Γιατί λέμε ιστορίες;

Σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία μεταφέρει ταχύτητα πληροφορίες και ψηφίδες «περιεχομένου», επιστρέφουμε στην αφήγηση για να κάνουμε τον κόσμο να «ηχήσει».
© Marco Bottigelli via Getty Images

“Σκεφτόμαστε με ιστορίες. Με αυτές κατανοούμε τη ζωή. Τις ονομάζουμε αφηγηματικά σχήματα, σενάρια, νοητικούς χάρτες, μεταφορές ή αφηγήματα. Οι ιστορίες εξηγούν πώς συμβαίνουν τα πράγματα, πώς παίρνουμε αποφάσεις και πώς τις αιτιολογούμε, πώς πείθουμε τους άλλους, πώς κατανοούμε τη θέση μας στον κόσμο, πώς διαμορφώνουμε ταυτότητα…».

Dr. Pamela Rutledge

Είμαστε φτιαγμένοι για να ακούμε ιστορίες. Η ανταλλαγή ιστοριών είναι η αρχαιότερη μορφή επικοινωνίας, μα και ο πρώτος τρόπος επικοινωνίας με τον οποίο εξοικειωνόμαστε στην παιδική ηλικία. Ως παιδιά, λατρεύουμε τις ιστορίες -μας αρέσει να τις ακούμε αλλά και να τις μοιραζόμαστε. Πριν ακόμα μάθουμε να γράφουμε και να διαβάζουμε, ξέρουμε πώς να παρακολουθήσουμε μια ιστορία, μπορούμε διαισθητικά να ακολουθήσουμε τη δομή της, να κατανοήσουμε το μήνυμά της και να το μεταφέρουμε συνοπτικά.

Όμως, οι ιστορίες είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια ενδιαφέρουσα υπόθεση. Είναι ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε τον κόσμο, θεματοφύλακας της γνώσης και των πεποιθήσεων, αναμεταδότης των αξιών, των αντιλήψεων και των θεωρημάτων. Είναι το μέσο για να πληροφορήσουμε, να κωδικοποιήσουμε όσα γνωρίζουμε, να μοιραστούμε αυτά που νιώθουμε και να εμπνεύσουμε.

Οι ανθρωπολόγοι μας θυμίζουν ότι η αφήγηση ιστοριών είναι συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, κοινό σε όλους τους γνωστούς πολιτισμούς. Από την αυγή του πολιτισμού και τις συγκεντρώσεις των νομάδων γύρω από τη φωτιά ως την σχεδόν εμμονική θέαση της πιο πρόσφατης σειράς στο Netflix, γοητευόμαστε από τις ιστορίες. Τις δημιουργούμε οι ίδιοι και τις «καταναλώνουμε» ως κοινό. Η ύπαρξή τους περιλαμβάνει μια συμβιωτική σχέση και ανταλλαγή ανάμεσα στον αφηγητή και τον ακροατή, την οποία διερευνούμε ήδη από τα πρώτα μας χρόνια, όταν αποκωδικοποιούμε τα αναγνωρίσιμα μοτίβα τους.

Γιατί, όμως, μας μαγεύουν οι ιστορίες; Γιατί περνάμε ώρες ακούγοντας, βλέποντας ή λέγοντας ιστορίες που συχνά δεν έχουν συμβεί καν στην πραγματική ζωή; Και πώς τις χρησιμοποιούμε;

Οι έρευνες στους τομείς της ιστορίας, της ανθρωπολογίας, της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας μας θυμίζουν πως, ανεξαρτήτως του μέσου και της συνθήκης, λέμε ιστορίες αξιοποιώντας, κάποτε ακούσια, τις δυνατότητές τους να υποστηρίξουν ένα εύρος αναγκών της επικοινωνίας μας.

Ενδεικτικά, στην «ενήλικη» εκδοχή τους, οι ιστορίες:

  • Δημιουργούν κοινό έδαφος

Λέγοντας και ακούγοντας ιστορίες, μοιραζόμαστε και κατανοούμε τις κοινές μας αγωνίες, τους φόβους και τις επιδιώξεις που βρίσκονται στη βάση της ανθρώπινης ύπαρξης. Αποκτούμε μια βάση αμοιβαίας κατανόησης που αποτελεί κυρίαρχη συνιστώσα της επικοινωνίας και διατρέχουν τις γενιές. Μέσα από τις ιστορίες υπερβαίνουμε όσα μας χωρίζουν -τόπους, ηλικία, απόψεις και προοπτικές- και συνδεόμαστε με τον κόσμο.

