Που δεν είναι απαρχή για νέα πράγματα
Ana Rocio Garcia Franco via Getty Images

Σαν φίδι ναρκωμένο για 18 μήνες, έρπει η καθημερινότητά μας στης ψυχικής συμπίεσης το νοτισμένο έδαφος. Δεν είναι μόνο η μάσκα και η ανασφάλεια για την πανδημία που δε λέει να τελειώσει. Δεν είναι μόνον ένας πρωτοφανής κοινωνικός αυτισμός κι η απομόνωση-που άλλοτε μας επιβαλλόταν κι άλλοτε την αποζητούσαμε. Είναι οι μέρες που τις κλωτσάμε να περάσουν, σαν εκείνο το παλιό πάνινο τόπι στις παιδικές αλάνες. Είναι οι στιγμές που άνευρες κείτονται σε φωτογραφίες καρφιτσωμένων χαμόγελων στα social media. Σαν πρόσωπα υποκριτών σε αρχαίες τραγωδίες με σύγχρονο θέμα και θέαμα.

Πόνος ένα γύρω. Αλλαγές που δεν τις αποδεχόμαστε ή δεν τις αντέχουμε, μα τις υφιστάμεθα. Μάθαμε να ζούμε με αυτές. Φεύγω δυόμιση μέτρα μακριά από την προπορευόμενη στην ουρά γιαγιά, δεν αγκαλιάζω το παιδί μου όταν γυρίζει από το σχολείο, αναρωτιέμαι σε κάθε άνθρωπο που συναντώ αν έχει κάνει το εμβόλιο, σκέφτομαι δυό και τρεις φορές πριν αποδεχτώ μια πρόσκληση για κοινωνική συναναστροφή, δεν πάω σε γάμους κι ας πλήθυναν οι κηδείες...

Πάτησε γερά το καλοκαίρι στη διάθεσή μας μα έφυγε φέτος σαν ποτέ να μην ήρθε. Ιδρώτας και καυτός ήλιος, τρελοί καύσωνες να τσουρουφλίζουν τα έτσι κι αλλιώς τεντωμένα νεύρα μας, η αψάδα της δίψας για κάτι πιο όμορφο, πιο δροσερό στη ψυχή, μια ανάπαυλα, μια ανάσα. Οι διακοπές που δεν κάναμε, τα φεγγάρια που χάσαμε, εκείνα τα παγωτά και τα μπάνια που μετράγαμε ως παιδιά αντικατάστηκαν από καθημερινές «πολεμικές» ανταποκρίσεις για τον αριθμό των κρουσμάτων και των θυμάτων.

Φθινόπωρο που σέρνεται. Που δεν είναι απαρχή για νέα πράγματα. Και από τους «κατεργάρηδες» που κάθισαν και πάλι «στον πάγκο τους» κάτι εξαγγελίες μείνανε, σα ψόφιες μύγες πάνω στο ημιθανές σώμα της Πολιτείας που ακόμη τριγυρνάει στα τουριστικά στέκια με τη μάσκα στη μούρη και σερβίρει souvlaki-mouzaka-tzatziki στα ξενόφερτα χελιδόνια...

Δεν ονειρευόμαστε πια. Δεν προγραμματίζουμε, δεν σχεδιάζουμε, δε ζούμε. Ο φόβος για το αύριο έχει καταλύσει κάθε έννοια αυτοδιάθεσης και επιλογής. Μας ποδηγετεί πλέον η πανδημία, οι μεταλλάξεις κι οι συνέπειές τους. Είλωτες στης επιβίωσης τα περίχωρα, να σπρώχνουμε τον εαυτό μας να κινηθεί, σαν τις αχτίδες στο ρολόι που χάνει κάθε τρεις και λίγο, κάποια λεπτά. Κι ενάμιση χρόνο στον έναν.

12.969 χαμένες ή «καμένες» σε οθονολαγνεία, ώρες. Κι ένα «αν» να κατατρώγει το «θα» και το «όταν» που λαχταρά η ψυχή μας. Αχαρτογράφητο το σήμερα και πως να πεις το ένα κι ένα ίσον δύο, όταν το ακορντεόν του lockdown παίζει ήδη το τέταρτο κύμα (κι ας μην είναι του... Δουνάβεως) και πάει καρφί για πέμπτο.

Βλέπω τα παιδιά να χαμογελούν και να παίζουν και με πιάνει μια ανυπόφορη νοσταλγία. Βλέπω τα λουλούδια να ανθίζουν και ζηλεύω. Βλέπω τους δείκτες να μένουν ακίνητοι στο ρολόι της ζωής μου και με πιάνει ένας τρελός θυμός γιατί ξέρω πως το κοντέρ εξακολουθεί να «γράφει» τα χρονοχιλιόμετρα που διανύθηκαν, ακόμη κι αν η πίστα είναι «παγωμένη».

Έγραφε ο Παλλάδας ο Αλεξανδρεύς:

«Άρα μη θανόντες τω δοκείν ζώμεν μόνον,

Έλληνες άνδρες, συμφορά πεπτωκότες

όνειρον εικάζοντες είναι τον βίον;

ή ζώμεν ημείς, του βίου τεθνηκότος;»

Μήπως ενώ έχουμε πεθάνει, ζούμε μόνον κατά φαντασίαν,

εμείς οι Έλληνες, που έχουμε περιπέσει σε συμφορά

νομίζοντας ότι η ζωή είναι όνειρο;

Ή ζούμε εμείς κι έχει η ζωή πεθάνει;

Δημοφιλή