Τεράστιες ποσότητες απαγορευμένων φυτοφαρμάκων στην ΕΕ εξάγονται στην Κένυα και άλλες τρίτες χώρες με ανυπολόγιστες συνέπειες στην υγεία των αγροτών και το περιβάλλον, ενώ πολλά από τα προϊόντα που παράγονται με τη βοήθειά τους καταλήγουν στο τραπέζι των Ευρωπαίων καταναλωτών. Αυτό αποκαλύπτει η έκθεση της σουηδικής ΜΚΟ Swedwatch με τίτλο“Poison for Profit – The Cost of EU Double Standards on Biodiversity, Human Health and Livelihoods” (Δηλητήριο για Κέρδος – Το τίμημα των διπλών προδιαγραφών της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα, την ανθρώπινη υγεία και τα μέσα διαβίωσης).
Η έκθεση, εστιάζει στην Κένυα και αναδεικνύει ένα παγκόσμιο πρόβλημα τοξικών διπλών προδιαγραφών, όπου οι ίδιες εταιρείες που δεν επιτρέπεται να πωλούν αυτά τα προϊόντα στην Ευρώπη, τα εξάγουν σε χώρες με πιο αδύναμους κανονισμούς.
Σύμφωνα με την έκθεση, το 2022 η ΕΕ εξήγαγε 714.000 τόνους φυτοφαρμάκων, συνολικής αξίας 6,6 δισ. ευρώ. Από αυτά, πάνω από 122.000 τόνοι αφορούσαν ουσίες απαγορευμένες για χρήση στις ευρωπαϊκές φάρμες, εξαιτίας των σοβαρών επιπτώσεών τους στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον. Παρ’ όλα αυτά, η ευρωπαϊκή νομοθεσία εξακολουθεί να επιτρέπει την παραγωγή και εξαγωγή τους ,μια κραυγαλέα αντίφαση για μια Ένωση που φιλοδοξεί να ηγηθεί της «πράσινης μετάβασης» και να προασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα παγκοσμίως.
Η Κένυα είναι μία από τις χώρες που εισάγουν μεγάλες ποσότητες αυτών των φυτοφαρμάκων. Εκεί, οι συνέπειες είναι ορατές: εργάτες με εξανθήματα, αναπνευστικά προβλήματα, δερματικές βλάβες και περιστατικά θανάτων στα χωράφια. Οι γιατροί στις γεωργικές περιοχές, όπως η Kirinyaga, αναφέρουν αυξανόμενα κρούσματα καρκίνου, ενώ οι αγρότες μιλούν για εξαφάνιση μελισσών, μόλυνση νερών και υποβάθμιση του εδάφους.
«Ανακατεύεις τα χημικά και βλέπεις τι θα γίνει. Ψεκάζεις και μετά εμπιστεύεσαι τον Θεό», είπε χαρακτηριστικά ένας εργάτης στη Swedwatch.
Η Swedwatch εστιάζει στα λεγόμενα Highly Hazardous Pesticides (HHPs), φυτοφάρμακα με υψηλό βαθμό οξείας ή χρόνιας τοξικότητας, που μπορούν να προκαλέσουν μη αναστρέψιμες βλάβες στην υγεία και στα οικοσυστήματα. Πολλά από αυτά έχουν συνδεθεί με καρκινογενέσεις, διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος, στειρότητα ή συγγενείς ανωμαλίες. Η χρήση τους είναι τόσο εκτεταμένη που, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τουλάχιστον 4 εκατομμύρια τόνοι φυτοφαρμάκων εφαρμόζονται ετησίως παγκοσμίως, με δυσανάλογες επιπτώσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στην Κένυα, μόνο το διάστημα 2015–2018, οι εισαγωγές φυτοφαρμάκων υπερδιπλασιάστηκαν από 6.400 σε 15.600 τόνους.
Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ έχει απαγορεύσει δεκάδες δραστικές ουσίες, οι ίδιες ευρωπαϊκές εταιρείες συνεχίζουν να τις εξάγουν νόμιμα εκτός Ένωσης. Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος: τα τοξικά προϊόντα που δεν επιτρέπεται να ψεκάζονται στα ευρωπαϊκά χωράφια χρησιμοποιούνται για την παραγωγή φρούτων και λαχανικών που τελικά κάποια από αυτά επιστρέφουν στις ευρωπαϊκές αγορές.
Η Swedwatch καταγράφει 31 περιστατικά “interceptions” στα σύνορα της ΕΕ το 2022, δηλαδή φορτία αγροτικών προϊόντων από την Κένυα που απορρίφθηκαν λόγω υπερβολικών υπολειμμάτων απαγορευμένων φυτοφαρμάκων. Οι απώλειες έφτασαν τους 118.000 τόνους λαχανικών, έναντι 79.000 το 2016. Παρότι τα φορτία αυτά υποτίθεται ότι καταστρέφονται, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική.
Η έκθεση αποκαλύπτει ότι οι αγρότες σπάνια καταστρέφουν τις παρτίδες που έχουν απορριφθεί. Αντίθετα, τις διαθέτουν μέσω μεσαζόντων ή άλλων εξαγωγικών εταιρειών. «Οι επιθεωρήσεις δεν αλλάζουν τίποτα», δήλωσε ένας Κενυάτης αγρότης στη Swedwatch. «Όταν σταμάτησε η πρώτη συγκομιδή λόγω φυτοφαρμάκων, πουλήσαμε τη δεύτερη και την τρίτη σε άλλους αγοραστές».
Ένας άλλος πρόσθεσε: «Τα φασόλιας μας εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν. Μας απαγόρευσαν να πουλάμε σε έναν αγοραστή για τρεις μήνες. Όμως πουλήσαμε την υπόλοιπη παραγωγή αλλού. Στο τέλος, τα φασόλια εξήχθησαν κανονικά έφτασαν πάλι στην Ευρώπη».
Σε άλλες περιπτώσεις, οι απορριφθείσες παρτίδες πωλούνται στην Τανζανία, όπου σερβίρονται σε μεγάλα ξενοδοχεία, συχνά σε τουρίστες από την Ευρώπη. Ορισμένοι αγρότες χρησιμοποιούν τα υπολείμματα ως ζωοτροφή, οδηγώντας σε μόλυνση του γάλακτος που καταναλώνεται στην τοπική αγορά.
Το κόστος των απορρίψεων το επωμίζονται οι πιο αδύναμοι κρίκοι της αλυσίδας, οι μικροί αγρότες. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες και οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής, όπως επισημαίνει η Swedwatch, δεν έχουν εφαρμόσει αποτελεσματικά μέτρα δέουσας επιμέλειας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον (HREDD). Έτσι, το βάρος μεταφέρεται στους παραγωγούς του Νότου, που συχνά εργάζονται χωρίς εξοπλισμό προστασίας, χωρίς ενημέρωση και χωρίς ιατρική παρακολούθηση.
«Δεν μπορεί να θεωρείται βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο όταν το κόστος της αποτυχίας να προστατευθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα μεταφέρεται στους ίδιους τους ανθρώπους που εκτίθενται στα φυτοφάρμακα», τονίζει ο Olof Björnsson, συντάκτης της έκθεσης.
Η Κένυα έκανε ένα σημαντικό βήμα τον Ιούνιο του 2025, απαγορεύοντας 77 φυτοφάρμακα και περιορίζοντας πάνω από 200 ακόμη. Ωστόσο, η Swedwatch υπογραμμίζει ότι η ευθύνη δεν μπορεί να βαραίνει μόνο τις χώρες εισαγωγής. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες και οι κυβερνήσεις οφείλουν να διασφαλίσουν ότι οι εξαγωγές τους δεν βλάπτουν ανθρώπους και οικοσυστήματα εκτός ΕΕ.
