Μια συζήτηση του Θάνου Μικρούτσικου με τον Γιώργο Καραμπελιά
.
.

Μια συζήτηση του Θάνου Μικρούτσικου με τον Γιώργο Καραμπελιά από το Άρδην τ. 19-20 Απρίλιος – Ιούνιος 1999

Η συζήτηση που μέρος της αναπαράγουμε εδώ, λόγω της πολύ μεγάλης έκτασής της, καταδεικνύει πως ο Μικρούτσικος υπήρξε ένας άνθρωπος με βαθύτερο αισθητικό και πολιτικό αισθητήριο. Η συνέντευξη δόθηκε από τον Θάνο Μικρούτσικο σε μία στιγμή όπου ένα τμήμα της αριστερής διανόησης, κυρίως των καλλιτεχνών, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν έξω από κόμματα και κάτω από την επίδραση των κινητοποιήσεων ενάντια στην παράδοση Οτσαλάν και τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία έδειχνε τάσεις μιας ριζοσπαστικοποίησης προσανατολισμένης σε πατριωτική κατεύθυνση.

Γιώργος Καραμπελιάς: Θάνο, τι ήταν εκείνο που σε ώθησε να μετάσχεις ενεργά στην κινητοποίηση για τον Οτσαλάν και στη συνέχεια στην κινητοποίηση κατά των βομβαρδισμών;

Θάνος Μικρούτσικος: Κοίταξε! Σε όλη την πορεία αυτών των χρόνων θα πρέπει κανείς να εξηγήσει το γιατί η γενιά η δικιά µας, όπου και εσύ ανήκεις, πέρα από κάποιες κυριολεκτικά λίγες εξαιρέσεις όπως εσύ, είτε απομονώθηκε ή επέστρεψε σε έναν προσωπικό χώρο, όπου ο καθένας λειτουργούσε ως πολίτης. Πιστεύω ότι κατά τη δεκαετία του ᾿80 άρχισε να επικρατεί µια λογική εξευρωπαϊσμού, και ως εκ τούτου, σιγά-σιγά, οι μεγάλες συγκεντρώσεις, όπως οι προδικτατορικές αλλά και εκείνες της μεταπολίτευσης, αντικαταστάθηκαν από τα διάφορα τηλεοπτικά πάνελς, και γενικότερα ο ενεργός πολίτης παρεχώρησε τη θέση του σε έναν παθητικό δέκτη. Έτσι, σε αντίθεση µε παλιότερες εποχές, δημιουργήθηκε στους διανοουμένους η τάση για την αναζήτηση προσωπικών διεξόδων...

Πιστεύω, και δεν αναφέρομαι µόνο σ’ εμένα, ότι η υπόθεση Ότσαλάν υπήρξε ένα σημείο τομής, µε τον τρόπο που ενόχλησε τη φιλοτιμία µας.

Γ.Κ. Τα είχαμε δώσει όλα αλλά όχι και το φιλότιμο!

Θ.Μ. Ακριβώς, είχαν δοθεί όλα, αλλά όχι και αυτό… Πιστεύω ότι, ειδικότερα στο θέμα του Οτσαλάν, φάνηκε µια παραδοσιακή φιλία προς τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, ιδιαίτερα µε τους Κούρδους, δεδομένου ότι έχουμε και την κοινή αντίθεση προς την Τουρκία. (Πρέπει να σου πω εδώ ότι, όσον αφορά το πολιτικό σύστημα, από το δεδομένο πολιτικό σκηνικό δεν αναμένεται καμία ουσιαστική αλλαγή και αυτό είναι για µένα 100% δεδομένο τώρα, και το λέω µε κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα, δεδομένου ότι διετέλεσα και υπουργός της Κυβέρνησης Παπανδρέου).

