Στα 86 της χρόνια, η Μαρινέλλα εξακολουθεί να ζει τους τελευταίους δεκαπέντε μήνες μια δύσκολη περιπέτεια υγείας που υπενθυμίζει ότι ακόμη κι οι μύθοι είναι άνθρωποι. Η Μαρινέλα, δεν είναι απλώς μια μεγάλη τραγουδίστρια. Είναι μια ολόκληρη εποχή, χαραγμένη σε βινύλια, κασέτες, CD και βραδινές αναμνήσεις. Από το «Σταλιά σταλιά» μέχρι το «Τα λόγια είναι περιττά», η διαδρομή της συμπυκνώνει την ιστορία της λαϊκής Ελλάδας, με δόξες, πληγές και θριάμβους.
Ένα βράδυ στο Ηρώδειο που δεν θα ξεχάσει κανείς
25 Σεπτεμβρίου 2024. Το Ηρώδειο είναι γεμάτο. Η Μαρινέλλα ανεβαίνει στη σκηνή για μια συναυλία–σταθμό, μια αναδρομή σε πάνω από έξι δεκαετίες πορείας. Λίγο μετά το τρίτο τραγούδι, το «Τα λόγια είναι περιττά», το σώμα την προδίδει: καταρρέει μπροστά στο κοινό. Θα μεταφερθεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο «Υγεία», όπου οι γιατροί θα διαγνώσουν βαρύ αιμορραγικό εγκεφαλικό.
Η κατάσταση περιγράφεται ως «σταθερή και κρίσιμη», ενώ για εβδομάδες οι ενημερώσεις των γιατρών γίνονται πρώτο θέμα στα δελτία. Μετά από περίπου τέσσερις μήνες νοσηλείας – 21 Ιανουαρίου 2025 – παίρνει εξιτήριο και επιστρέφει στο σπίτι της, για φροντίδα και αποκατάσταση.
Η εικόνα της «Μεγάλης Κυρίας του τραγουδιού» να δίνει αυτή τη μάχη, έρχεται να προστεθεί στο ήδη θρυλικό αφήγημα μιας γυναίκας που έμαθε να σηκώνεται κάθε φορά που η ζωή την ρίχνει.
Παιδί προσφύγων, παιδί της φτώχειας – αλλά και της τέχνης
Πίσω από το καλλιτεχνικό «Μαρινέλλα» κρύβεται η Κυριακή Παπαδοπούλου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 19 Μαΐου 1938, σε μια οικογένεια Ελλήνων προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη. Είναι το τέταρτο και μικρότερο παιδί σε ένα σπίτι φτωχό σε χρήματα, αλλά πλούσιο σε μουσική: δίσκοι, τραγούδια γύρω από το πικάπ, ένας πατέρας που προσπαθεί να μάθει στα παιδιά βαλς και τάνγκο.
Από τα τέσσερα της χρόνια τραγουδά στην ραδιοφωνική «Παιδική Ώρα» και λίγο αργότερα κάνει διαφημίσεις για καταστήματα της Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας τα πρώτα της χρήματα. Συμμετέχει σε παιδικά θεατρικά, μαθαίνει από νωρίς τι θα πει σκηνή, φως, χειροκρότημα.
Σε μια κοινωνία που ακόμη μετρά τις πληγές του πολέμου και του Εμφυλίου, η μικρή Κυριακή βρίσκει καταφύγιο εκεί που πάντα θα επιστρέφει: στο τραγούδι.
Στην εφηβεία της αφήνει προσωρινά το θέατρο για να τελειώσει το σχολείο, αλλά στα 17 της ξαναβρίσκει τον δρόμο προς τη σκηνή, σε θίασο που γυρίζει όλη την Ελλάδα. Όταν αρρωσταίνει η βασική τραγουδίστρια, εκείνη παίρνει τη θέση της, χωρίς να φαντάζεται ότι δεν θα την ξανά αφήσει ποτέ.
Στο κέντρο «Πανόραμα» της Θεσσαλονίκης, ο ηθοποιός και τραγουδιστής Τόλης Χάρμας θα της δώσει το όνομα «Μαρινέλλα», εμπνευσμένος από ένα τραγούδι. Το όνομα «Κυριακή Παπαδοπούλου» γίνεται ιστορία, και αρχίζει ο μύθος.
Αλλά θα ήθελα εδώ να γράψω κάτι προσωπικό μου: Όταν μίλαγα με την Μαρινέλλα πάντοτε την φώναζα Κική. Και γι’ αυτό θυμάμαι μια φορά που είχαμε κανονίσει να μιλήσει στην εκπομπή μου στο ραδιόφωνο του ΑΝΤ1 στην «Πρωινή γραμμή», τότε που έβγαλε τον φοβερό δίσκο με το Γιώργο Χατζηνάσιο, θυμάμαι που με ξαναπήρε τηλέφωνο αργά το βράδυ για να μου πει: «Τέρυ μην ξεχαστείς αύριο και με πεις Κική στο ραδιόφωνο… Μαρινέλλα ε;» Και έβαλε τα γέλια. Γιατί ήταν πάντα ένας χαμογελαστός άνθρωπος.