Παρά τις διακηρύξεις περί «πράσινων αξιών» και «υπεύθυνων αλυσίδων εφοδιασμού», η πραγματικότητα δείχνει αλλιώς. Οι μεγάλες χημικές εταιρείες της Ευρώπης δαπανούν εκατομμύρια ευρώ για λόμπι στις Βρυξέλλες, επιδιώκοντας να καθυστερήσουν ή να αποδυναμώσουν τα σχέδια για απαγόρευση των εξαγωγών απαγορευμένων ουσιών. Το αποτέλεσμα είναι ένα καθεστώς όπου λιγότερο από το 4% των φυτοφαρμάκων παγκοσμίως εμπίπτουν σε δεσμευτικές διεθνείς συμβάσεις, αφήνοντας τεράστια κενά λογοδοσίας.
Η έκθεση της Swedwatch σημειώνει ότι, παρά τις δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας να προτείνει νομοθεσία για την εξαγωγή απαγορευμένων φυτοφαρμάκων, η πρόοδος έχει ουσιαστικά σταματήσει, αφήνοντας την ευθύνη στα κράτη μέλη.
Μέχρι σήμερα, μόνο η Γαλλία και το Βέλγιο έχουν θεσπίσει εθνικές απαγορεύσεις εξαγωγής ορισμένων φυτοφαρμάκων, με περιορισμένα αποτελέσματα, καθώς παραμένουν παραθυράκια που επιτρέπουν την εξαγωγή πρόδρομων χημικών ουσιών, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή των ίδιων φυτοφαρμάκων εκτός ΕΕ.
Παράλληλα, η έκθεση αναφέρεται και στη Γερμανία, όπου εταιρείες όπως η Bayer AG συνεχίζουν να εξάγουν επικίνδυνα φυτοφάρμακα, μεταξύ των οποίων προϊόντα που περιέχουν γλυφοσάτη, σε χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η Swedwatch επικαλείται καταγγελίες οργανώσεων όπως η ECCHR προς το Εθνικό Σημείο Επαφής του ΟΟΣΑ στη Γερμανία, ως παράδειγμα των ανεπαρκών μηχανισμών εταιρικής ευθύνης και της ανάγκης για δεσμευτική ευρωπαϊκή νομοθεσία που να καλύπτει πλήρως τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας.
Η υπόθεση της Κένυας είναι χαρακτηριστική ενός ευρύτερου, παγκόσμιου προβλήματος. Οι ίδιες ευρωπαϊκές ουσίες που ρυπαίνουν το έδαφος και τα νερά της Ανατολικής Αφρικής, επιστρέφουν μέσω των αλυσίδων εφοδιασμού στα πιάτα των Ευρωπαίων καταναλωτών είτε απευθείας ως εισαγόμενα προϊόντα είτε μέσω τουρισμού και εμπορίου. Η Swedwatch προειδοποιεί ότι «οι λεγόμενες “αναχαιτίσεις” (interceptions) στα σύνορα της ΕΕ δεν επαρκούν για να προστατεύσουν τους καταναλωτές, καθώς τα προϊόντα συχνά βρίσκουν εναλλακτικές διαδρομές προς την αγορά».
Η ειρωνεία είναι εμφανής: η Ευρώπη που αυτοπαρουσιάζεται ως παγκόσμιος υπερασπιστής της βιωσιμότητας εξάγει δηλητήριο για κέρδος και το ξαναεισάγει στο ίδιο της το τραπέζι.
Η Swedwatch καλεί τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να θεσπίσουν άμεσα πλήρη απαγόρευση εξαγωγής φυτοφαρμάκων που δεν επιτρέπονται εντός ΕΕ, να ενισχύσουν τη δεσμευτικότητα των κανόνων HREDD και να επενδύσουν σε αγροοικολογικές πρακτικές και βιολογική γεωργία, ιδίως στις χώρες του Νότου. Παράλληλα, ζητά να στηριχθούν οι τοπικές κοινότητες ώστε να αντικαταστήσουν τα επικίνδυνα προϊόντα με ασφαλέστερες εναλλακτικές.