Σκοτεινές διαθέσεις σε φωτεινά ηχοχρωματικά φόντα

Η ΚΟΑ στο Μέγαρο Μουσικής
.
.
credit Μαρία Γραμματικού

Μια πολύ καλή συναυλία – περιπλάνηση σε δύο εξαιρετικά δείγματα, αντίστοιχα της ύστερης και της ώριμης περιόδου του ρομαντικού κινήματος και με ένα νέο έργο Ελληνα δημιουργού για εισαγωγή.

Η συναυλία είχε τίτλο «Σκοτεινό Ρεύματα» και εντασσόταν στον θεματικό κύκλο της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών «Ετος Σεν Σανς», με αφορμή τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου Γάλλου συνθέτη αλλά και με μια παράλληλη μέριμνα τα έργα που παρουσιάστηκαν να συνάδουν με την φύση και την ατμόσφαιρα του φθινοπώρου. Το αποτέλεσμα ήταν ένα όμορφο συνοπτικό πανόραμα του ρομαντικοί κινήματος αλλά και κάποιων από τις προεκτάσεις του στο σήμερα.

Η βραδιά ξεκίνησε με την πρεμιέρα του νέου έργου «Ο μέγας Παν τέθνηκε», ανάθεση της ΚΟΑ στον Τάσο Ρωσόπουλο. Οφείλω να σημειώσω εδώ γιατί πραγματικά έχει μεγάλη σημασία για το συγκεκριμένο έργο ότι ο συνθέτης δηλώνει πως έθεσε εξαρχής στον εαυτό του τον περιορισμό να χρησιμοποιήσει την ίδια ακριβώς σύνθεση της ορχήστρας η οποία θα έπαιζε και στα δύο επόμενα έργα.

.
.
.

Παρακολουθώ αρκετά χρόνια την διαδρομή του Τάσου Ρωσόπουλου και διαπιστώνω ότι η γραφή του όχι μόνο ωριμάζει συνεχώς αλλά και εξελίσσεται με κυριότερο στοιχείο στην πλέον πρόσφατη περίοδο της την στροφή του δημιουργού σε μιαν αισθητά μεγαλύτερη από το παρελθόν απλότητα, ποτέ όμως απλοϊκότητα. Κατά τα άλλα, χωρίς ο συνθέτης να το χαρακτηρίζει έτσι και δίχως να υπονοώ ούτε στο ελάχιστο ότι δεν ήταν ολοκληρωμένο, για κάποιο λόγο το «Ο μέγας Παν τέθνηκε» μου άφησε την αίσθηση μιας εκτεταμένης ουβερτούρας, σαν το ίδιο το έργο να επιζητεί να γίνει ή να μετεξελιχθεί στο μέλλον σε μια σύνθεση αρκετά μεγαλύτερης διάρκειας. Είτε είναι σωστή πάντως είτε όχι πρόκειται για έργο με πολλές αρετές, τόσο από αυτές που χαρακτηρίζουν σταθερά τον Τ. Ρωσόπουλο όσο και κάποιες οι οποίες φάνηκαν για πρώτη φορά.

Όπως ίσως φαίνεται και από τον – συμβολικό εντέλει – τίτλο στο επίκεντρο της έμπνευσης του έργου και της προσπάθειας να εκφραστεί αυτή μουσικά βρίσκεται το πολύ μεγάλο διεθνές οικολογικό/περιβαλλοντικό πρόβλημα της εποχής μας και η ανάγκη να αντιμετωπιστεί άμεσα η οποία όμως πρέπει να συνοδεύεται και από μια συνολική συνειδητοποίηση επί του ζητήματος.

Η θεματική αυτή αποδόθηκε με μια σύνθεση λιτή, σαφή και «καθαρή», τόσο ως προς τις προθέσεις της όσο και δομικά η οποία κάποιες στιγμές αποκτούσε αληθινά «κινηματογραφική» ατμόσφαιρα, ενορχηστρωτικά εκμεταλλευόταν πολύ τις συνηχήσεις των οργάνων και τις αρμονικές που μπορούν αυτές να παράγουν και «έπαιζε» ανάμεσα στα «σκοτεινά» ηχοχρώματα των δασών, ζωτικού χώρου του Πανός και τα πιο «φωτεινά» εκτός αυτών και υπό τον ήλιο.