Το 1957 ηχογραφεί το πρώτο της τραγούδι, το «Νίτσα, Ελενίτσα». Σύντομα θα συνεργαστεί με τον Στέλιο Καζαντζίδη· μαζί θα γίνουν το πιο εμβληματικό ντουέτο του λαϊκού τραγουδιού, τραγουδώντας έργα των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Τσιτσάνη, Ζαμπέτα και πολλών ακόμη. Το 1964 παντρεύονται, περιοδεύουν σε Γερμανία και ΗΠΑ, για να χωρίσουν δύο χρόνια αργότερα. Η Μαρινέλλα, όμως, έχει ήδη γίνει όνομα από μόνη της.
Η γυναίκα που άλλαξε τα νυχτερινά μαγαζιά
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και κυρίως στα ’70s–’80s, η Μαρινέλλα κάνει κάτι παραπάνω από το να τραγουδά. Επαναπροσδιορίζει ολόκληρη τη νυχτερινή διασκέδαση. Εισάγει σκηνοθεσία στο πρόγραμμα, κοστούμια, χορογραφίες, φώτα, μια λογική «σόου», σε έναν χώρο που μέχρι τότε βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στο μικρόφωνο και την ορχήστρα.
Αυτό που λίγοι ξέρουν, γιατί στο τραγούδι της χρησιμοποιούσε πάρα πολύ και την πλαστικότητα των χεριών της, ήταν ότι όλο αυτό το απαράμιλλο σωόυ, του πως θα κινείται επάνω στην πίστα, με τα χέρια, με την κίνηση του κεφαλιού, του κορμιού της, τα έκανε με ειδικά μαθήματα στο Παρίσι.
Ταυτόχρονα, χτίζει μια τεράστια δισκογραφία. Από το πρώτο της single το 1957 μέχρι σήμερα, έχει κυκλοφορήσει περίπου 66 προσωπικά άλμπουμ, πολλά από τα οποία έγιναν χρυσά και πλατινένια.
Τα τραγούδια της «Στάλια στάλια», «Άνοιξε πέτρα», «Δώσ’ μου τ’ αθάνατο νερό», «Άνθρωποι μονάχοι», «Μαζί σου», «Αν ξαναγεννηθώ», γίνονται soundtrack σε οικογενειακά γλέντια, χωρισμούς, πανηγύρια, νυχτερινές εξόδους.
Αξέχαστο και μοναδικό το ανεπανάληπτο “Ρεσιτάλ” με τον Κώστα Χατζή. Και στις πολύ μεγάλες επιτυχίες της δίπλα της ένας τελικός παραγωγός. Ο Φίλιππος Παπαθεοδώρου. Με την δική του ξεχωριστή ιστορία με το Τρίο Καντσόνε, τους Αθηναίους και μετά στο πλευρό της Νάνας Μούσχουρη. Είχα ζήσει πολλές ηχογραφήσεις της Μαρινέλλας με τον Φίλιππο, εκεί στο στούντιο και επίσης κορυφαίου ηχολήπτη Γιάννη Σμυρναίου.
Από τη Eurovision στο Ολυμπιακό Στάδιο
Το 1974 γράφει ιστορία: γίνεται η πρώτη τραγουδίστρια που εκπροσωπεί την Ελλάδα στη Eurovision, με το «Κρασί, θάλασσα και τ’ αγόρι μου», κατακτώντας την 11η θέση σε μια εποχή που η χώρα μόλις βγαίνει από τη δικτατορία. Και μάλιστα το BBC της έκανε ένα εκπληκτικό βίντεο κλιπ που το έχουμε αναρτήσει.
Πριν από αυτό, έχει βρεθεί στο φεστιβάλ του Ρίο ντε Τζανέιρο με το «Κυρά Γιώργαινα», ενώ χρόνια αργότερα, το 2004, θα εμφανιστεί στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, δίπλα σε ονόματα όπως ο Νταλάρας, η Αλεξίου και ο Πάριος.
Στη σκηνή, είτε πρόκειται για μικρό κέντρο είτε για στάδιο 25.000 θεατών, η σκηνική της παρουσία παραμένει το ίδιο υποβλητική: μια μίξη θεατρίνας, λαϊκής μάνας και διεθνούς σταρ.
Προσωπική ζωή μπροστά και πίσω από τα φώτα
Η προσωπική της ζωή δεν έμεινε ποτέ εντελώς έξω από τη δημόσια σφαίρα. Ο γάμος και ο χωρισμός με τον Καζαντζίδη, ο γάμος με τον Τόλη Βοσκόπουλο τη δεκαετία του ’70, η σχέση με τον Φρέντυ Σερπιέρη, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, την Τζωρτζίνα Σερπιέρη, οι συνεργασίες–σταθμοί με Χατζή, Νταλάρα, Ρέμο, Πάριο, όλα αυτά έγιναν μέρος μιας αφήγησης όπου το καλλιτεχνικό και το προσωπικό είναι αλληλένδετα.
