Αναστάτωση προκάλεσε στα Αφάντου της Ρόδου στις 23 Οκτωβρίου υπόθεση με 12χρονη που σκηνοθέτησε την απαγωγή της για να καλύψει καβγά με τον 14χρονο φίλο της.

Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της «δημοκρατικής», οι Αρχές χρειάστηκαν λιγότερο από ένα εικοσιτετράωρο για να αποκαλύψουν πως το περιστατικό που κινητοποίησε όλη την αστυνομική δύναμη του νησιού δεν αφορούσε τελικά απαγωγή, αλλά μια παρεξήγηση μεταξύ ανηλίκων.

Advertisement
Advertisement

Το απόγευμα της Πέμπτης, λίγο πριν τις 16.00, μια 12χρονη μαθήτρια έφυγε από το σπίτι της για να πάει στο φροντιστήριο που βρισκόταν σε μικρή απόσταση, πέντε μόλις λεπτά με τα πόδια. Η μητέρα της, που την περίμενε να επιστρέψει, άρχισε να ανησυχεί όταν διαπίστωσε ότι η κόρη της δεν είχε φτάσει ποτέ στο φροντιστήριο και δεν απαντούσε στο τηλέφωνο.

Ο πατέρας της, 40 ετών, εργαζόμενος στην περιοχή, ενημερώθηκε τηλεφωνικά από τη σύζυγό του περίπου στις 17.30. Ξεκίνησε αμέσως να αναζητεί την κόρη του. Το κινητό της κόρης του, όπως κατέθεσε ο ίδιος αργότερα, αρχικά χτυπούσε κανονικά, χωρίς απάντηση. Ύστερα, καλούσε μόνο μία φορά και αποσυνδεόταν, ενώ κάποια στιγμή έδειχνε κατειλημμένο.

Περίπου στις 20.30 το βράδυ, η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας τηλεφώνησε στον πατέρα της και του είπε ότι η 12χρονη είχε βρεθεί στην παραλία των Αφάντου. Ήταν καθισμένη στο έδαφος, εμφανώς ταραγμένη, σε κατάσταση σοκ και ημιλιποθυμίας. Το ΕΚΑΒ ειδοποιήθηκε αμέσως και μετέφερε τη 12χρονη στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου.

Η 12χρονη είπε στον πατέρα της ότι την είχε πλησιάσει «ένας άνδρας με μαύρα ρούχα και κουκούλα», ο οποίος της έκλεισε το στόμα και την ακινητοποίησε. Από εκείνο το σημείο, όπως είπε, δεν θυμόταν τίποτε άλλο. Η καταγγελία μεταφέρθηκε αμέσως στο Αστυνομικό Τμήμα Αρχαγγέλου και στην Υποδιεύθυνση Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Ρόδου.

Αστυνομικοί άρχισαν να συγκεντρώνουν πληροφορίες: Ερεύνησαν την περιοχή γύρω από την παραλία, έλεγξαν κάμερες ασφαλείας, ρώτησαν καταστηματάρχες και διερεύνησαν τις διαδρομές που ακολούθησε το παιδί. Δεν εντοπίστηκε κανένα ίχνος απαγωγέα. Ούτε κάποιος μάρτυρας, ούτε ύποπτο όχημα, ούτε κίνηση που να παραπέμπει σε αρπαγή.

Τα πρώτα ερωτήματα άρχισαν να προκύπτουν όταν διαπιστώθηκε πως ο χρόνος εξαφάνισης δεν ταίριαζε με το χρονικό που ανέφερε η μικρή. Η ιατροδικαστική εξέταση δεν αποκάλυψε σημάδια βίας ή ακινητοποίησης, κάτι που ενίσχυσε την υποψία ότι η ιστορία ίσως δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.

Το επόμενο πρωί, 24 Οκτωβρίου, η 12χρονη εξετάστηκε εκ νέου. Εκεί άρχισε να δίνει μια διαφορετική εκδοχή των γεγονότων: Παραδέχθηκε τελικά ότι δεν υπήρξε απαγωγή. Είπε ότι είχε συναντήσει στην παραλία τον 14χρονο σύντροφό της με τον οποίο είχε προκύψει έντονη λογομαχία. Ο νεαρός είχε υποψίες πως η 12χρονη μιλούσε με άλλα αγόρια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την πήρε στην παραλία και ζήτησε να ελέγξει το κινητό της τηλέφωνο. Εκείνη απάντησε πως δεν το είχε μαζί της, γεγονός που προκάλεσε ένταση. Ο 14χρονος, σύμφωνα με την κατάθεση της ίδιας, την άφησε στην παραλία εκνευρισμένος και έφυγε. Η 12χρονη έμεινε εκεί μόνη της. Πανικοβλήθηκε και επινόησε την ιστορία της «απαγωγής» για να αποφύγει τις συνέπειες και να δικαιολογηθεί στους γονείς της.

Η αστυνομία εντόπισε και εξέτασε τον 14χρονο, ο οποίος επιβεβαίωσε πλήρως τα λεγόμενά της. Από τις καταθέσεις και τα δεδομένα της έρευνας προέκυψε ότι δεν υπήρξε καμία πράξη κακοποίησης, ασέλγειας ή βίας εις βάρος της 12χρονης.