Υπενθυμίζω επίσης ότι, πριν από 6-7 μήνες, τα 2/3 της Βουλής είχαν υπογράψει να δοθεί άσυλο στον Οτσαλάν και, ξαφνικά, παραδίδεται µε τον ένα ή άλλο τρόπο από την ελληνική κυβέρνηση…

Νομίζω ότι αυτό εξηγεί γιατί εμείς βρεθήκαμε στο δρόμο. Δεν ήταν µόνο η δική µας αντίδραση αλλά ήταν και μια πρωτόγνωρη, για τα τελευταία χρόνια, αντίδραση του κόσμου, γιατί, αν θέλεις, έφτασε ο κόμπος στο χτένι… Ο κόσμος που ήρθε στην συναυλία και ο οποίος υπερέβαινε τους 100.000-120.000, µας πλησίασε στο τέλος και, ξεπερνώντας το θέμα για το οποίο είχαν έρθει, τόνιζε το γεγονός ότι ξαναβρεθήκαμε μαζί. Δηλαδή, έμπαινε και το θέμα ότι, επιτέλους, έσπασε η απομόνωση των τελευταίων χρόνων και ξαναβρεθήκαμε μαζί… Και αυτό το «ξαναβρεθήκαμε μαζί» αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό για να συνεχίσουμε. Βέβαια κανείς δεν υπολόγιζε ότι λίγο µετά τη συναυλία θα άρχιζε το γιουγκοσλαβικό.

Γ.Κ. Δηλαδή, υπάρχει ένας επαναπροσδιορισμός µε ριζικά διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση µε το ᾿74, όπου εμείς συναντούσαμε τη δημοκρατική Δύση, ενώ τώρα, και σε σχέση µε τον Οτσαλάν, υπήρξε μια αχαρακτήριστη συμπεριφορά εκ μέρους των δυτικών, ακόμη και των δυτικών κινημάτων, πόσο μάλλον µε τη Σερβία.

Θ.Μ. μέσα σε 25 χρόνια τι συνέβη; Συνέβη να πλανιέται σαν φάντασμα ένα αεροπλάνο πάνω από την Ευρώπη το οποίο δεν μπορούσε να προσγειωθεί πουθενά (µου θυμίζει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο του Μαρξ και το φάντασμα που πλανάται πάνω από την Ευρώπη). Μια Ευρώπη στην οποία οι 13 από τις 15 κυβερνήσεις εκ τύχης ήταν «σοσιαλδημοκρατικές» ή «σοσιαλιστικές» και που σε κάθε περίπτωση αποτελούνταν από παιδιά του Μάη και της δικιάς µας γενιάς.

Προσωπικώς, αν και δεν είμαι ο τυπικότερος Ευρωπαίος, έχω ευρωπαϊκή κουλτούρα, αλλά πάλεψα από την εποχή του ᾿75, ενάντια σε µια άκριτη προσπάθεια εγκατάλειψης της μουσικής και του τραγουδιού στην παράδοσή µας, που τότε ήταν µια πάλη μεταξύ του εθνικού µε το ξένο, και στήριξα, ορθώς κατά τη γνώμη µου, το καλό τραγούδι από όπου και αν προερχόταν, διότι υπήρχε ένας λαϊκισμός που προσεταιρίζετο την παράδοση: τότε, εν τούτοις, ουδέποτε υπήρξα υπέρμαχος της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρώπη και έβλεπα τα πράγματα πιο σύνθετα από αυτό το απλοϊκό σχήμα. Έτσι, ενοχλήθηκα πάρα πολύ από τη στάση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στο θέμα Οτσαλάν... Δεν το συνηθίζω, αλλά θα αναφερθώ σ᾿ ένα από τα πιο δημοφιλή µου τραγούδια (το λέω ορμώμενος από αυτά που είπες για τη σιωπή, συμφωνώντας μαζί σου απόλυτα σ᾿ αυτό το θέμα), σε στίχους Άλκη Αλκαίου, το οποίο έχει ένα δίστιχο που πιστεύω ότι εκφράζει αυτές τις δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές, δηλαδή εκείνη του ᾿60 και του ᾿70 και τη χρονική στιγμή τη σημερινή, «πώς η ανάγκη γίνεται Ιστορία, πώς η Ιστορία γίνεται σιωπή».

Γ.Κ. Βλέπω ότι υπάρχει µια διχοτόμηση που εκφράζεται και στο γεγονός ότι την αντίθεση προς τις κυβερνητικές επιλογές την εξέφρασαν καλλιτέχνες και λογοτέχνες και όχι κάποιο άλλο κομμάτι διανοουμένων ή πολιτικών, όπως οι κοινωνιολόγοι, οι φιλόλογοι ή οι φιλόσοφοι. Ήταν το κομμάτι που είναι πιο κοντά στην ψυχή του Έλληνα.