Εντύπωση προκαλούσε η σχεδόν…επαναστατική διάθεση που διαφάνηκε φευγαλέα σε κάποια σημεία, όχι με την πολιτική έννοια αλλά αυτή της εσώτερης εξέγερσης απέναντι στα κακώς κείμενα του εαυτού μας. Συνολικά ένα όχι μόνο όμορφο αλλά και δεόντως ενδιαφέρον έργο.

Θα πω λίγο αιρετικά ότι το Τρίτο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε μι ύφεση μείζονα του Καμίγ Σεν Σανς (1835 – 1921) θα μπορούσε πολύ ωραία να είναι ένα μεγάλη διάρκειας κοντσέρτο για...σόλο πιάνο! Ο Γάλλος συνθέτης κατείχε μεν την ορχήστρα αλλά δεν διέθετε καθόλου την στόφα του «συμφωνιστή». Ας θυμηθούμε εδώ ότι το γνωστότερο ορχηστρικό έργο του είναι για παιδιά, το δημοφιλέστατο «Καρναβάλι Των Ζώων» που, αν και πάρα πολύ όμορφο, ο ίδιος το είχε αποκηρύξει στο τέλος και προσπάθησε να απαγορεύσει την εκτέλεση του γιατί το θεωρούσε υπερβολικά «ελαφρό».

Αντίθετα, όπως όλοι οι συνθέτες της εποχής που ήταν επίσης και σπουδαίοι σολίστ του, όχι απλά λάτρευε το πιάνο αλλά και το γνώριζε ως και την πιο «κρυφή» λεπτομέρεια του. Δεν είναι συμπτωματικό λοιπόν ότι, ανάμεσα στα άλλα πιανιστικά έργα του, συνέθεσε και πέντε κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα στις πρεμιέρες των οποίων σολίστ ήταν φυσικά ο ίδιος. Το συγκεκριμένο, το τρίτο, είναι το λιγότερο γνωστό και αγαπητό από αυτά, γεγονός που ο δημιουργός απέδιδε στη πόσο δύσκολο και απαιτητικό είναι, τόσο δεξιοτεχνικά όσο και για το κοινό.

Ο Σεν Σανς ήταν ένας συνθέτης μάλλον συντηρητικός ως προς τις φόρμες και την αισθητική του, σε όλη του την ζωή τήρησε με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια τις αρχές του ρομαντισμού και τα διδάγματα των μεγάλων εκπροσώπων του αλλά αρκετά καινοτόμος ως προς τα δομικά στοιχεία των έργων του, κάτι που ισχύει και για το συγκεκριμένο, πάντα βέβαια εντός του πλαισίου του ύστερου ρομαντισμού. Παρόλα αυτά όμως πυρήνας και κυριότερο στοιχείο του είναι το μέρος του πιάνου, εξαιρετικά δεξιοτεχνικό αλλά και ιδιαίτερα λυρικό και πανέμορφο σε κάποιες στιγμές.

Αν και ήταν η πρώτη επαφή του με το έργο ο Θοδωρής Τζοβανάκης απέδειξε για μιαν ακόμα φορά ότι είναι πιανίστας «επικινδύνων αποστολών» αποδίδοντας το όχι μόνο με όλη την απαιτούμενη βιρτουοζιτέ αλλά και με βάθος και κυρίως ουσία.

.
.
credit Μαρία Γραμματικού

Αν δεν έγινε φανερό από τα παραπάνω ο «ρόλος» της ορχήστρας στο έργο δεν είναι μεν «δευτεραγωνιστικός» αλλά απλά παραπληρωματικός του πιάνου χωρίς αυτό να μειώνει το γεγονός ότι η ΚΟΑ τον…υποδύθηκε άψογα.

Αναμφίβολα όμως η κορύφωση της συναυλίας ήταν το τρίτο και τελευταίο έργο, η Τρίτη συμφωνία σε λα ελάσσονα, η επιλεγόμενη «Σκοτική», του Φέλιξ Μέντελσον (1809 – 1847. Ονομάστηκε έτσι γιατί ο Γερμανός συνθέτης (και ικανότατος πιανίστας/οργανίστας αλλά όχι τόσο προσκολλημένος στο όργανο του όσο ο Σεν Σανς) την εμπνεύστηκε σε ηλικία είκοσι ετών κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού στη Βρετανία που περιλάμβανε και τη Σκοτία. Πιο συγκεκριμένα πηγή έμπνευσης της ήταν η φύση της Σκοτίας και ειδικά το φθινόπωρο, την εποχή που την επισκέφθηκε. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ένα έργο που τον ταλαιπώρησε, αν δεν τον…βασάνισε δημιουργικά, καθώς αν και το εμπνεύσθηκε τόσο νωρίς το εγκατέλειψε αρκετές φορές για να συνθέσει άλλα και ήταν ένα από εκείνα που ολοκλήρωσε προς το τέλος της πολύ σύντομης ζωής του και σίγουρα η τελευταία συμφωνία του, ανεξάρτητα από το ότι φέρει τον αριθμό τρία.

