Το 2024 ήταν η χρονιά με τα υψηλότερα ποσοστά διοξειδίου του άνθρακα που διοχετεύτηκαν στην ατμόσφαιρα από την καύση πετρελαίου και φυσικού αερίου , μετά το «βρώμικο» 2007 που έχει χαρακτηριστεί ως η χειρότερη χρονιά για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή.
Περισσότερα από 151 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (bcm) διοξειδίου του άνθρακα κάηκαν το 2024 κατά την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, 389 εκατομμύρια τόνοι περισσότεροι από το 2023.
Τα στοιχεία αποκαλύπτει σε έκθεσή της η Παγκόσμια Τράπεζα η οποία χρησιμοποίησε δορυφορικά δεδομένα από το GFMR (Συνεργασία για την καύση και μείωση του μεθανίου) το οποίο χρηματοδοτείται από πετρελαιοπαραγωγούς όπως οι ΗΠΑ, η Νορβηγία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), οργανισμούς και εταιρείες ενέργειας όπως η BP, η Eni, η Equinor, η Shell και η TotalEnergies.
Οι «καλοί» και οι «κακοί» μαθητές
Η καύση πετρελαίου – που παράγει διοξείδιο του άνθρακα (CO2), ένα αέριο που συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή- είναι μια πρακτική που συνηθίζεται σε πολλές χώρες καθώς είναι φθηνότερη από το να συλλέγεται, να μεταφέρεται, να επεξεργάζεται και να πωλείται.
«Η καύση είναι άσκοπη επιβάρυνση του περιβάλλοντος», δήλωσε στον Guardian ο Ζούμπιν Μπάμτζι, διευθυντής του GFMRP ο οποίος εντοπίζει το πρόβλημα στην έλλειψη πολιτικής βούλησης από πολλές κυβερνήσεις προκειμένου να μειώσουν την κλιματική επιβάρυνση.
Πολλές χώρες δεν έχουν θεσπίσει νόμους, ή δεν εφαρμόζονται επαρκώς, ενώ δεν δίνουν κίνητρα στους πετρελαϊκούς κολοσσούς να σταματήσουν να καταφεύγουν στην καύση επειδή δεν χρειάζεται να πληρώσουν για τη ρύπανση που προκαλούν.
Η έκθεση διαπίστωσε ότι εννέα χώρες – Ρωσία, Ιράν, Ιράκ, ΗΠΑ, Βενεζουέλα, Αλγερία, Λιβύη, Μεξικό και Νιγηρία – είναι υπεύθυνες για τα τρία τέταρτα όλων των καύσεων αερίου το 2024. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι περισσότεροι από αυτές έχουν κρατικές πετρελαϊκές εταιρείες.
Παρά τις προσπάθειες για τον τερματισμό αυτής της πρακτικής, – ο όγκος που καίγεται ανά βαρέλι παραγόμενου πετρελαίου – παρέμεινε «πεισματικά υψηλός» τα τελευταία 15 χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση.
Αντίθετα, υπήρξαν και χώρες που κατάφεραν να μειώσουν σημαντικά το αποτύπωμά τους επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι «οι κυβερνήσεις μπορούν εάν θέλουν».
Η Νορβηγία, έγινε μία από τους καθαρότερους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο, καθώς μείωσε την καύση κατά 18 φορές από ό,τι οι ΗΠΑ και 228 φορές από ό,τι η Βενεζουέλα.
Η Αγκόλα, η Αίγυπτος, η Ινδονησία και το Καζακστάν, κατάφεραν να μειώσουν σημαντικά την ποσότητα του αερίου που καίγεται ενώ και το Καζακστάν, το οποίο έχει επιβάλει υψηλά πρόστιμα σε εταιρείες που παραβιάζουν τους κανόνες, έχει μειώσει την καύση κατά 71% από το 2012.
«Κλειδί» η πολιτική βούληση
Ο Άντριου Μπάξτερ, ειδικός σε θέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στο μη κερδοσκοπικό Ταμείο Περιβαλλοντικής Άμυνας, δήλωσε «βαθιά απογοητευμένος» από τα επίπεδα της μόλυνσης του αέρα που επιστρέφουν σε αυτά του 2007.
«Τέτοια επίπεδα καύσης αποτελούν μια κατάφωρη σπατάλη πόρων ενώ είναι καταστροφικά για το κλίμα και την ανθρώπινη υγεία» υπογράμμισε.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας έχει ζητήσει την εξάλειψη κάθε καύσης εκτός από περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης έως το 2030.
Ο Τζόναθαν Μπανκς, ειδικός σε θέματα μεθανίου στην μη κερδοσκοπική Clean Air Task Force, υποστηρίζει ότι οι λύσεις είναι γνωστές και συχνά οικονομικά αποδοτικές όμως οι κυβερνήσεις προτιμούν τον εύκολο, γνωστό δρόμο.
«Χρειαζόμαστε μεγαλύτερο συντονισμό σε παγκόσμιο επίπεδο και μεγαλύτερη υποστήριξη σε πιο φτωχά έθνη με υψηλά ποσοστά καύση ώστε να ξεπεράσουν τα εμπόδια στις υποδομές τους».
Η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας υπογραμμίζει ότι οι χώρες και οι εταιρείες πρέπει να τερματίσουν την τακτική καύση έως το 2030 καταφεύγοντας στις απαραίτητες επενδύσεις, σε επαρκείς υποδομές και κυρίως ισχυρά κανονιστικά πλαίσια και διαρκή πολιτική βούληση»