Πάντως επίσης εδώ πρέπει να προσθέσω από τις προσωπικές μου μνήμες, ότι ίσως ο πιο φανατικός θαυμαστής της Μαρινέλλας ήτανε ο Θόδωρος Νικολαΐδης ο εκδότης της ιστορικής αθλητικής εφημερίδας ΦΩΣ ΤΩΝ ΣΠΟΡ. Μαζί με την γυναίκα του Ειρήνη, δεν υπήρχε περίπτωση να μην πηγαίνει κάθε Σάββατο στο κέντρο που εμφανιζόταν η μεγάλη κυρία του τραγουδιού. Και μάλιστα τις περισσότερες φορές με έπαιρνε μαζί του. Ο αείμνηστος κύριος Θόδωρος με είχε συνέχεια κοντά του σαν παιδί του. Αν και πατέρας δύο εκπληκτικών κοριτσιών. Και αυτό που ίσως δεν θυμάται ο κόσμος είναι ότι η Μαρινέλλα είχε βαφτίσει την μία κόρη του την Όλγα. Ήταν τέτοιο το δέσιμο που είχε με την οικογένεια Νικολαΐδη.
Κι όμως, σε αντίθεση με πολλούς καλλιτέχνες της γενιάς της, η Μαρινέλλα πάντα διατηρούσε ένα όριο: λίγα δημόσια κουτσομπολιά, λίγα τηλεοπτικά ξεσπάσματα. Προτιμούσε να «μιλά» από τη σκηνή – συχνά με ένα αφοπλιστικό χιούμορ και μια αυστηρότητα που θύμιζε περισσότερο μητέρα παρά ντίβα.
Η μάχη με το εγκεφαλικό και μια νέα, σιωπηλή περίοδος
Το εγκεφαλικό στο Ηρώδειο δεν ήταν ένα απλό «ιατρικό περιστατικό». Ήταν ένα συλλογικό σοκ. Για μέρες τα social media γέμισαν με βίντεο από προηγούμενες εμφανίσεις της, δίσκους πάνω σε πικάπ, φωτογραφίες με αφιερώσεις.
Τα ιατρικά ανακοινωθέντα έκαναν λόγο για σοβαρό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, νοσηλεία στη ΜΕΘ και μια κατάσταση «σταθερή αλλά κρίσιμη». Οι μαρτυρίες συνεργατών της μιλούν για έναν άνθρωπο που χρειάζεται πλέον απόλυτη ηρεμία, προστασία από ιώσεις, προσεκτική αποκατάσταση. Μια καθημερινότητα πολύ μακριά από τα φώτα.
Κι όμως, η ίδια η διαδρομή της δείχνει μια γυναίκα που ποτέ δεν φοβήθηκε να ξαναρχίσει από την αρχή. Από το «σώσε με, δεν έχω μία» που θυμούνται παλιοί συνεργάτες ότι είπε, όταν βρέθηκε ξαφνικά μόνη μετά τον χωρισμό με τον Καζαντζίδη, μέχρι τις μεγάλες επιστροφές σε μπουζούκια και μέγαρα, η ανατροπή ήταν πάντα μέρος της ιστορίας της.
Τι σημαίνει «να είσαι Μαρινέλλα» σήμερα
Η Μαρινέλλα είναι, τυπικά, μια ερμηνεύτρια που ξεκίνησε το 1956 και παρέμεινε ενεργή για 68 συναπτά χρόνια. Στην πράξη, όμως, είναι κάτι παραπάνω:
Είναι το πρόσωπο μέσα από το οποίο αρκετές γενιές έμαθαν τι σημαίνει «μεγάλο λαϊκό τραγούδι».
Είναι η καλλιτέχνις που έκανε τις live εμφανίσεις show, πολύ πριν γίνουν «production» οι νυχτερινές πίστες.
Είναι η τραγουδίστρια που πέρασε από βινύλιο σε Spotify χωρίς ποτέ να χάσει τον πυρήνα του κοινού της.
Είναι η γυναίκα που, σε έναν χώρο όπου οι άνδρες κυριαρχούσαν, κατάφερε να σταθεί ισότιμα και συχνά πιο πάνω. Αργότερα πάνω από όλους
Σήμερα, καθώς βρίσκεται σε ένα σπίτι που στην ουσία έχει γίνει νοσοκομείο, μακριά από τα φώτα, το ερώτημα δεν είναι αν «θα ξαναβγεί στη σκηνή». Είναι μάλλον πώς θα συνεχίσουμε εμείς να κουβαλάμε αυτό που μας άφησε.Τις ερμηνείες, τις κινήσεις των χεριών, το μισό χαμόγελο πριν από την τελευταία νότα.
Γιατί, τελικά, η Μαρινέλλα έχει ήδη κερδίσει αυτό που λίγοι κερδίζουν: μια θέση στη συλλογική μνήμη. Όσο θα υπάρχει κάπου ένα παλιό ηχείο να παίζει «Στάλια στάλια», θα υπάρχει και η φωνή της… Εκεί, λίγο πριν το χειροκρότημα…