Ισαβέλλα Μαργάρα: Η ιατρική, η πρώτη μικρού μήκους ταινία και το δώρο της ανθρώπινης ύπαρξης

Η γιατρός, ηθοποιός και σκηνοθέτις μιλά στη HuffPost λίγο πριν από την προβολή της ταινίας της στις Νύχτες Πρεμιέρας.
Backstage
Backstage

Γιατρός, που μέχρι το lockdown του περασμένου Μαρτίου εργαζόταν ως Παθολόγος στο δημόσιο σύστημα Υγείας της Μεγάλης Βρετανίας και σήμερα, στο Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας, ηθοποιός και σκηνοθέτις -σε θεατρικές παραγωγές που έχουν παρουσιαστεί στο Εθνικό Θέατρο, στο Bob Theatre Festival, στο Θέατρο Τέχνης, στο Bios, στο Μπάγκειον- η Ισαβέλλα Μαργάρα αποτελεί μία μάλλον ασυνήθιστη περίπτωση. Όχι μόνο για τους αυτονόητους λόγους, αλλά πρωτίστως εξαιτίας μίας αφοπλιστικής ειλικρίνειας: «Έγινα γιατρός κυρίως λόγω της μικροαστικής καταγωγής μου. Η μητέρα μου είναι γιατρός, μεγάλωσα με ένα ισχυρό πρότυπο και κουβάλησα από νωρίς στην πλάτη μου την κοινωνική προσδοκία που συνοδεύει πάντα τους έρημους σημαιοφόρους κι απουσιολόγους στα λύκεια της χώρας. Τότε δεν ήμουν σε θέση να την αντιληφθώ απολύτως. Δεν το μετάνιωσα εν τέλει που πήγα στην Ιατρική, γιατί εκτός από την βιοποριστική σχέση που έχω μαζί της, η Ιατρική μου δίνει την δυνατότητα να γνωρίσω σε βάθος και με ειλικρίνεια τους ανθρώπους -ως γνωστόν, στον γιατρό δεν λέμε ψέματα...»

Η Ισαβέλλα Μαργάρα μιλά στη HuffPost με αφορμή την πρώτη μικρού μήκους ταινία της, με τίτλο «54 / η Τυφλή Χελώνα κι η Απέραντη Θάλασσα», που διαγωνίστηκε στο 43o Φεστιβάλ Τανιών Μικρού Μήκους Δράμας και προβάλλεται την Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου στις Νύχτες Πρεμιέρας, ενώ τον Οκτώβριο θα ταξιδέψει και στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Θεσσαλονίκης.

Η τυφλή χελώνα και η ταχύτητα του δυτικού κόσμου που είναι «γεμάτη νευρώσεις», η ανάγκη να ορίσουμε εκ νέου τις ανάγκες μας, η πανδημία ως ευκαιρία να αναλογιστούμε τις επιλογές μας, αλλά και η διαπίστωση ότι η συντριπτική πλειοψηφία των γιατρών «έχει διαχρονικά μια στάση αυτοθυσίας, η οποία προϋπήρχε της πανδημίας κι η οποία στην πανδημία απλώς ενισχύθηκε...»

« Είναι μια τυφλή χελώνα που κολυμπά στον ωκεανό κι αναδύεται μια φορά κάθε εκατό χρόνια. Κάπου στον ίδιο ωκεανό, επιπλέει ένα ξύλινο στεφάνι, που παρασύρεται από τον άνεμο και τις παλίρροιες.

Όσες πιθανότητες έχει η χελώνα να περάσει κατά τύχη το κεφάλι της μέσα από το στεφάνι καθώς αναδύεται, τόσες είναι κι οι πιθανότητες να ξαναγεννηθεί κανείς ως άνθρωπος».

-Ο τίτλος της ταινίας σας προέκυψε από μια βουδιστική παραβολή, μια μεταφορά πάνω στο πολύτιμο δώρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Η πανδημία είναι απλά μία καλή υπενθύμιση -για την αξία του μοναδικού αυτού δώρου- που σε έναν χρόνο θα έχουμε όλοι πάλι ξεχάσει (ή, απαξιώσει);

