Σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, ο Παύλος Ντε Γκρες μίλησε στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο» για τo περίφημο βασιλικό ανάκτορο στο Τατόι, στο οποίο γεννήθηκε, λίγο πριν γίνει πλέον προσβάσιμο στο κοινό όπως ανακοίνωσε το Υπουργείο Πολιτισμού.
«Λυπάμαι που δεν είναι πια το σπίτι μας»
«Εφυγα από το Τατόι σε ηλικία επτά μηνών, οπότε δεν πρόλαβα να ζήσω το σπίτι μας, όπως ο πατέρας μου, όπως και οι πρόγονοί μου. Χαίρομαι που θα ανοίξει ξανά για το κοινό και ο κόσμος θα μπορεί να πάρει μια ιδέα για το τι ήταν αυτή η οικογένεια που υπήρξε μεγάλο κομμάτι της ιστορίας μας. Από την άλλη μεριά, φυσικά, λυπάμαι, διότι αυτό το σπίτι, που ήταν το πατρικό μας, δεν είναι πια το σπίτι μας» λέει ο Παύλος Ντες Γκρες και συνεχίζει:
«Χρησιμοποιώ συνειδητά τον όρο σπίτι και όχι ανάκτορο, όπως αναφέρεται συχνά, διότι θέλω να είμαι ακριβής. Το σπίτι αυτό το έχτισαν ο προπαππούς μου, ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, και η βασίλισσα Ολγα, ως εξοχική τους κατοικία. Αργότερα ο κόσμος το αποκαλούσε “ανάκτορο”, επειδή εκεί περνούσαν οι βασιλείς μεγάλο μέρος του χρόνου τους. Αν το δείτε, όμως, από κοντά, θα καταλάβετε ότι ήταν πραγματικά ένα σπίτι – όχι ανάκτορο — με ωραία έπιπλα, βέβαια, αλλά χωρίς υπερβολές. Δεν υπήρχε κάτι το “βασιλικό” με την έννοια της χλιδής, ήταν ένα σπίτι οικογενειακό»,
«Φύγαμε χωρίς να πάρουμε τίποτα μαζί μας. Το σπίτι έμεινε όπως ήταν εκείνη την ημέρα. Ηταν πολύ συγκινητικό. Εμοιαζε σαν να είχαμε φύγει μόλις προχθές: σκεπασμένα με λίγη σκόνη, αλλά όλα στη θέση τους. Η οδοντόβουρτσα, το ποτήρι στο κομοδίνο, τα προσωπικά αντικείμενα. Η εντύπωση που αποκόμιζες ήταν ότι ο ιδιοκτήτης είχε απλώς πεταχτεί να πάρει τσιγάρα».
«Η μητέρα μου δεν συμπαθούσε την πισίνα»
«Αναπόφευκτα σε καταλαμβάνει ένα αίσθημα νοσταλγίας όταν βλέπεις μπροστά σου αυτά που σου περιέγραφαν, τους χώρους και τα αντικείμενα, τα σημεία του σπιτιού. Θυμάμαι τους γονείς μου να μου περιγράφουν πως υπήρχε πάντα μουσική, κυρίως κλασική, και ιδίως τα Σαββατοκύριακα άνοιγαν τα παράθυρα για να ακούγεται ως τον κήπο που κάθονταν όλοι μαζί. Η μητέρα μου, για παράδειγμα, μου έλεγε ότι λάτρευε τις βόλτες στον κήπο, αλλά δεν συμπαθούσε την πισίνα που υπήρχε διότι την έβρισκε βαθιά. Η αδελφή μου, που ήταν δύο ετών όταν φύγαμε, θυμόταν ότι το χαλί στο δωμάτιο που παίζαμε ήταν πράσινο», συνεχίζει.

«Ήταν σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος»
«Είχαμε πάρει δυο-τρία πράγματα, μικρά, περισσότερο για συναισθηματικούς λόγους. Θυμάμαι ένα ημερολόγιο με τις φωτογραφίες των γονιών μου σταματημένο στη 13η Δεκεμβρίου 1967. Ηταν σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος εκείνη τη μέρα. Νομίζω το έχουμε ακόμη στο σπίτι. Δεν πήραμε τίποτε περισσότερο. Τη δεύτερη φορά τα περισσότερα είχαν ήδη τοποθετηθεί σε κούτες κι εμείς δεν θέλαμε να πάρουμε κάτι που δεν μας ανήκε πια.
«Δεν ζητήθηκε η δική μας γνώμη»
«Πιστεύω πως η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Αγαπά πραγματικά το κτήμα, το έχει αγκαλιάσει και έχει συμβάλει προσωπικά στη διάσωσή του, από τότε κιόλας που το έργο φαινόταν δύσκολο. Φαίνεται ότι ενεργεί με φροντίδα και αγάπη. Οχι, δεν ζητήθηκε η δική μας γνώμη για το πώς θα στηθεί ή πώς θα λειτουργήσει το μουσείο, όμως είχαν επισκεφτεί το Τατόι η μητέρα μου και οι θείες μου μαζί με την υπουργό Πολιτισμού και κλιμάκιο του υπουργείου, ώστε να δώσουν κάποιες πληροφορίες και περιγραφές πώς ήταν οργανωμένο το σπίτι. Νομίζω πως έγινε απλώς αυτή η επαφή, για να πάρουν στο υπουργείο μια αίσθηση από πρώτο χέρι, τίποτα παραπάνω».