Αντίθετα με τον Σεν Σανς ο Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι, όπως ήταν το πλήρες όνομα του, εκτός από ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ώριμου πλέον ρομαντισμού ήταν και γεννημένος «συμφωνιστής» και το εν λόγω έργο, όντας το τελευταίο ανάλογο που συνέθεσε, είναι αληθινά το ζενίθ της τέχνης του.

Πρόκειται για ένα σχεδόν απίστευτα για τα δεδομένα της εποχής σύνθετο, ακόμα και πολύπλοκο, έργο με τέσσερα μέρη που κανένα δεν μοιάζει με το προηγούμενο ή το επόμενο του, αναρίθμητες, απροσδόκητες και συχνά ακόμα και «ανορθόδοξες» μελωδικές και αρμονικές αλλαγές, τέμπο που κάποιες στιγμές φτάνει ακόμα και να «καλπάζει» και κυριολεκτικά αντικείμενο μελέτης από ενορχηστρωτικής πλευράς.

Από τους αληθινούς «μάγους» της ενορχήστρωσης ο Μέντελσον στην Τρίτη συμφωνία έχει υπερβεί τον εαυτό του διατρέχοντας όλο το δυνατό εύρος των συνδυασμών των «φωτοσκιάσεων» των ηχοχρωμάτων και με τις ομάδες των οργάνων – κάποιες φορές ορισμένα από αυτά ακόμα και σολιστικά – να εναλλάσσουν θέσεις και ρόλους συνεχώς, σε κάποια σημεία ακόμα και ακαριαία.

Ενας ήσσων δημιουργός πιθανότατα θα «χανόταν» μέσα στο «χάος» μιας τόσο πολύπλοκης, κάποτε ακόμα και αντιφατικής και οριακά «άναρχης» σύλληψης και μια δομής με τόσες λεπτομέρειες ώστε πραγματικά μπορεί να σε ζαλίσουν. Ο Μέντελσον, απόλυτος κυρίαρχος του ηχητικού κόσμου του, όχι μόνο το οργανώνει με πλήρη νηφαλιότητα, ακόμα και σοφία, περισσότερο «κεντώντας» παρά γράφοντας στην παρτιτούρα ένα περίτεχνο ρομαντικό αριστούργημα αλλά και διατηρείς σε όλη την διάρκεια την υποδειγματική κομψότητα του ύφους του, χαρακτηριστικό που δεν τον εγκατέλειπε ακόμα και στις πιο «σκοτεινές» ή και επιθετικές στιγμές των συνθέσεων του.

Είναι απόλυτα δικαιολογημένο λοιπόν ότι – δίχως να υστερεί καθόλου στα δύο προηγούμενα, πρέπει να το τονίσω αυτό – ήταν σε αυτό το έργο που η ΚΟΑ σχεδόν…απογειώθηκε και στην κυριολεξία έλαμψε. Αυτό βέβαια οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό και στον Ιταλό μαέστρο Τζάκοπο Σιπάρι Ντι Πεσκασερόλι, άριστο μεν και στα δύο άλλα έργα αλλά σε αυτό αγγίζοντας την τελειότητα, με όχι μόνο γνώση αλλά και αίσθηση της παρτιτούρας και διευθύνοντας με έμπνευση και προσωπικό όραμα αλλά δίχως την παραμικρή υπερβολή η οποία θα πρόδιδε το πνεύμα μα και το «γράμμα» του Μέντελσον. Το θερμότατο χειροκρότημα στο τέλος – όταν είχε εμφανώς ιδρώσει από την συγκέντρωση και την εσωτερική ένταση του τελευταίου έργου! – ήταν η απολύτως άξια ανταμοιβή για τον ίδιο αλλά και για την ΚΟΑ.

Δημοφιλή