Θ.Μ. Βεβαίως, διότι οι υπόλοιποι κινούνται σε δύο κατηγορίες, όπως πολύ ωραία το λέτε στο περιοδικό σας, τους διανοούμενους «υπηρεσίας», κι ένα άλλο κομμάτι, όπως είπες, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι οι οποίοι βρέθηκαν, στην καλύτερη περίπτωση, σε πλήρη αμηχανία. Κατέρρεε το οικοδόμημά τους. Ως εκ τούτου άλλοι προσπαθούν να σώσουν το οικοδόμημα, να ψελλίσουν δικαιολογίες, άλλοι είναι αμήχανοι μπροστά σ᾿ αυτήν την κατάρρευση. Εμείς που παίξαμε µε την ψυχή και την καρδιά τη δική µας και του κόσμου, ευκολότερα τον εκφράσαμε.

Γ.Κ. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση Θεοδωράκη, που η πολιτική του ανάλυση, για το ιδεολόγημα της ελληνοτουρκικής φιλίας, τον οδήγησε στη θέση που πήρε για τον Οτσαλάν, όπου στήριξε αποφασιστικά τις επιλογές της κυβέρνησης Σημίτη, και όταν λειτούργησε σε ένα άλλο επίπεδο, ως καλλιτέχνης που έχει σχέση µε τον κόσμο, µας δίνει αυτό το άλλο που µας βγάζει τώρα. Δε μ’ ενδιαφέρουν οι προσωπικές τακτικές, μπορεί να υπάρχουν, αλλά είναι δευτερεύον για μένα.

Θ.Μ. Έχεις απόλυτο δίκιο διότι, και πέραν ειδικών περιπτώσεων, ο Μίκης είναι µια ειδική περίπτωση, ακόμα και για πρόσωπα που προσωπικά δεν εκτιμώ και βρέθηκα μαζί τους, είδα σε όλους ανεξαιρέτως από λίγο έως πολύ, μια γνήσια έξαρση την οποία δεν μπορώ να θυμηθώ σε προηγούμενες περιπτώσεις. ….

Θ.Μ. Μην πάμε μακριά. Εγώ θα μιλήσω για τον εαυτό µου. Εγώ είμαι καταρχήν όχι απλώς δυτικοθρεμµένος μουσικός…

Γ.Κ. Όσο δυτικοθρεμμένος έχω υπάρξει και εγώ…

Θ.Μ. Εγώ έχω ερωτευτεί µε τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Μπετόβεν. Έχω διαβάσει και έχω ερωτευτεί τη “Μαντάμ Μποβαρύ” του Φλωμπέρ. Ένα από τα λίγα πράγματα που θυμάμαι από τα χρόνια της δικτατορίας, είναι να βρέχει και εγώ να ακούω σονάτες του Μπετόβεν και να διαβάζω Φλωμπέρ, την ίδια στιγμή που την επόμενη μέρα πήγαινα και έριχνα προκηρύξεις. Δηλαδή, θέλω να σου πω ότι είμαι εντελώς δυτικοθρεμμένος. Αρχίζω, εδώ και 10, 12 χρόνια, από μέσα µου και ανακαλύπτω τις αρετές του ζεϊμπέκικου διαχρονικά. Αρχίζω και ανακαλύπτω, όχι ως γενίτσαρος, αυτό είναι πολύ ουσιαστικό που σου λέω, και γι’ αυτό ίσως έγραψα και κάποια ωραία τραγούδια, γιατί αν ήμουν γενίτσαρος θα έμεναν στην επιφάνεια. Αρχίζω και ανακαλύπτω το άλλο πρόσωπο, το ξεχασμένο και σε μένα εντελώς, και αυτό δείχνει ένα τεράστιο πλούτο …

Γ.Κ. Υπάρχει µια ρήξη µε ένα σύστημα που ήταν µέχρι τώρα δυτικοκεντρικό. Διότι δεν ήταν καν δυτικό. Όταν ένα πράγμα είναι δάνειο, δεν το παράγεις, δεν είναι ποτέ πραγματικά δικό σου… Δηλαδή στην Ελλάδα δεν είχαμε µια σκέψη δυτική, είχαμε µια κακοχωνεμένη αναπαραγωγή.