Παύλος Ντε Γκρες: «Εύχομαι να μη γίνει πεδίο εκμετάλλευσης»
«Είχα στο μυαλό μου κάτι πολύ συγκεκριμένο, που το είχα συζητήσει και με τον πατέρα μου. Θα ήθελα να γίνει κάτι ανάλογο με όσα έχουν γίνει στη Μεγάλη Βρετανία ή στη Σκωτία – ένα κτήμα που να λειτουργεί μεν ως ιστορικό μνημείο, αλλά και ως ζωντανός οργανισμός. Ενας χώρος ανοιχτός στους επισκέπτες, όπου θα μπορούν να δουν πώς ήταν η ζωή εκεί, αλλά και να έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα.
Θα ήθελα δηλαδή να αναβιώσει το πνεύμα του κτήματος, όχι μόνο η εικόνα του. Και φυσικά, να υπάρχει η δυνατότητα να δει ο επισκέπτης τα αντικείμενα της εποχής: τα παλιά αυτοκίνητα, τις άμαξες, τα φορέματα, τα έργα τέχνης. Όλα εκείνα που αφηγούνται μια ιστορία. Για μένα, το Τατόι πρέπει να ζει κι όχι να γίνει μουσείο-βιτρίνα. Το μόνο που εύχομαι είναι να μη γίνει πεδίο εκμετάλλευσης ή εμπορικής εκποίησης. Θέλουμε να το χαρεί ο κόσμος, να το γνωρίσει, να το ζήσει με σεβασμό, όχι να το καταναλώσει.
«Το Τατόι είναι ένα μουσείο του ίδιου του εαυτού του, μέσα από το οποίο αναπόφευκτα αναδύεται και η ιστορία της οικογένειάς μας» εξομολογείται ο Παύλος Ντε Γκρες. «Αυτό το κομμάτι της ιστορίας, που μέχρι σήμερα έμενε συχνά στο περιθώριο, θα ξαναμπεί κατά κάποιον τρόπο στο επίκεντρο. Όταν κάποιος δει το νυφικό της μητέρας μου, θα θελήσει να μάθει ποια ήταν, ποιος ήταν ο πατέρας μου, ποιοι ήμασταν όλοι εμείς. Ετσι, η ιστορία αυτή αποκτά ανθρώπινη διάσταση.
«Δεν έχει σημασία αν κανείς αγαπά ή δεν αγαπά τη βασιλεία, η ιστορία είναι κοινή για όλους. Αυτή η χώρα, έτσι όπως είναι σήμερα, είναι αποτέλεσμα και εκείνων των προσπαθειών. Και πιστεύω πως αυτό είναι που αξίζει να θυμόμαστε και να τιμούμε».

«Προσφύγαμε στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο»
«Πρόκειται για μια περίπλοκη υπόθεση» θεωρεί ο 58χρονος, σήμερα, γιος του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου. «Το κτήμα και τα αντικείμενα ανήκαν στην οικογένειά μας. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε η αρχική βούληση για μια δίκαιη λύση και προέβλεπε ότι θα παραχωρούσαμε το μεγαλύτερο μέρος του κτήματος στο κράτος, ώστε να είναι προσβάσιμο σε όλους και θα κρατούσαμε την κατοικία, το μικρό κτήμα και τους οικογενειακούς τάφους, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα εκποίησης ή αλλαγής χρήσης. Δυστυχώς αυτή η λύση χάθηκε μέσα στις πολιτικές αλλαγές και τις αντιπαλότητες της εποχής.
«Το κράτος κάποια στιγμή αποφάσισε ότι δεν μας ανήκουν πια» σχολιάζει ο Παύλος Ντε Γκρες. «Προσφύγαμε στη Δικαιοσύνη και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι πράγματι ήταν δικά μας, και ότι εφόσον δεν επιστρέφονταν, έπρεπε να μας δοθεί αποζημίωση. Έτσι κι έγινε. Η αποζημίωση, βέβαια, δεν αναιρεί την αίσθηση απώλειας. Υπάρχει μέσα μας το συναίσθημα ότι μας αφαιρέθηκαν πράγματα που ήταν κομμάτι της ζωής και της ιστορίας μας. Ευτυχώς, σήμερα γίνονται προσπάθειες να διασωθούν, διότι για πολλά χρόνια όλα αυτά είχαν εγκαταλειφθεί και βρίσκονταν σε πολύ κακή κατάσταση.
«Ελπίζω να μας καλέσουν στα εγκαίνια»
«Βεβαίως και θα πάω. Ελπίζω μάλιστα να μας καλέσουν στα εγκαίνια· θα ήταν όμορφο να είμαστε εκεί. Αλλά, όπως και να ‘χει, κάποια στιγμή θα πάμε να το δούμε μαζί με τα παιδιά μου και να τους πω: “Εδώ είναι η ιστορία μας”» καταλήγει ο Παύλος Ντε Γκρες.