Σημερινά οι έφηβοι και ειδικά τα κορίτσια, δηλώνουν πολύ πιο συχνά ότι νιώθουν διαρκώς λυπημένοι ή χωρίς ελπίδα.

Καθώς οι έφηβοι επιστρέφουν στα σχολεία αυτό το φθινόπωρο, πολλοί γονείς ανησυχούν για την ψυχική τους υγεία. Και όχι άδικα: οι σημερινοί έφηβοι, ειδικά τα κορίτσια έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα σε σχέση με πριν από δέκα χρόνια να πουν ότι νιώθουν συνεχώς θλίψη ή απόγνωση και ότι σκέφτονται την αυτοκτονία.

Advertisement
Advertisement

Το 2023, το 40% των μαθητών λυκείου ανέφερε ότι βίωνε επίμονα συναισθήματα λύπης ή απελπισίας, σύμφωνα με την Έρευνα Συμπεριφορών Υγείας Νέων (Youth Risk Behavior Survey) των Αμερικανικών Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC). Το ποσοστό αυτό ήταν ελαφρώς χαμηλότερο από το 42% δύο χρόνια πριν, στη διάρκεια της πανδημίας Covid-19, αλλά παραμένει περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από ό,τι πριν μία δεκαετία.

Ο δημοσιογράφος Matt Richtel, στο νέο του βιβλίο «How We Grow Up: Understanding Adolescence» (“Πώς Μεγαλώνουμε: Κατανοώντας την Εφηβεία”), προσπαθεί να εξηγήσει γιατί οι έφηβοι είναι τόσο πιεσμένοι ψυχικά και τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό. Ο Richtel, δημοσιογράφος επιστημονικού ρεπορτάζ στους New York Times και κάτοικος Boulder, Κολοράντο, αφιέρωσε τέσσερα χρόνια σε έρευνα πάνω στην εφηβεία για το βιβλίο αυτό.

Στη συζήτησή μας, μοιράζεται βασικά σημεία για το τι στρεσάρει τους εφήβους και πώς μπορούν να υποστηριχθούν.

CNN: Πώς εξηγείται η σημερινή κρίση ψυχικής υγείας στους εφήβους;

Matt Richtel: Η ψυχική υγεία των εφήβων καταλαβαίνεται καλύτερα αν δούμε τι ακριβώς περνούν οι ίδιοι και η νέα επιστήμη βοηθάει να το δούμε αυτό. Ο εγκέφαλός τους είναι υπερευαίσθητος σε μια περίοδο όπου ο κόσμος κινείται πάρα πολύ γρήγορα και αυτοί δέχονται τεράστιο όγκο πληροφοριών. Μερικές φορές αυτή η υπερφόρτωση πληροφοριών εκφράζεται σαν έντονη ανησυχία, εμμονική σκέψη, άγχος και γενικά ψυχική δυσφορία.

CNN: Δηλαδή λες ότι για αυτό φταίνε κυρίως τα social media;

Advertisement

Richtel: Κάπως αλλά όχι τόσο απλά. Υπάρχει μια λανθασμένη εντύπωση ότι «το τηλέφωνο είναι ο μόνος λόγος και το βασικό πρόβλημα». Στην πραγματικότητα, η εικόνα είναι πιο σύνθετη.

Στη δεκαετία του ’80 οι έφηβοι αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρούς κινδύνους: υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, οδήγηση υπό την επήρεια, πολύ πρώιμη σεξουαλική δραστηριότητα, τραυματισμούς, θανάτους. Αυτοί οι κίνδυνοι έχουν μειωθεί δραστικά. Αυτό μας δείχνει ότι υπάρχει ένα πιο γενικό ζήτημα που αφορά συνολικά το στάδιο της εφηβείας. Το να πάρεις απλά το κινητό από το παιδί δεν θα λύσει από μόνο του το πρόβλημα.

