Καθώς οι μέρες μικραίνουν και ετοιμαζόμαστε να γυρίσουμε τα ρολόγια μία ώρα πίσω, όλοι σκεφτόμαστε το «δώρο» του επιπλέον ύπνου. Ωστόσο, τα δεδομένα δείχνουν ότι οι αλλαγές της ώρας μόνο αθώες δεν είναι. Ορισμένες μελέτες συνδέουν την επιστροφή στη χειμερινή ώρα με αύξηση των καταθλιπτικών επεισοδίων. Και αν αυτό ακούγεται ανησυχητικό, η αλλαγή προς τη θερινή ώρα την άνοιξη φαίνεται ακόμη πιο προβληματική: συσχετίζεται με περισσότερα εμφράγματα, εγκεφαλικά και τροχαία.

Λίγη ιστορία: Η θερινή ώρα καθιερώθηκε πρώτα στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1916, για εξοικονόμηση ενέργειας και καλύτερη αξιοποίηση του φωτός. Από τότε, τα ρολόγια πηγαίνουν μία ώρα μπροστά την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου και μία ώρα πίσω την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου. Δεν πρόκειται για καθαρά βρετανική ιδιαιτερότητα, περίπου 70 χώρες και πάνω από το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού ακολουθούν κάποιο σύστημα θερινής ώρας. Στις ΗΠΑ ισχύει από το 1966 (δεύτερη Κυριακή Μαρτίου–πρώτη Κυριακή Νοεμβρίου).

Advertisement
Advertisement

Τι λέει η έρευνα; Η πιο ισχυρή ένδειξη αφορά το ανοιξιάτικο «πήγαινε μπροστά» που σκοτεινιάζει τα πρωινά, φωτίζει τα βράδια και μας κλέβει μία ώρα ύπνου. Μελέτες σε πολλές χώρες έχουν βρει αύξηση εισαγωγών για έμφραγμα τη Δευτέρα μετά την αλλαγή, ενώ μετα-ανάλυση εκτιμά κατά μέσο όρο περίπου 4% περισσότερα εμφράγματα. Παρόμοια μοτίβα έχουν καταγραφεί για εγκεφαλικά επεισόδια. Στο ψυχικό πεδίο, η μετάβαση στη θερινή ώρα έχει συσχετιστεί με επιδείνωση διαταραχών διάθεσης, άγχους και κατάχρησης ουσιών. Στους δρόμους, ο κίνδυνος θανατηφόρων τροχαίων φαίνεται να αυξάνεται τις επόμενες εβδομάδες, πιθανότατα επειδή ο πληθυσμός «σέρνεται» από την έλλειψη ύπνου.

Ο λόγος; Η σύγκρουση με το κιρκάδιο ρολόι μας. Ο εγκέφαλος ρυθμίζει ύπνο και εγρήγορση με βάση το φως: το σκοτάδι εντείνει τη μελατονίνη, το πρωινό φως «κόβει» τη μελατονίνη και ανεβάζει κορτιζόλη. Όταν πάμε τα ρολόγια μπροστά, έχουμε περισσότερο φως κοντά στην ώρα που πάμε για ύπνο, δυσκολότερη έλευση της υπνηλίας και πιο σκοτεινά πρωινά, άρα ξύπνημα πριν το σώμα «ξυπνήσει» φυσικά. Ακόμη κι αν ένα μεγάλο δείγμα δείχνει ότι την πρώτη Κυριακή χάνουμε περίπου μία ώρα ύπνου και μετά γίνεται κάποια «αναπλήρωση», η αρχική απορρύθμιση και ο κατακερματισμός του ύπνου μπορούν να κρατήσουν μέρες.

Οι ειδικοί θυμίζουν ότι η χρόνια αναντιστοιχία ώρας–ηλίου βλάπτει: οι εργαζόμενοι σε βάρδιες έχουν υψηλότερα ποσοστά διαβήτη, παχυσαρκίας, καρδιοπάθειας και καρκίνου, ενώ και όσοι ζουν στο δυτικό άκρο μιας ζώνης ώρας φαίνεται να «ζουν κόντρα στο ρολόι» σχεδόν μία ώρα καθημερινά. Με άλλα λόγια, έξι μήνες τον χρόνο ζητάμε από ολόκληρους πληθυσμούς να λειτουργούν μόνιμα περίπου μία ώρα εκτός ρυθμού, ένα μικρό ρίσκο για τον καθένα, αλλά σημαντικό όταν αθροίζεται.

Και η φθινοπωρινή αλλαγή; Παρά το «μπόνους» του ύπνου, δεν φαίνεται να μας ωφελεί όσο νομίζουμε. Την Κυριακή της αλλαγής οι άνθρωποι κοιμούνται κατά μέσο όρο γύρω στο μισάωρο παραπάνω, αλλά στη συνέχεια η εβδομάδα συχνά συνοδεύεται από απώλειες ύπνου. Υπάρχουν ευρήματα που δείχνουν αυξημένα μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια τις 10 επόμενες εβδομάδες. Άλλες μακροχρόνιες αναλύσεις βρίσκουν μικρά οφέλη στη διάθεση και στην ενέργεια το φθινόπωρο, αλλά όχι αρκετά για να αντισταθμίσουν τις ανοιξιάτικες επιβαρύνσεις. Σε επίπεδο ευημερίας και οικονομίας, η διπλή ετήσια αλλαγή συνδέεται με μείωση ικανοποίησης από τη ζωή και απτά κόστη.

Τι κάνουμε λοιπόν; Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε το 2019 την κατάργηση των εποχικών αλλαγών, αλλά η εφαρμογή σκοντάφτει στο «ποια ώρα θα κρατήσουμε». Οι περισσότεροι πολίτες προτιμούν τη θερινή ώρα, όμως πολλοί επιστήμονες ύπνου/κιρκάδιου ρυθμού θεωρούν υγιέστερη τη διατήρηση της χειμερινής (δηλαδή τη μόνιμη ευθυγράμμιση με το πρωινό φως).

Μέχρι να αλλάξει κάτι, υπάρχει ένα μικρό παρήγορο: το σκοτάδι των φθινοπωρινών απογευμάτων ευνοεί τη μελατονίνη και μπορεί να βελτιώσει τον νυχτερινό ύπνο, κάτι που όλοι χρειαζόμαστε περισσότερο.

ΠΗΓΗ: BBC