Θ.Μ. Έτσι είναι, Γιώργο. Το γεγονός δηλαδή ότι ξαφνικά βγαίνει ο Χριστόδουλος αρχιεπίσκοπος και μέσα σε λίγους μήνες, και μάλιστα μιλώντας μάλλον µε λάθος τρόπο τον πρώτο καιρό, ενώ τώρα οι θέσεις που παίρνει είναι σαφώς πολύ σωστότερες, βλέπεις να είναι ο πρώτος Έλληνας στις δημοσκοπήσεις. Έτσι δεν είναι; Ξεπερνάει τους πάντες, 70% -75%. Τούτο δείχνει ακριβώς αυτό που λες µόνο που εγώ εντοπίζω έναν κίνδυνο: μήπως αυτό είναι στην επιφάνεια των πραγμάτων και μήπως η ίδια η ιστορία του Χριστόδουλου –γιατί εγώ δεν μένω στο τι ήταν ο Χριστόδουλος το ’74, αλλά δεν μπορώ και να παραβλέψω το γεγονός ότι ο Χριστόδουλος ήταν χουντικό πρόσωπο– και μάλιστα όλη αυτή του η ανέλιξη ήταν µε δύο άλλα πρόσωπα της εκκλησίας που είχαν παίξει σαφέστατα ένα ρόλο αντιδραστικό, μιλώ για τον Καλλίνικο και τον Αμβρόσιο. Αυτά τα πράγματα µε φοβίζουν. Βέβαια δεν θα τολμούσα σήμερα να τα ισχυριστώ δεδομένων των θέσεων στο πολύ σημαντικό θέμα που κυριαρχεί, το θέμα το Σερβικό, που η εκκλησία πιστεύω, στο ένα τουλάχιστον σκέλος, πήρε πολύ σωστές θέσεις.

.
.

Γ.Κ. … Η ελληνική διανόηση, Θάνο, έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο είναι το εξής: στην Ελλάδα ο Βελουχιώτης ήταν ο ήρωας, ο Καπετάνιος της αντίστασης, και ποτέ ο γραμματέας του ΚΚΕ. Ο Καραϊσκάκης δεν ήταν ο Μαυροκορδάτος. Δεν είχαμε τον Μπολιβάρ εμείς, δηλαδή έναν ηγέτη που να είναι ταυτόχρονα και ο ήρωας της επανάστασης.

Θ.Μ. Έχεις απόλυτο δίκιο. Η Δύση ήταν αυτή που είχε τις θέσεις, που παρήγαγε ιδεολογία, οι ήρωες όμως ήταν φτωχολογιά.

Γ.Κ. Αυτή η αντίφαση της ελληνικής πραγματικότητας, η οποία είναι πάρα πολύ βαθιά, και κατά τη γνώμη µου µόνο όταν κάποτε την ξεπεράσουμε θα είμαστε ολοκληρωμένοι, δηλαδή θα μπορούμε να πούμε ότι κάπου βαδίζουμε, όταν θα έχουμε ήρωες οι οποίοι να μπορούν να σκέφτονται, να διανοούνται και να παίζουν ηγετικό ρόλο. Αυτή είναι η μεγάλη αντίφαση που έχουμε και γι’ αυτό βλέπεις να εκδηλώνεται µε τον τρόπο της ψυχής, µε την πίστη δηλαδή, µε µορφές που η διανόηση και η κουλτούρα η υψηλή, δεν τις ενσωμάτωνε, κινούνταν σε άλλα πεδία….