Φυσικά υπάρχουν λόγοι να περιορίζεται η πρόσβαση στο κινητό: ο χρόνος στην οθόνη τρώει ύπνο, άσκηση και δια ζώσης επαφή. Παρ’ όλα αυτά, οι δυσκολίες των εφήβων πηγάζουν από κάτι ευρύτερο.

Advertisement

CNN: Τι είναι αυτό το «ευρύτερο»; Τι κάνει την εφηβεία τόσο δύσκολη φάση;

Richtel: Η εφηβεία είναι μια διαδικασία με έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό: να ενώσει αυτό που θεωρούμε «γνωστό» με αυτό που είναι «άγνωστο», μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα.

Το «γνωστό» είναι αυτά που σου λένε οι γονείς σου ότι ισχύουν, π.χ. «πρέπει να διαβάζεις βιβλία». Το «άγνωστο» είναι αυτό που βλέπεις ότι ίσως δουλεύει στην πράξη στον σημερινό κόσμο, π.χ. «ίσως τα βιβλία δεν είναι πια ο βασικός δρόμος».

Advertisement

Αυτή η προσπάθεια να συμβιβαστούν δύο διαφορετικές πραγματικότητες δημιουργεί τεράστια εσωτερική σύγκρουση σε έναν έφηβο. «Οι γονείς μου, που με αγαπούν και με φροντίζουν, μου λένε ένα πράγμα, αλλά εγώ ανακαλύπτω κάτι διαφορετικό».

Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η ηλικία έναρξης της εφηβείας (ήβη/ορμονικές αλλαγές) έχει πέσει πιο χαμηλά από παλιά. Δηλαδή, η εφηβεία “ξυπνάει” τον εγκέφαλο νωρίτερα, σε μια στιγμή που τα υπόλοιπα τμήματα του εγκεφάλου δεν είναι ακόμη έτοιμα να διαχειριστούν τόση πληροφορία. Έτσι δημιουργείται ένα νευρολογικό «ασυγχρόνιστο»: το παιδί δέχεται πάρα πολλά ερεθίσματα πολύ νωρίς, χωρίς να έχει ακόμα τα εργαλεία να τα επεξεργαστεί.

CNN: Αυτό εξηγεί και γιατί οι έφηβοι πολλές φορές δεν ακούν τους γονείς τους;

Advertisement

Richtel: Ναι. Δεν είναι ότι «δε σέβονται». Είναι ότι περνούν από το στάδιο «οι γονείς με φροντίζουν» στο στάδιο «εγώ πρέπει να μάθω να φροντίζω τον εαυτό μου και, αργότερα, τους δικούς μου ανθρώπους». Υπάρχει έρευνα για το πώς τα παιδιά σταματούν σταδιακά να ακούνε τους γονείς τους και αρχίζουν να επηρεάζονται από αγνώστους και ειλικρινά, κάποιες φορές είναι σχεδόν αστείο.

Advertisement

Οπότε, όταν το παιδί σε κοιτάει με το “άδειο βλέμμα”, δεν κοιτάς έναν αγενή τύπο. Κοιτάς την εξελικτική βιολογία σε δράση.

Αυτό που λέω στους γονείς είναι: μην το παίρνετε πάντα προσωπικά. Μπορείς να θέσεις όρια  να πεις «Σταμάτα. Μου μιλάς άσχημα, δεν μου αρέσει» — αλλά είναι άλλο αυτό και άλλο να το εκλαμβάνεις σαν προσωπική επίθεση.

CNN: Αποκαλείς τη σημερινή γενιά εφήβων «Γενιά της Ρουμίνασης» / Generation Rumination (σ.σ. μηρυκασμός (rumination) είναι ένας ψυχολογικός μηχανισμός που χαρακτηρίζεται από την επαναλαμβανόμενη σκέψη πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα). Γιατί;

Advertisement

Richtel: Οι έφηβοι είναι βιολογικά προγραμματισμένοι να εξερευνούν. Παλιά η εξερεύνηση ήταν προς τα έξω: «Θα περάσω αυτό το ποτάμι. Θα σκαρφαλώσω αυτό το βουνό. Θα πηδήξω από αυτή τη στέγη». Αυτό συχνά κατέληγε σε σπασμένα κόκκαλα.