Όταν είχε ξεκινήσει η πανδημία, είχε γίνει μια δημοσκόπηση στην Ελλάδα που ρωτούσε πόσο άλλαξε η ζωή σας σε συνθήκες απόλυτου λοκτνάουν. Αν θυμάμαι καλά, ένα ποσοστό μεταξύ του 30- 40% των ερωτηθέντων είχε απαντήσει: “Καθόλου”! Από αυτή την τρομακτική απάντηση, γίνεται σαφές πως ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός ανθρώπων γύρω μας ζούσε ήδη βουτηγμένος στη μοναξιά, στην υστερία και στον φόβο και δεν περίμενε τον κορονοϊό για να κλειστεί στους τέσσερις τοίχους. Είχε ήδη μπει από πριν σε οικειοθελή καραντίνα κι είχε ήδη μειώσει την αξία την ζωής στην απλή βιολογική της συνθήκη, όπου το μότο είναι “γεννιέμαι – παράγω – συντηρούμαι – αναπαράγομαι”. Δεν νομίζω πως η πανδημία θα επιδράσει λοιπόν καθοριστικά από μόνη της σε αυτούς τους ανθρώπους, γιατί στην πραγματικότητα δεν έφερε κάποια μεταβολή. Ίσως και να τους υπογράμμισε ή να επιβεβαίωσε την “ορθότητα” της ερμητικής στάσης ζωής, ως αυτοπροστατευτικό μηχανισμό ενός μικρόκοσμου, ο οποίος τώρα θα έχει και κρατική έγκριση.

Σε όσους ανθρώπους η πανδημία δεν τους βρήκε νικημένους ήδη, έφερε ένα πολύ θετικό στοιχείο όντως στο προσκήνιο: Την σκέψη της πιθανότητας του αναπάντεχου θανάτου. Όλοι ξέρουμε ότι κάποια μέρα θα πεθάνουμε, αλλά, μιας και πιστεύουμε πως αυτή η μέρα αργεί, ζούμε διαρκώς μεταθέτοντας και τελώντας μια ζωή εν αναμονή. Γερνάμε, περιμένοντας τις συνθήκες να ωριμάσουν! Η πανδημία έφερε μια τομή εδώ και μας είπε “δεν ξέρεις τί σου ξημερώνει, ό,τι είναι να κάνεις, κάντο τώρα”. Και μάλιστα, δεν μας το είπε μια μόνο φορά, αλλά φροντίζει να μας το υπενθυμίζει, μέχρι να μας γίνει βίωμα. Εδώ λοιπόν, η αναμέτρηση θα κριθεί στο πόσο θα θωρακιστούμε πνευματικά, θα δυναμώσουμε ψυχικά, θα βρούμε το θάρρος να αντιμετωπίσουμε με ψυχραιμία και ειλικρινή αυτοκριτική τη ζωή μας και τις επιλογές μας. Όσοι άνθρωποι μπορέσουν και πάρουν τις γενναίες αποφάσεις που τους παιδεύουν χρόνια, όσοι άνθρωποι αλλάξουν τη ζωή τους, όσοι νικήσουν το βόλεμα και τον αυτόματο πιλότο, όσοι δώσουν το χέρι και στον διπλανό τους να σηκωθεί, αυτοί οι άνθρωποι θα κατακτήσουν και ένα σκαλί παραπάνω στην ύπαρξη. Αυτό, άπαξ και συμβεί, δεν μπορεί μετά να ξεχαστεί.

-Γράφετε «ότι σας απασχολεί η επιβράδυνση ως προϋπόθεση πνευματικότητας αλλά και φυσικής επιβίωσης». Ναι, αλλά πώς, όταν η κατ’ αρχήν παράμετρος στη λειτουργία του σύγχρονου κόσμου είναι η ταχύτητα, μπορεί να έχει κανείς την πολυτέλεια της επιβράδυνσης και να μην σταματάει να τρέχει όπως η ηρωίδα σας;