Θ.Μ. Τα τελευταία εκατό χρόνια, αρχής γενομένης από την κλασική μουσική, πριν από τη Σοβιετική Ένωση, απ’ τη Ρωσία, το μεγάλο αίτημα ανανέωσης της κλασικής μουσικής ήταν πως θα συνδυαστεί µια φόρμα, που ήδη είχε διακόσια χρόνια ζωής στις δυτικές μητροπόλεις, κυρίως στη Γερμανία αλλά και στην Αγγλία, την Ιταλία και τη Γαλλία, µε χαρακτηριστικά λαϊκής μουσικής. Είχαμε πέντε στη Ρωσία που ξεκίνησαν αυτή την ιστορία. Ήρθε αμέσως µετά και στην Ελλάδα µε τον Καλομοίρη και τους υπόλοιπους… Το μέγα πρόβλημα δεν είναι της μίξης. Βεβαίως, και για χώρες όπως η Ελλάδα, δεν τίθεται θέμα ότι η πραγματική έκφραση είναι μίξη στοιχείων. Αυτό είναι δεδομένο. Αλλά αυτό έχει γίνει εδώ και 100-150 χρόνια. Το πρόβλημα είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις γινότανε µε ένα επιφανειακό τρόπο περισσότερο ποσοτικό και περισσότερο από την άποψη του περιεχομένου. Δηλαδή, έπαιρνε ένας συνθέτης σε µια φόρμα καθαρά δυτική, φόρμα συμφωνία, φόρμα σονάτα, ένα δημοτικό τραγούδι και το έβαζε στο φλάουτο που παιζότανε. Κατά τη γνώμη µου αφελές. Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν είδε πως θα προκύψει µια φόρμα μίξης η οποία αυτόματα δένεται µε ένα περιεχόμενο και δημιουργεί τη νέα έκφραση. Γι’ αυτό εκείνο που θα εκφράσει καλλιτεχνικά, στη μουσική για παράδειγμα, τη σημερινή πραγματικότητα, µε τα σημερινά αιτήματα, µε τη σημερινή ρήξη, θα πρέπει να µην περιοριστεί σε 40% ανατολική μουσική και 50% δυτική μουσική. Είναι ό,τι πρέπει για να φτιάξει µια συνταγή, αν μιλούσαμε για φαγητό, η οποία να έχει χαρακτηριστικά ένθεν κακείθεν, αλλά δεν δημιουργείται µια καινούργια σάλτσα. Κυριολεκτικά µια καινούργια σάλτσα. Αυτό είναι ένα αίτημα, είναι ένα στοίχημα πολύ δύσκολο και δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί ποτέ στην Ελλάδα. Και ο Θεοδωράκης που είχε προσεγγίσει σε µία κρίσιμη περίοδο, συνειδητά ή ασυνείδητα δεν µε ενδιαφέρει (εγώ πιστεύω περισσότερου ασυνείδητα), το θέμα και στα μεγάλα ενδιάμεσα έργα του -Canto central, «Κατάσταση Πολιορκίας» ή «Άξιον εστί»- βλέπεις ότι ξεκινάει ένα κομμάτι που θα μπορούσε να ήταν ένα κομμάτι κλασικής μουσικής, που θα μπορούσε να το έχει γράψει στο Παρίσι, ακολουθεί ένα χασάπικο που έπρεπε να το έχει γράψει εδώ, ακολουθεί ένα άλλο… δηλαδή παράθεση διαφορετικών πραγμάτων· δεν είναι αυτό η λύση. Για να μην παρεξηγηθώ βέβαια όλα αυτά είναι εξόχως θετικά.

στην Ελλάδα παρασυρθήκαμε και θεωρήσαμε ότι λύθηκε το πρόβλημα εξαιτίας ορισμένων κειμένων που μελοποιήθηκαν. Όμως το τραγούδι δεν είναι το κείμενο που μελοποιείται. Στο τραγούδι, που είναι μουσική και λόγος, µετά τη μελοποίησή του δεν λειτουργεί ο λόγος όπως πριν τη μελοποίησή του. Και κάνουνε το λάθος όλοι να εξετάζουνε µετά τη μελοποίηση χωριστά τα πράγματα.

Δεν είναι έτσι. Το κείμενο µετά τη μελοποίηση είναι άλλο κείμενο. Αυτό είναι σαφές. Αλλιώς, αν δεν είναι άλλο, δεν υπάρχει μελοποίηση επί της ουσίας. Η φόρμα είναι µια κοινωνική εμπειρία αποκρυσταλλωμένη, δεν είναι ένα εξωτερικό περίβλημα. Παράδειγμα που θα σου αρέσει. Δεν είναι ο Ρωμανός ο Μελωδός ο καλύτερος. Ο καλύτερος είναι ο Κουκουζέλης. Κι αυτό είναι δεδομένο.