Στις τελευταίες δεκαετίες η εξερεύνηση έχει γίνει προς τα μέσα. Αντί για σωματικό ρίσκο, βλέπουμε ψυχικό φορτίο: υπαρξιακές ερωτήσεις, συναισθηματική πίεση, κρίσεις ταυτότητας.

Έχουν ανοίξει ερωτήματα τα τελευταία 20 χρόνια που παλιότερα δεν τα αγγίζαμε καν. Για παράδειγμα: «Τι σημαίνει να είσαι αγόρι; Τι σημαίνει να είσαι κορίτσι;» Είναι άβολα θέματα για πολλούς, αλλά στην πραγματικότητα είναι μέρος του πώς το ανθρώπινο είδος επιβιώνει: οι έφηβοι διερευνούν τα όρια για τον εαυτό τους και για την κοινωνία.

CNN: Λες ότι πολλοί έφηβοι δεν ξέρουν καν γιατί νιώθουν τόσο χάλια, παρότι έχουν γονείς που τους αγαπούν και τις βασικές ανάγκες τους καλυμμένες. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Richtel: Σκέψου το εξής σενάριο σαν ενήλικας: τσακώνεσαι με τον/την σύντροφό σου την ίδια μέρα που ο προϊστάμενός σου παραιτείται. Το βράδυ κοιμάσαι άσχημα. Την επόμενη μέρα οδηγείς και κάποιος οδηγός δίπλα σου σε κοιτάει “περίεργα”. Εκρήγνυσαι σε οργή. Δεν είναι ότι αυτός ο οδηγός “έφταιξε για όλα”. Μπορεί να χαμογελούσε καν. Είναι το σύνολο των μικρών πιέσεων που σε έφεραν σε σημείο έντασης.

Εμείς το νιώθουμε καμιά φορά έτσι. Οι έφηβοι το νιώθουν σχεδόν συνέχεια. Είναι διαρκώς υπερευαίσθητοι στο περιβάλλον, με λίγο λιγότερο ύπνο, πολλές μεταβλητές ταυτόχρονα και έναν εγκέφαλο που ακόμα διαμορφώνεται. Είναι εξαντλητικό.

Οπότε, όταν λένε «Δεν ξέρω γιατί νιώθω έτσι», μπορούμε ως γονείς να δείξουμε κατανόηση. Γιατί ξέρουμε πώς είναι να είσαι υπερφορτωμένος συναισθηματικά.

CNN: Κάποιοι λένε ότι “δεν είναι ότι οι έφηβοι σήμερα έχουν χειρότερη ψυχική υγεία, απλά τώρα τα διαγιγνώσκουμε και τα συζητάμε περισσότερο”. Ή όντως υπάρχουν περισσότερα προβλήματα ψυχικής υγείας στους εφήβους σήμερα;

Richtel: Νομίζω ότι ισχύουν και τα δύο. Και τα ποσοστά δυσκολιών ψυχικής υγείας έχουν ανέβει και είμαστε πολύ πιο σχολαστικοί στο να τα εντοπίζουμε και να τα παρακολουθούμε.

CNN: Υποστηρίζεις ότι τα social media δεν επηρεάζουν όλα τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο. Γιατί;

Richtel: Σε κάποια παιδιά, μετά τα social, η διάθεση ανεβαίνει. Σε κάποια άλλα, πέφτει. Παίζει ρόλο η προδιάθεση που έχει κάθε παιδί και πόσο χρόνο αφιερώνει εκεί.