Η ταχύτητα του δυτικού χρόνου είναι γεμάτη νευρώσεις. Το διαρκές και ακατάπαυστο τρέξιμο, η εμμονή με τις καριέρες, η εμμονή των πολυεθνικών με τις παραγωγικότητες και την ανάπτυξη, είναι φαινόμενα ξένα προς τους φυσικούς ρυθμούς της ζωής. Εδώ λοιπόν πρέπει να ξαναορίσουμε τί είναι ανάπτυξη. Εγώ θα υπερασπιστώ ότι πλέον χρειαζόμαστε απο-ανάπτυξη, όπως χρειαζόμαστε επειγόντως και απο-κατανάλωση. Δεν έχουμε ανάγκη να διαλέξουμε από 100 διαφορετικά είδη σαμπουάν στο σούπερ μάρκετ, ενώ όλα κάνουν την ίδια δουλειά- έχουμε ανάγκη από ένα σαμπουάν. Δεν έχουμε ανάγκη από νέες τουριστικές εγκαταστάσεις all inclusive, έχουμε ανάγκη από παρθένα δάση κι από θάλασσες χωρίς ξαπλώστρες και μπίτια, όπου θα μπορούν οι χελώνες να γεννήσουν τα αυγά τους και να βρουν το βράδυ τα χελωνάκια το δρόμο τους προς την θάλασσα με οδηγό το φως του φεγγαριού, χωρίς να τις αποπροσανατολίζουν τα φώτα των κλαμπ. Ίσως αν αφουγκραστούμε ήσυχα την ενστικτώδη πορεία αυτών των ζώων, να βρούμε κι εμείς τον στόχο μας, που τον έχουμε χάσει. Έχουμε ανάγκη να φοράμε τα ρούχα μας μέχρι να παλιώσουν κι όχι να αγοράζουμε κάθε βδομάδα κι από ένα ακόμα μπλουζάκι, ραμμένο σε μια βιομηχανία με εργαζόμενα 14χρονα στο Μπαγκλαντές. Έχουμε ανάγκη το χώμα, έχουμε ανάγκη το συλλογικό βίωμα, να κάτσουμε μαζί να φάμε, να τραγουδήσουμε, να ξαναβρούμε την φροντίδα και την αγάπη για τα πράγματα με τα οποία καταπιανόμαστε. Αν ορίσουμε εκ νέου τις ανάγκες μας, θα ορίσουμε εκ νέου και τον χρόνο μας.

«54 / η Τυφλή Χελώνα κι η Απέραντη Θάλασσα»
«54 / η Τυφλή Χελώνα κι η Απέραντη Θάλασσα»

-Πώς και πότε αποφασίσατε να στρέψετε το βλέμμα στη σκηνοθεσία; Συνέβη κατά τη διάρκεια των σπουδών σας στην ιατρική; Υπήρξε κάποιο γεγονός, που ενεργοποίησε, πυροδότησε εντός σας τα πράγματα;

Η συνάντηση ήταν με τον αργό χρόνο! Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μονίμως είχα μαθήματα, σχολές, εξεταστικές. Μία και μοναδική φορά στη ζωή μου, πριν ξεκινήσω την ειδικότητα της παθολογίας, βρέθηκα για λόγους αναμονής με αρκετούς μήνες στα χέρια μου χωρίς κάποια πιεστική συνθήκη. Δεν δούλευα, δεν είχα σχολή, δεν είχα άλλες υποχρεώσεις. Βρέθηκα με μερικούς μήνες εντελώς διαθέσιμους στα χέρια μου. Έκανα δύο μεγάλα ταξίδια. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου, είχα τον χρόνο να αναλογιστώ με ειλικρίνεια τις επιλογές μου. Εκεί λοιπόν, άρχισα εντελώς διαισθητικά, να ασχολούμαι με την υποκριτική. Κι ακαριαία, ένιωσα ότι κάτι αρχίζει να αλλάζει. Να γίνομαι πολύ πιο ανοιχτή, πιο διαθέσιμη, να ενεργοποιούμαι. Η ενασχόλησή μου με την υποκριτική κι η ανάγκη μου να συναντηθώ με κάτι που διαισθανόμουν ότι υπάρχει, με οδήγησε να προσεγγίσω θεατρικούς σκηνοθέτες όπως τον Θεόδωρο Τερζόπουλο και ηθοποιούς όπως τον θρυλικό ηθοποιό του θεάτρου Νο και μετέπειτα συνεργάτη του Πίτερ Μπρουκ στο Παρίσι, τον Γιόσι Όιντα. Μελετώντας τους, γνώρισα αυτή την πιο ανατολίτικη σκέψη του τελετουργικού θεάτρου, που, μέσα στη βραδύτητά του πάντα έχει σκοπό και μέσα στην γεωμετρία του, πάντα έχει βάθος, πάθος και μέγεθος. Η υποκριτική ήταν αυτή που με οδήγησε σταδιακά στη σκηνοθεσία, όταν συνειδητοποίησα ότι έχω ανάγκη να σχεδιάσω όχι μόνο ένα νέο σώμα, αλλά κι έναν κόσμο για να κατοικήσει αυτό το σώμα.