Όμως έχει µια φόρμα τόσο περίπλοκη, η οποία εμπλέκεται µε το κείμενο σε τέτοιο βαθμό και δημιουργεί. Είναι ο πρώτος τζαζίστας ο Κουκουζέλης κι αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο. Άμα δεις προσεκτικά, είναι ένας άνθρωπος που είχε λύσει το πρόβλημα σε ανύποπτο χρόνο. Και είναι ένας άνθρωπος που τον κρατήσανε οι ίδιοι οἱ Βυζαντινοί και οι ίδιοι οι παραδοσιακοί θαμμένο... Δεδομένου ότι η φόρμα είναι µια κοινωνική εμπειρία αποκρυσταλλωμένη, δεν μπορούμε να την ξεχωρίσουμε από το περιεχόµενο…

Η εθνική µας σχιζοφρένεια

Γ.Κ. Για να ξανάρθουµε στα τρέχοντα. Έχουμε µία παράλληλη εξέλιξη των Ελλήνων, σχιζοφρενική θα έλεγα. Έχουμε µια σχιζοφρένεια του Έλληνα. Αισθάνομαι ότι αυτό είναι ένα δομικό µας στοιχείο.

Θ.Μ. Άρα έχει δίκιο ο Ανδριανόπουλος.

Γ.Κ. Έχει δίκιο ότι είμαστε σχιζοφρενείς. Εγώ το πιστεύω. Αλλά το αποτιμώ και θετικά. Δεν είμαστε μονομανείς. Ο επικίνδυνος είναι ο μονομανής. Η κουλτούρα µας είναι κουλτούρα συνόρων, είμαστε ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Τι να κάνουμε; Δεν είμαστε ούτε ανατολή ούτε δύση.

Θ.Μ. Πας σ᾿ ένα νησί του Αιγαίου κι ακούς αραβούργηµα, και πας σ᾿ ένα νησί του Ιονίου 100 χλμ. πιο πέρα κι ακούς καντάδα.

Γ.Κ. Αυτό δείχνει ότι είμαστε σχιζοφρενείς, αλλά αυτό είναι απολύτως δημιουργικό. Εμποδίζει τον ολοκληρωτισμό.

Θ.Μ. Συμφωνούμε απολύτως.

Γ.Κ. Γι’ αυτό δεν έχουμε κάνει γενοκτονίες, κατά τη γνώμη µου, ποτέ. Όπως όλοι οι λαοί, έχουμε κάνει πράγματα για τα οποία θα έπρεπε να ντρεπόμαστε. Αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητά µας, μάς κάνει να µη μπορούμε ποτέ, για το Καλό και για το Κακό, να οδηγούμε στην άκρη τα πράγματα. Δεν τα τελειώνουμε.….

Θ.Μ. Είναι ένα στοίχημα. Ποιόν ανθρωπισμό μπορεί να προτείνει η Ελλάδα σήμερα, µετά την κατάρρευση του δυτικού μοντέλου ανθρωπισμού. Και σ᾿ αυτό μπορεί ένα μεγάλο κομμάτι των διανοουμένων, δεν εννοώ τους διανοούμενους υπηρεσίας, να έχει πάθει την πλάκα του, διότι στήριξε τα πάντα σ᾿ αυτόν τον ανθρωπισμό της Δύσης. Μιλάω για τις συμπαθητικές περιπτώσεις τώρα. Και αυτοί είτε δεν θα συνέλθουν ή θα κάνουν πολύ καιρό να συνέλθουν…

Θ.Μ. Με τι στοιχεία θα συντεθεί μπορεί κανείς να πει αλλά το πόσο εύκολα θα συντεθεί, μοιάζει πάρα πολύ δύσκολο.

Γ.Κ. Είναι πάρα πολύ δύσκολο γιατί έχουμε μικρά μεγέθη τώρα πια. Δεν είναι δυνατόν να κάνουμε το θαύμα της αρχαιότητας που ο Ελληνισμός πήρε στοιχεία από την ανατολή κι έκανε µια σύνθεση ενός ολόκληρου πολιτισμού. Δεν μπορούμε να το κάνουμε μόνοι μας...

