη και το θρησκευτικό πεδίο, συχνά με τρόπο μονόπλευρο: Κάποιες παραδόσεις αντιμετωπίζονταν επιθετικά ενώ άλλες γίνοντας ανεκτές στο όνομα της πολυπολιτισμικότητας.

Όλα αυτά πήραν τη με τη μορφή μιας πολιτισμικής επανάστασης που θύμιζε, σε πολλές πτυχές, την Κίνα του Μάο. Έπρεπε να «χυθεί αίμα», όχι απαραίτητα κυριολεκτικά. Τα βιβλία ξαναγράφονταν, οι κλασικοί λογοτέχνες λογοκρίνονταν, οι λέξεις κόβονταν. Το πρόταγμα ήταν ότι ο άνθρωπος έπρεπε να αλλάξει όχι μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά.

Advertisement

Η ιδεολογία της συμπερίληψης σήμαινε «εξυγίανση» του δημόσιου χώρου με τον εξοστρακισμό όσων διαφωνούσαν. Όποιος αρνιόταν, ισοπεδωνόταν προς χάριν ενός λαμπρού νέου κόσμου. Πανεπιστήμια, ΜΜΕ και πολυεθνικές σκλήρυναν το καθεστώς απέναντι σε κάθε φωνή που εξέφραζε επιφυλάξεις. Η ομοιομορφία έγινε το υποχρεωτικό κοστούμι.

Ο κοινωνιολόγος Mathieu Bock-Côté το χαρακτήρισε «ανθρωπολογικό πραξικόπημα» που επιβάλλεται μέσω οργουελικής χειραγώγησης της γλώσσας. Το μότο ήταν και παραμένει: «Θα λέμε όποιον θέλουμε φασίστα». Ένα σύνθημα τρόμου που ερωτοτροπεί με την πολιτική βία. «Όποιος δεν είναι μαζί μας είναι ακροδεξιός». Έτσι η ελευθερία της έκφρασης οπισθοδρόμησε στη Δύση. Οι διανοούμενοι σιώπησαν. Τα κοινωνικά και ταξικά ζητήματα μετατράπηκαν σε φυλετικά και ταυτοτικά.

Μέσα σε αυτή την καταιγίδα εμφανίστηκε ο Τραμπ. Όπως σημειώνει ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, «απαίδευτος και χυδαίος, με την εκκεντρική κόμμωσή του και το περιορισμένο λεξιλόγιό του», ενσάρκωσε ωστόσο την εκδίκηση των ταπεινωμένων, των υποβαθμισμένων λευκών, εκείνων που έμειναν τελευταίοι στην ουρά του αμερικανικού ονείρου. Η ψήφος υπέρ του στην πρώτη εκλογή ήταν, κατά τον Μπρυκνέρ, μια εκδίκηση που εξέφραζε τη δυσφορία τους.

Advertisement

Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Χίλαρι Κλίντον τού έδωσε ουσιαστικά τη νίκη, όταν αγνοώντας ότι τα μικρόφωνα ήταν ανοιχτά, χαρακτήρισε τους οπαδούς του «αξιοθρήνητους» που άξιζαν μόνο για τον κάλαθο των αχρήστων. Οι «ξεβράκωτοι» της νέας εποχής πήραν την εκδίκησή τους∙ και μαζί τους προστέθηκε και η απαξιωμένη μεσαία τάξη. Οι ηγεσίες, οι ελίτ, δεν πήρα το μάθημά τους από την πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ. Αντί να αναστοχαστούν, συνέχισαν με αλαζονεία και τελικά τον επανέφεραν θριαμβευτικά για δεύτερη.

Εν τω μεταξύ, το πραγματικό εκπαιδευτικό κεφάλαιο κατέρρεε: εκατομμύρια Αμερικανοί δεν έχουν επαρκείς δεξιότητες ανάγνωσης∙ Ομοίως και στην Ευρώπη το μορφωτικό επίπεδο βυθίζεται∙ στην Ελλάδα, τα αποτελέσματα του PISA δείχνουν πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο των μαθητών. Κι ενώ συμβαίνει αυτό, διεξάγεται ένας λυσσαλέος πόλεμος εκατέρωθεν του Ατλαντικού μεταξύ «προοδευτικών» και «συντηρητικών», που οδηγεί τις κοινωνίες σε οπισθοδρόμηση με θύματα όλους εμάς.

Η Αμερική και μαζί της η Δύση φαίνεται να παγιδεύεται σε έναν φαύλο κύκλο ακροτήτων, όπου οι μεν και οι δε αλληλοτροφοδοτούνται. Η πολιτική ορθότητα γέννησε τον λαϊκισμό∙ η κουλτούρα της ακύρωσης γέννησε την κουλτούρα του μίσους∙ η ταυτότητα υπερίσχυσε της συλλογικής κοινότητας.

Advertisement

Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ μάς θύμισε ότι «δεν πρέπει να κρινόμαστε από το χρώμα του δέρματός μας αλλά από την ποιότητα του χαρακτήρα μας». Δεν είναι μόνο το χρώμα, όμως∙ είναι οι ιδέες, οι διαφωνίες, οι διαφορετικές φωνές που έχουν δικαίωμα ύπαρξης χωρίς τον φόβο του στιγματισμού ή της βίας.

Advertisement

Το παράδοξο είναι ότι όλοι επικαλούνται τη δημοκρατία, αριστεροί και δεξιοί, προοδευτικοί και συντηρητικοί, αλλά όχι ως κοινό αξιακό πλαίσιο. Την αντιμετωπίζουν εργαλειακά, ως μέσο επικυριαρχίας: άλλοτε για να δικαιολογήσουν αποκλεισμούς και άλλοτε για να επιβάλουν νέες ορθοδοξίες.

Κι αν χαθεί η δημοκρατία ως κοινός τόπος, τότε όλοι θα είμαστε χαμένοι. Όχι μόνο οι λευκοί ή οι μαύροι, οι προοδευτικοί ή οι συντηρητικοί, αλλά όλοι μας. Εκτός και εάν κάποιους τους συμφέρει…

Advertisement