Κωνσταντίνα Τάκαλου
Κωνσταντίνα Τάκαλου

-Γιατί γίνατε γιατρός;

Η ειλικρινής απάντηση είναι πως έγινα γιατρός κυρίως λόγω της μικροαστικής καταγωγής μου. Η μητέρα μου είναι γιατρός, μεγάλωσα με ένα ισχυρό πρότυπο και κουβάλησα από νωρίς στην πλάτη μου την κοινωνική προσδοκία που συνοδεύει πάντα τους έρημους σημαιοφόρους κι απουσιολόγους στα λύκεια της χώρας. Τότε δεν ήμουν σε θέση να την αντιληφθώ απολύτως. Δεν το μετάνιωσα εν τέλει που πήγα στην Ιατρική, γιατί εκτός από την βιοποριστική σχέση που έχω μαζί της, η Ιατρική μου δίνει την δυνατότητα να γνωρίσω σε βάθος και με ειλικρίνεια τους ανθρώπους – ως γνωστόν, στον γιατρό δεν λέμε ψέματα. Επίσης, η Ιατρική μου απάντησε σε όλα τα ερωτήματα περί “χρησιμότητας” στον κοινωνικό μου ρόλο. Ωστόσο, κάποια στιγμή, η συμβολή μου στην παράταση του προσδόκιμου ζωής ενός ανθρώπου με έκανε να διερωτηθώ τί σημασία έχει άραγε να ζούμε περισσότερο αν δεν πρόκειται να ζούμε διαφορετικά. Κι εκεί, η σκηνοθεσία και η τέχνη με σκούντηξαν και πάλι στον ώμο, ως άγγελοι μιας Αποκάλυψης.

-Οι γονείς σας, οι αγαπημένοι σας, πώς αντέδρασαν με την απόφαση σας; Εννοώ, όταν ο στόχος είναι τόσο υψηλός, όσο στην περίπτωση της ιατρικής, ο,τιδήποτε άλλο μοιάζει με περισπασμό.

Με τους γονείς μου υπήρξε μεγάλη διαπάλη, που βρίσκεται διαρκώς σε εξέλιξη, αν και πλέον σε άλλη βάση. Ωστόσο, οι ίδιοι οι γονείς μου είναι που μου εμφύσησαν στην πραγματικότητα την αγάπη για την τέχνη, γιατί μεγάλωσα σε ένα σπίτι που δεν υπάρχει τοίχος που να μην είναι καλυμμένος από πίνακες ζωγραφικής, γιατί ήταν αδιαπραγμάτευτη στο μεγάλωμά μας η απόκτηση μουσικής παιδείας, γιατί μέσα στο σπίτι υπήρχαν υπογραμμισμένα βιβλία του Αϊζενστάιν και του Μπρεχτ. Η αγωνία τους έχει προφανώς να κάνει με το άγχος της οικονομικής μου επιβίωσης. Εμπεριέχει όμως και μια παγιωμένη ιδέα, κατά τη γνώμη μου σύμφυτη με την καπιταλιστική παραγωγή, ότι μπορείς να είσαι καλός μόνο σε ένα πράγμα. Εγώ αυτή την ιδέα την απορρίπτω. Ίσα ίσα, πλέον γίνεται προφανές ότι υπάρχει ανάγκη να ξεφύγουμε από την εμμονή στην εξειδίκευση και να επανέλθουμε σε ένα ολιστικό πρότυπο ανθρώπου, που θα έχει ένα πιο ευρύ πνευματικό πεδίο, θα κοιτάει το δάσος και όχι το δέντρο, που δε θα ορίζεται από έναν ρόλο ″γραναζιού″ στην παραγωγική διαδικασία, αλλά θα αποκτά εποπτεία όλης της ζωής. Κι εν πάση περιπτώσει , η όποια αναγκαία κατάδυση στο ειδικό, θα προϋποθέτει στο τέλος την ανάδυση στο κύριο. Αυτή η τάση υπάρχει ακόμα και στις επιστήμες, μεταξύ των οποίων και η Ιατρική.

Εγώ στην πορεία αυτή πάντως, κατάλαβα ότι το πιο δύσκολο είναι να πείσεις τον εαυτό σου για τις επιλογές σου. Εσύ είσαι ο πιο δύσκολος κριτής σου. Η αντίδραση των άλλων στην πραγματικότητα δοκιμάζει τις δικές σου αντοχές και την δική σου πραγματικότητα. Άπαξ και πείσεις τον εαυτό σου, οι άλλοι θα πεισθούν από την σθεναρότητα της δικής σου πίστης. Λειτουργούμε διά του παραδείγματος και μόνο. Για του λόγου το αληθές, ένας φίλος μου με τον οποίο είχαμε κάνει κατά καιρούς πολλές συζητήσεις για τα παραπάνω κι ο οποίος μάλιστα είχε και συμβολή ως συνεργάτης στην ταινία “54 / Η Τυφλή Χελώνα κι η Απέραντη Θάλασσα”, μου έστειλε χτες ένα μήνυμα ότι έκανε τελικά αυτό για το οποίο έψαχνε χρόνια το κουράγιο: παραιτήθηκε από τον στρατό και μετακόμισε στη Γαλλία, όπου ξεκίνησε μια καινούργια ζωή. Το βρήκα βαθιά συγκινητικό.