Θ.Μ. Σήμερα, απέναντι στις συναυλίες ήταν µε σημαίες κόκκινες, ελληνικές, κουρδικές, σέρβικες…

Γ.Κ. Είναι µια αντιστροφή παραδόσεων που η παράδοση της χούντας επέβαλε το ᾿74.

Θ.Μ. Βάλε κι αυτό, ότι είχαμε ταυτίσει τη χούντα µε τα κλασικά στοιχεία: Πατρίς- θρησκεία- Οικογένεια και τέτοια…

Θ.Μ. Τώρα βέβαια, επειδή µε είχες ρωτήσει προχτές, κατά πόσο αυτή η κίνηση των καλλιτεχνών θα συνεχιστεί, πιστεύω ότι θα συνεχιστεί μεν, αλλά τα όρια κατά τη γνώμη µου δεν μπορούν να ξεπεραστούν. Δηλαδή, αυτή η ίδια η Κίνηση, αυτή καθεαυτή, δεν μπορεί να γίνει µια πολιτική Κίνηση. Αν κάτι τέτοιο επιχειρείτο, θα ήταν λάθος Κατά τη γνώμη µου… Πριν από αυτά, µε 5.000 κόσμο, έλεγες ότι είχε πολύ κόσμο µια συγκέντρωση.

Εδώ, ξαφνικά, ήρθανε εκατοντάδες χιλιάδες. Η εμπιστοσύνη ήταν ακριβώς, εκτός των άλλων, γιατί δεν ήμασταν πολιτικός σχηµατισμός ή καπελωμένος κ.λπ., κι αυτό θα πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού θα ήταν λάθος αν ήταν στα κεφάλια κάποιων, δεν ξέρω αν είναι, κάτι άλλο. Εγώ προσωπικά, αν αντιληφθώ κάτι τέτοιο, θα επιχειρήσω να τοποθετήσω την σωστή άποψη κατά τη γνώμη µου. Όμως μπαίνει ένα ζήτημα αλλαγής του πολιτικού σκηνικού. Σαφώς δεν είναι στην ημερήσια. διάταξη, γιατί από το πολιτικό σκηνικό πρέπει κυρίως προς τα αριστερά να γίνουν μεταλλαγές που δεν φαίνεται ότι είναι εύκολο να γίνουν και μάλιστα ιδεολογικές που είναι πιο δύσκολες από τις πολιτικές. Γιατί πολιτικές θα μπορούσαν ίσως, Ή, αν τα πράγματα πάνε προς το χειρότερο, που δεν το εύχομαι, θα μπορούσε, ίσως, πολιτικά, εύκολα να γίνει κάτι τέτοιο. Λείπει όμως από τα κόμματα οποιαδήποτε ιδεολογική συζήτηση. Άλλο κόμμα έχει μείνει στον 19ο αιώνα, άλλο κόμμα µε ένα επιφανειακό τρόπο έχει δει τα θέματα, όπως η εθνική ανεξαρτησία, όπως αυτά που συζητάμε τώρα, κ.λπ. θα πρέπει να εμπλουτιστούνε αυτά τα κόμματα ή µία νέα κίνηση από ανθρώπους που έχουν δουλέψει πολύ σ’ αυτή την κατεύθυνση ή μπορούν να συμβάλουν, γιατί χωρίς τη δημιουργία καινούργιων ιδεολογικών στοιχείων µε τον τρόπο της δεν πιστεύω ότι αυτό το πράγμα θα μπορούσε να επιφέρει ουσιαστική αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Θα ήταν, ίσως, στο ίδιο πολιτικό σκηνικό και µία άλλη άποψη. Είναι το πράγμα πάρα πολύ δύσκολο, αλλά είναι ένα μεγάλο στοίχημα και είναι και ο μόνος τρόπος για αλλαγές, που θα μπορούσαν έστω στο μέλλον, να συντελέσουν σε κάποια γενικότερη αλλαγή και να εκφράσουν την ιδιαιτερότητά µας…

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη εδώ

Δημοφιλή