Αν είσαι όλη μέρα συνδεδεμένος, τότε αντικαθιστάς πράγματα που ξέρουμε ότι είναι θεμελιώδη για την καλή ψυχική υγεία: ύπνος, άσκηση, δια ζώσης επαφή. Αυτό είναι κρίσιμο. Αλλά στο «εδώ και τώρα» η επίδραση δεν είναι ίδια για όλους.

Για παράδειγμα, αν νιώθεις μόνος και θες να μιλήσεις με κάποιον, τα social μπορεί να σε βοηθήσουν. Αν όμως έχεις την τάση να συγκρίνεις τον εαυτό σου με τους άλλους και κάθε φορά που βλέπεις “τέλεια σώματα, τέλειες ζωές” σκέφτεσαι «Εγώ είμαι χάλια», τότε τα social μπορεί να σε χτυπήσουν πολύ άσχημα. Όχι όλα τα παιδιά αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο.

CNN: Καθώς ξεκινά η σχολική χρονιά και τα παιδιά φορτώνονται στρες, τι συμβουλεύεις τους γονείς να κάνουν όταν βλέπουν το παιδί τους να καταρρέει;

Richtel: Πρέπει να τους μάθουμε δεξιότητες αντιμετώπισης.

Συχνά, αυτό που χρειάζονται δεν είναι μια λογική κουβέντα επί τόπου. Χρειάζονται να “ξεφορτώσουν” το συναίσθημα. Αν το παιδί σου πει «Όλη η Α’ Λυκείου με μισεί», αυτό ξεκάθαρα δεν είναι αντικειμενικό. Είναι αποτέλεσμα σωρευμένου στρες: έλλειψη ύπνου, μια κακή εμπειρία, υπερβολικά ερεθίσματα.

Οι στρατηγικές διαχείρισης περιλαμβάνουν πράγματα που ρυθμίζουν το νευρικό σύστημα: κρύο νερό στο πρόσωπο ή ένα πολύ κρύο ντους, άσκηση, οτιδήποτε βοηθά να πέσουν οι νευροδιαβιβαστές σε πιο ήρεμα επίπεδα.

Αν υπάρχει η δυνατότητα, θεραπείες όπως η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (CBT) ή η διαλεκτική-συμπεριφορική θεραπεία (DBT) μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά να καταλάβουν ότι τα έντονα σωματικά συναισθήματα που βιώνουν μπορούν να αναγνωριστούν και να ηρεμήσουν. Κι έτσι την επόμενη μέρα μπορούν να ξαναδούν την κατάσταση πιο καθαρά: «Μισεί όντως όλη η τάξη εμένα; Α, όχι. Ο Ντουγκ με συμπαθεί. Και η Σάρα επίσης. Άρα, ίσως δεν είναι το τέλος του κόσμου».

Αλλά τη στιγμή της κρίσης, αν προσπαθήσεις να κάνεις “λογική συζήτηση”, ουσιαστικά ρίχνεις κι άλλες πληροφορίες πάνω σε έναν εγκέφαλο που έχει ήδη κολλήσει. Ένα παιδί σε υπερφόρτωση μοιάζει με υπολογιστή που έχει βγάλει μπλε οθόνη σφάλματος. Αν εσύ συνεχίζεις να του μιλάς λογικά εκείνη τη στιγμή, είναι σαν να πατάς enter ξανά και ξανά δεν πρόκειται να δουλέψει.

Άφησέ τους να εκφραστούν συναισθηματικά πρώτα, χωρίς να απαιτείς να είναι ψύχραιμοι και “λογικοί” εκείνη τη στιγμή. Περίμενε μέχρι να είναι σε θέση να σε ακούσουν.

Οι γονείς, τελικά, εξακολουθούν να είναι η πιο ισχυρή επιρροή στη ζωή των παιδιών τους.

Για βοήθεια μπορείς να απευθυνθείς εδώ .

ΠΗΓΗ: CNN