-Έχετε εργαστεί στο Νοσοκομείο Αττικόν και στο Ωνάσειο, ενώ σήμερα εργάζεστε στο Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας. Δεν μπορώ να μην σας ρωτήσω πώς είναι μία τυπική ημέρα σας εν μέσω πανδημίας. Και επίσης, πόσο δύσκολο είναι για έναν γιατρό να διαχειριστεί και ο ίδιος προσωπικά μία τόσο έκτακτη συνθήκη;

Αφού τα συζητάμε αυτά, να σας πω κατ′ αρχήν πως υπάρχει μια τεράστια ανάγκη για αιμοδοσία στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, αφενός γιατί υπάρχει μεγάλη αύξηση των νοσηλειών και αφετέρου γιατί πολλοί αιμοδότες, υπό τον φόβο του κορονοϊού, θέλουν δικαιολογημένα να αποφύγουν την επαφή με τα νοσοκομεία. Τώρα εργάζομαι στην καινούργια αίθουσα του Κέντρου Αιμοδοσίας στο Αιγάλεω που είναι η πρώτη στην Ελλάδα εκτός νοσοκομείων και μπορούν όλοι να έρθουν με ραντεβού, χωρίς κανέναν κίνδυνο. Με μια αιμοδοσία, βοηθάνε τρεις νοσηλευόμενους με τα παράγωγα του αίματός τους – καθόλου άσχημα να μπορείς να σώσεις ενδεχομένως 3 ανθρώπους με 15 λεπτα από τον χρόνο σου! Η δική μου θέση εκεί είναι μακράν η πιο ήπια εργασιακά σε σχέση με το τί έχω συνηθίσει – προφανώς και περιλαμβάνει νέα μέτρα προστασίας λόγω της επαφής με μεγάλο αριθμό ανθρώπων, χωρίς αυτό να αποτελεί πρόβλημα. Μέχρι το λοκντάουν του Μαρτίου, εργαζόμουν ως Παθολόγος στο δημόσιο σύστημα υγείας της Μεγάλης Βρετανίας και παλιότερα, όπως αναφέρατε, στο Ωνάσειο και στο Αττικόν -ειδικά στο τελευταίο, οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα σκληρές. Οι γιατροί στο δημόσιο σύστημα υγείας βρίσκονται σε ένα διαρκές burn out, συντηρούν ολόκληρα νοσοκομεία χωρίς καμία πολιτική και οικονομική στήριξη επί δεκαετίες, με απάνθρωπα ωράρια και με αδιανόητες ελλείψεις υλικού κι ανθρώπινου δυναμικού. Η συντριπτική πλειοψηφία γιατρών έχει διαχρονικά μια στάση αυτοθυσίας, η οποία προϋπήρχε της πανδημίας κι η οποία στην πανδημία απλώς ενισχύθηκε. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια στον χώρο ως προς το τί εντοπίζει ως αιτία των δεινών. Μια μερίδα γιατρών συμμερίζεται την κυβερνητική θέση περί “ατομικής ευθύνης” των πολιτών ενώ μια άλλη, αισθάνεται προδομένη, γιατί χόρτασε από χειροκροτήματα κι ευχολόγια, ενώ το μόνο που έχει στην πραγματικότητα ανάγκη είναι μια σοβαρή πολιτική απόφαση στήριξης στην πράξη κι όχι στα χαρτιά.

Info

«54 / η Τυφλή Χελώνα κι η Απέραντη Θάλασσα» της Ισαβέλλας Μαργάρα

Με τους Ανδρέα Κωνσταντίνου και Κωνσταντίνα Τάκαλου.

Σύνοψη: Μια γυναίκα που δε σταματάει να τρέχει. Ένας άγνωστος άνδρας που ξέρει τα πάντα για τη ζωή της. Μια καρφίτσα χελώνα. Μια απρόβλεπτη συνάντηση στο ασανσέρ που ανεβαίνει προς τον 54o όροφο -αλλά μας βγάζει όλους αλλού.

Νύχτες Πρεμιέρας

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου, Αίγλη Ζαππείου, ώρα 19:30.

Δημοφιλή