  • Διδάσκουν συμπεριφορά

Μέσα από τις ιστορίες, μαθαίνουμε. Κι αυτό ισχύει τόσο για την εγκυκλοπαιδική γνώση, όσο και για την εξοικείωση με τους κοινωνικούς κανόνες -τι είναι αποδεκτό και τι όχι στον κόσμο μας. Εδώ και αιώνες, οι ιστορίες χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν γνώση, να μας φέρουν σε επαφή με σημαντικά διδάγματα, να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό, αλλά και να μας δείξουν τις συνέπειες μιας μη αποδεκτής συμπεριφοράς.

  • Ενεργοποιούν τη φαντασία και τις αισθήσεις

Η επικοινωνία δεν εξαντλείται στην ανταλλαγή πληροφοριών, ούτε είναι μόνον διανοητική άσκηση. Για να συνδεθούμε με τους άλλους πραγματικά, χρειάζεται να μοιραστούμε μαζί τους την εμπειρία μας. Αυτό ακριβώς κάνουν οι ιστορίες. Δημιουργούν με λέξεις μια συνθήκη ενσυναίσθησης στην οποία καλωσορίζουμε τον συνομιλητή ή το ευρύτερο κοινό μας. Και είναι «σαν να είναι εκεί».

  • Δείχνουν τι είναι σημαντικό για εμάς

Οι ιστορίες που επιλέγουμε να μοιραστούμε «μιλούν» για όσα είναι σημαντικά για εμάς. Ιστορίες για τους αγαπημένους μας, για τους φίλους και τα παιδιά μας, για τις στιγμές που μας διαμόρφωσαν, για περιπέτειες και για επιτυχίες αποκαλύπτουν πολλά για αυτά που μας απασχολούν. Οι συνομιλητές μας δεν ακούν απλώς τα λόγια μας. Αντιλαμβάνονται το συναίσθημα στη φωνή μας, τη χαρά ή τον καημό μας, τη σιγουριά ή τον λυγμό μας. Έτσι μαθαίνουν για εμάς, καταλαβαίνουν τι μας οδήγησε ως εδώ, τι μας έκανε αυτούς που είμαστε σήμερα.

  • Μεταδίδουν καλύτερα όσα μας ενδιαφέρουν

Όλοι μας έχουμε γνώσεις, αναμνήσεις και εικόνες «αποθηκευμένες» στον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου μας, στοιχεία της δικής μας εμπειρίας και διαδρομής. Όταν κάποιος μας λέει μια ιστορία, ανασύρουμε από αυτές και τις συνδέουμε με τα λόγια του συνομιλητή μας. Έτσι θυμόμαστε καλύτερα, ντύνοντας τις πληροφορίες με συναίσθημα.

  • Διαδίδονται εύκολα

Οι ιστορίες φτάνουν ευκολότερα σε ένα μεγάλο ακροατήριο και διευρύνουν τον κύκλο εκείνων που μας ακούν. Είναι εύκολο να τις θυμηθούμε και να τις επαναλάβουμε. Επίσης, αν είναι ενδιαφέρουσες αφ΄εαυτών, λέγονται και από άλλους, μεταφέροντας τις σκέψεις και τα λόγια μας σε πολύ περισσότερους ανθρώπους, πέρα από τον δικό μας άμεσο κύκλο.

  • Πυροδοτούν αντιδράσεις

Τα δεδομένα από μόνα τους δεν μας εμπνέουν ούτε μας παρακινούν σε δράση. Αντίθετα, οι ιστορίες -δηλαδή τα δεδομένα «ντυμένα» με συναισθήματα- μας βάζουν στην καρδιά του θέματος. Μας πείθουν και μας οδηγούν, κάποτε αβίαστα, στο επόμενο στάδιο: να πιστέψουμε, να δράσουμε, να επιλέξουμε, να ψηφίσουμε, να αγοράσουμε.

Αυτές οι ιδιότητες των ιστοριών είναι ανεξάρτητες από τις εποχές στις οποίες διαμορφώνονται ή τα μέσα με τα οποία διαδίδονται. Από τις φωτιές των προϊστορικών σπηλαίων και το τζάκι των παππούδων μας ως το θαύμα της τυπογραφίας και αργότερα την επανάσταση της εικόνας και του διαδικτύου, όλα συγκλίνουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Αγαπούμε τις ιστορίες και δεν τις παρακολουθούμε παθητικά. Συμμετέχουμε σε αυτές, τις αποζητούμε. Σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία μεταφέρει ταχύτητα πληροφορίες και ψηφίδες «περιεχομένου», επιστρέφουμε στην αφήγηση για να κάνουμε τον κόσμο να «ηχήσει».

Δημοφιλή